Περί κυβερνητισμού

Μαριλένα Κοππά 22 Φεβ 2013

Ξεκινήσαμε από μια θέση που έλεγε ότι «Το ΠΑΣΟΚ είναι η αριστερά που τολμά να κυβερνήσει» και καταλήξαμε με μια κεντροαριστερά που πρέπει να αποβάλει τον «κυβερνητισμό». Το ενδιαφέρον όμως ερώτημα είναι η σημασία αυτού του κακόηχου και στερούμενου καθαρής σημασίας όρου, «κυβερνητισμός». Αλλά αυτή η συζήτηση δεν μπορεί ν’ ανοίξει, είτε επειδή αυτό είναι το κουτί της Πανδώρας που κανείς δεν ξέρει τι περιέχει, είτε επειδή ο όρος είναι χρήσιμα ασαφής.

Τι είναι ο κυβερνητισμός; Εάν πρόκειται για τη διατήρηση της προοπτικής της συμμετοχής στη διακυβέρνηση του τόπου, τότε δεν είναι ξεκάθαρο γιατί πρέπει να τον αποβάλουμε, ή αν ακόμα αυτό είναι ένα θέμα συζήτησης που αφορά την οργανωτική δομή του κόμματος. Η κυβερνητική προοπτική, άλλωστε, σημαίνει πολιτικό μήνυμα με δυνητικά πλειοψηφική απήχηση, κάτι που αυτή τη στιγμή ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε η ΔΗΜΑΡ έχει και άρα δεν μπορούν να το αποβάλουν.

Εάν, από την άλλη πλευρά, κυβερνητισμός είναι ένα πλέγμα πελατειακών σχέσεων που διασφαλίζει την επανεκλογή ενός κόμματος, τότε η αδυναμία του δημοσίου να διανείμει εισόδημα χωρίς να αναδιανέμει πλούτο, σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να προσδοκεί λάφυρα. Υπό αυτό το πρίσμα, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε η ΝΔ έχουν ρεαλιστικές προοπτικές διατήρησης του «κυβερνητισμού τους», είτε αυτό έχει γίνει ήδη αντιληπτό, είτε πρέπει να μας το υπενθυμίζει η τρόικα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πράγματι, σήμερα δεν υπάρχει «αυτόματος πιλότος», η φυσική μεταπολιτευτική εντροπία, που κάποτε μας έκανε να φανταζόμαστε το πολιτικό εκκρεμές κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς ως «μια φυσική κατάσταση».

Τέλος, εάν «η αποβολή του κυβερνητισμού» είναι ένας μετριοπαθής πλην μικρόψυχος τακτικισμός, που θέλει το ΠΑΣΟΚ να ακολουθεί μια πορεία «συμπληρωματικής συνιστώσας» σε όποια πρόταση διακυβέρνησης πρέπει να συμπληρώσει μερικές έδρες στη Βουλή, τότε το ΠΑΣΟΚ έχει ηττηθεί. Γιατί χωρίς να διανέμει και χωρίς να εκφράζει πειστική προγραμματική πρόταση, αντιδρώντας στην επικαιρότητα αντί να τη δημιουργεί, αναμένοντας μια πρόταση γάμου που μπορεί ποτέ να μην έρθει, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να παραδεχτεί ότι «το ΠΑΣΟΚ είναι αλλού» και δεν έχει καμία σχέση με το «εδώ και τώρα».

Το ερώτημα του κυβερνητισμού επίσης αγγίζει μια μάλλον άχαρη συζήτηση περί κεντροαριστεράς, που κινείται μεταξύ ενός ανούσιου και μάλλον αβάσιμου υπολογισμού, που βασίζεται στην προσθαφαίρεση ποσοστών και προσωπικοτήτων του κεντροαριστερού χώρου, καθώς επίσης και στη διερεύνηση κενών του πολιτικού φάσματος που πρέπει να «καλυφθούν». Και έχει επίσης αυτή η συζήτηση μια θρησκευτική χροιά, με αμαρτίες που κάποιους βαρύνουν και κάποιους όχι, ανάλογα με τη σημαία ευκαιρίας ή το άσπιλο λάβαρο που έχουν επιλέξει.

Έχει όμως και μια παραγωγική διάσταση η συζήτηση περί αποβολής του «κυβερνητισμού». Ένα κόμμα που δεν θεωρεί πλέον την εξουσία δεδομένη, πρέπει να προσδιορίσει την ανάγκη της ύπαρξής του. Και εδώ η ρήξη με το παρελθόν, με τη μορφή της μετάνοιας, είναι μάλλον υποκριτική. Η σχέση με το «εδώ και τώρα» του ΠΑΣΟΚ είναι αυτή που μένει να προσδιοριστεί. Και στην πραγματικότητα, αυτή είναι η μοναδική συζήτηση που δεν έχει ανοίξει και που ακόμα μπορεί να αφορά ορισμένους ανθρώπους που είτε θα έρθουν, είτε δε θα έρθουν στο συνέδριο.

Ο «κρατισμός», λέξη συνώνυμη ή συμφραζόμενη του κυβερνητισμού, σηματοδοτούσε άλλοτε την έννοια της «μεικτής» οικονομίας, που στην ελληνική σημειολογία σήμαινε την διανομή άνευ αναδιανομής. Σήμαινε, για παράδειγμα, επιλεκτικά επιδόματα αντί αύξησης μισθού, που μπορούν να αναιρεθούν, να μεγαλώσουν και να μειωθούν, ανάλογα με την κίνηση του εκκρεμούς. Σήμαινε τη συμμετοχή σε Επιτροπές, αντί της επιλογής κατάλληλων προσώπων για κατάλληλες θέσεις με αντίστοιχες αρμοδιότητες και επαρκείς αμοιβές, που σήμαινε ότι η πολιτική και η άσκηση διοίκησης ταυτίζονταν στη βάση του φυσικού νόμου της εντροπίας.

Διανομή συμβαίνει και σήμερα φυσικά, αλλά είναι περισσότερο μίζερη. Για παράδειγμα, ανοίξαμε το επάγγελμα του ταξί, αλλά μόνο τρεις ασφάλειες καλύπτουν τα ασφάλιστρα ταξί στην Αττική, με το κόστος μεταξύ Αθήνας και περιφέρειας να έχει «ψαλίδα» 100%. Και αυτή η μονοπωλιακή αγορά δεν φαίνεται να μας αφορά, όπως και δεν μας αφορά το γεγονός ότι οι άδειες ταξί αγοράστηκαν με ενέχυρο σπίτια και όχι την επιχείρηση. Και το ενδιαφέρον είναι ότι αυτήν την παράμετρο, δεν την εγείρει ούτε η συνδικαλιστική οργάνωση των ταξί.

Κάπου αλλού, η μεικτή οικονομία σήμαινε συγκεκριμένες επιλογές. Για παράδειγμα, θα έλεγε κανείς τη δεκαετία του 1980 ότι οι κοινωφελείς υπηρεσίες είναι παραγωγικές συνιστώσες, στις οποίες το κράτος πρέπει να ασκεί έλεγχο για «στρατηγικούς λόγους». Βέβαια, σε ένα καθεστώς που η πολιτική απόφαση συνυφαίνεται με το διοικητικό έργο, με ένα σωρό παράθυρα να ανοίγουν επιλεκτικά σε νόμους και θεσμούς, δεν υπάρχει περιθώριο στρατηγικής. Και φυσικά, η αναδιανομή γενικότερα είναι σε κρίση, αλλά «η κρίση μας» και «η κρίση τους» δεν είναι η ίδια.

Όμως, εάν πάρουμε στα σοβαρά αυτήν την αρχή, μπορεί κανείς πράγματι να υποστηρίξει ότι η εγχώρια παραγωγή αλουμινίου θα εξαφανιστεί εάν διπλασιαστεί η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Μπορεί επίσης κανείς να πει ότι το θεωρητικά ανεκμετάλλευτο αιολικό δυναμικό σε νησιά, θα παραμείνει αναξιοποίητο εάν κάποιος δεν κάνει την ασύμφορη επένδυση επέκτασης του δικτύου στα νησιά. Με άλλα λόγια, η «ανοικτή αγορά» είναι μια νεοφιλελεύθερη φαντασίωση, που δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο. Την ίδια όμως στιγμή, η ιδέα της εσαεί διανομής εις τον αιώνα των αιώνων, χωρίς αναδιανομή, πολιτική στόχευση και διοικητική επάρκεια, μας έφτασε εδώ που μας έφτασε.

Το μόνο πράγμα που δεν έχει συζητηθεί στα περί «κυβερνητισμού», έπη είναι η ουσία. Τι είναι ακριβώς αυτό που αποτάσσουμε και τι ενστερνιζόμαστε στη θέση του. Εάν αποτάσσουμε τις συντεχνίες, προκειμένου να ανοίξουμε αγορές, τότε ας αντιμετωπίσουμε και μονοπώλια στο χρηματοπιστωτικό κλάδο, μεταξύ άλλων. Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια αγορά περισσότερο ανοικτή και φιλικότερη στις επενδύσεις, ας αναλογιστούμε τι σημαίνει αυτό σε «στρατηγικό επίπεδο», χωρίς προκαταλήψεις ή ιδεοληψίες. Και εάν είμαστε εκτός από αφηρημένα «κεντροαριστεροί», συγκεκριμένα σοσιαλδημοκράτες, πρέπει να φύγουμε από ένα παρελθόν στοχευόμενης διανομής και να χαράξουμε μια πορεία στοχευόμενης αναδιανομής, ό,τι και να σημαίνει αυτό.

Και μόλις ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση, με γεμάτες σημασία έννοιες όπως «αριστερά» και «δεξιά», η οποία μάλιστα «εδώ και τώρα θεριεύει», κυριαρχεί και επελαύνει στο «μεσαίο χώρο», μπορεί επίσης να αποκτήσει και μεγαλύτερο ενδιαφέρον η συζήτηση. Και μπορεί τελικά να προσελκύσει ακόμα και αυτούς που δεν θα έρθουν στο συνέδριο. Γιατί τελικά, έχει σημασία ποιοι θα συζητήσουν, αλλά και τι θα συζητήσουν. Το ΠΑΣΟΚ δεν καλείται να σώσει τον τόπο, αλλά να δημιουργήσει μια νέα σχέση με το περιβάλλον του. Και αυτή η πρόκληση, δυστυχώς, αφορά την ευρύτερη «κεντροαριστερά».