Περί ιδεολογίας και προτάσεων της Κεντροαριστεράς

Ιώσηπος 04 Φεβ 2014

Γίνεται πολύς λόγος για το ποια θα είναι η ιδεολογία του νέου σχηματισμού στον χώρο της Κεντροαριστεράς, καθώς στην προσπάθεια ανασύνταξής του συμμετέχουν πρόσωπα και κινήσεις που ανήκουν στη σοσιαλδημοκρατία, τον φιλελεύθερο χώρο (π.χ. Δράση), την οικολογία, κ.λπ.

Θεωρώ ότι η ιδεολογική του φυσιογνωμία θα αποκρυσταλλωθεί, όταν, αφού προηγηθεί μια πρώτη συμφωνία των εμπλεκομένων προσώπων και πολιτικών κινήσεων επί των πολιτικών αρχών και της ακολουθητέας στρατηγικής, συγκροτηθεί το νέο πολιτικό κόμμα και αποκτήσει χαρακτηριστικά ευρύτερης λαϊκής συμμετοχής στις διαδικασίες χάραξης της ιδεολογίας του (όπως αρμόζει σε ένα δημοκρατικό κόμμα). Την ιδεολογική ταυτότητα ενός κόμματος τη διαμορφώνουν, μέσα από μια διαλεκτική σχέση, αφενός μεν, οι εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, δηλαδή οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές προκλήσεις της κάθε εποχής, αφετέρου δε, η ποιότητα των κοινωνικών δυνάμεων που στηρίζουν τις πολιτικές που επαγγέλλεται το εν λόγω κόμμα. Το πόσο επιτυχές θα είναι το αποτέλεσμα που θα προκύψει –το οποίο δεν μπορεί να είναι μόνιμο, ασφαλώς- είναι θέμα της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ της δομής (structure) και του δρώντος υποκειμένου (agent), όπως θα έλεγε κάποιος κοινωνιολόγος. Επομένως, οι πολλές σημερινές διαμάχες μεταξύ μεμονωμένων προσώπων ή μικροομάδων πάνω στο θέμα της ιδεολογίας του νέου πολιτικού φορέα είναι όχι μόνον άγονες, αλλά και, σε κάποιο βαθμό, και πρόωρες. «Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε», λέει ο λαός μας.

Το επιχείρημά μου για την ανάγκη ταχείας –όχι, όμως, επιπόλαιης- σύγκλισης των δυνάμεων του μεσαίου (προσοχή, δεν λέω κατ’ ανάγκην «κεντρώου») αυτού χώρου στηρίζεται στην ακόλουθη λίαν ανησυχητική διαπίστωση: ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στη χώρα μας μια ενδιαφέρουσα κινητικότητα και «ζωντάνια» όσον αφορά τη συζήτηση θεωρητικών έργων και ιδεών του πολιτικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, σε επίπεδο κοινωνίας βρίσκουν ευρύτερη αποδοχή τόσο οι ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι ιδέες μιας συντηρητικής Δεξιάς, σαν αυτήν που εκφράζει ο Μάκης Βορίδης (για να μην αναφερθώ στην ασύγκριτα πιο επικίνδυνη για τη Δημοκρατία μας απήχηση των πολιτικών θέσεων της Χρυσής Αυγής). Γιατί συμβαίνει, όμως, αυτό;

Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τρεις εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτον, η κατ’ εξοχήν θεωρητική συζήτηση για σημαντικά έργα που αφορούν διάφορες εκδοχές του πολιτικού φιλελευθερισμού –μια από τις οποίες είναι, ας πούμε, πιο «κεντροαριστερή», καθώς αναζητά τις αξιακές προϋποθέσεις και «αφετηριακές αρχές» μιας σύγχρονης «Θεωρίας Δικαιοσύνης»- έγινε και γίνεται, σχεδόν αποκλειστικά, σε ακαδημαϊκό περιβάλλον (χωρίς κανέναν αντίκτυπο στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο, στην ιδεολογία των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων και την κοινωνία – δεν έχουμε, με απλά λόγια, πολλές πιθανότητες να δούμε στην Ελλάδα μια αρσενική η θηλυκή «Θάτσερ» να εκθειάζει τον Hayek, μιλώντας σε κομματικό ακροατήριο, όπως έχει συμβεί στην Αγγλία με την αυθεντική Θάτσερ, ούτε κάποιον σοσιαλδημοκράτη που να επικαλείται, π.χ., επιχειρήματα από το «Justice for Hedgehogs», του Ronald Dworkin, για να εμπνεύσει τους εκπροσώπους της σημερινής «ποικιλόχρωμης» ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας). Η ακαδημαϊκή, λοιπόν, αυτή συζήτηση περιλαμβάνει βιβλία και λοιπά κείμενα που ανήκουν τόσο στην κλασική παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού (John Locke, Jeremy Bentham, John Stuart Mill, κα), όσο και στην πιο σύγχρονη συζήτηση (π.χ., Friedrich Hayek, Milton Friedman, Robert Nozick, που είναι libertarians, αλλά και John Rawls, Ronald Dworkin, Amartya Sen, Michael J. Sandel, που έχουν στο επίκεντρο των αναζητήσεών τους το περιεχόμενο και τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης). Επιπλέον, ακαδημαϊκά φιλοσοφικά περιοδικά, όπως ο «Δευκαλίων» και η «Ισοπολιτεία», το περιοδικό εκλαΐκευσης της Φιλοσοφίας, «Cogito» (του οποίου η έκδοση, δυστυχώς, σταμάτησε), αλλά και τα δύο πολύ καλά περιοδικά που έχουμε για το βιβλίο, το «The Books’ Journal» και η «Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου – The Athens Review of Books», συνηθίζουν να φιλοξενούν στις σελίδες τους κείμενα πάνω στον προβληματική του πολιτικού φιλελευθερισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και της μεταξύ τους σχέσης. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι αυτά τα περιοδικά τα διαβάζει μια ελίτ, οπότε οι σχετικές ιδέες και αναζητήσεις δεν «περνούν» εύκολα –μάλλον δεν «περνούν» καθόλου- στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Το μόνο θετικό, αλλά καθόλου αμελητέο, αποτέλεσμα είναι ότι ο ακαδημαϊκός διάλογος για θέματα πολιτικής φιλοσοφίας και επιστήμης δεν κυριαρχείται πλέον από μια, ενίοτε, μέτρια ή κακής ποιότητας «αριστερή βιβλιογραφία» (Ρανσιέρ, Μπαντιού, Ζίζεκ, κα). Σε καμία περίπτωση, ασφαλώς, δεν υποστηρίζω ότι θα πρέπει να «εξορισθεί» από τα Πανεπιστήμιά μας η σοβαρή μαρξιστική ανάλυση των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (όπως πρεσβεύουν ορισμένοι ημιμαθείς, και γι’ αυτό φανατικοί, φιλελεύθεροι). Για να αναφέρω ένα παράδειγμα του τι εννοώ, λέω ότι συντάσσομαι με τον Καθηγητή της Ηθικής Φιλοσοφίας, Στέλιο Βιρβιδάκη, που σε κάποιο δημοσίευμά του, είχε αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν να συζητάει ένα κομμάτι της Αριστεράς, αλλά και να διαβάζει το ευρύ αναγνωστικό κοινό, τον Ζίζεκ, ενώ πέρασε απαρατήρητη η ελληνική έκδοση ενός πολύ ωραίου μικρού δοκιμίου με τίτλο, «Γιατί όχι σοσιαλισμός;», του Gerald-Allan Cohen, του πιο σημαντικού ίσως μαρξιστή αναλυτικού φιλοσόφου της τελευταίας τριακονταετίας. Μπορεί, επίσης, να απορήσει κανείς πώς το «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς», που είναι το think-tank του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει φροντίσει ακόμη, να εκδώσει στα ελληνικά την καλύτερη πνευματική βιογραφία του Νίκου Πουλαντζά, αυτήν που έγραψε ο Bob Jessop. Ενδεικτική είναι, ακόμη, η αγνόηση του έργου του Κώστα Παπαϊωάννου και της τόσο προορατικής του κριτικής στον σοβιετικό ολοκληρωτισμό από μεγάλο μέρος της Ελληνικής Αριστεράς, ενώ ο Κορνήλιος Καστοριάδης μελετάται, κυρίως, από τους αναρχικούς και τους ελευθεριακούς, και λιγότερο από τους λοιπούς αριστερούς και τους φιλελεύθερους (κι όμως, το αίτημα αυτονομίας, που αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του έργου του, θα μπορούσε να αποτελέσει την ευκαιρία για τη διεξαγωγή ενός πολύ ενδιαφέροντος «διαλόγου» ανάμεσα στους ελευθεριακούς και αναρχικούς της Αριστεράς και τους libertarians της Δεξιάς, ιδίως τους αναρχοκαπιταλιστές!). Σταματώ εδώ την ανάλυση του πρώτου λόγου αποτυχίας της Κεντροαριστεράς να συγκινήσει με τις ιδεολογικές της αναζητήσεις τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, επαναλαμβάνοντας ότι αυτός οφείλεται στο ότι οι όντως ενδιαφέρουσες και πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα θεωρητικές συζητήσεις περί φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας παραμένουν ακαδημαϊκές, χωρίς τα συμπεράσματά τους –τουλάχιστον- να «διαχέονται» προς τα κάτω και να επηρεάζουν την ιδεολογία των κομμάτων, τις αντιλήψεις των εργατικών και επαγγελματικών συνδικάτων, κ.λπ. Κάποια καλά δημοσιογραφικά κείμενα, με αυτή την θεματολογία, στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο αποτελούν απλώς εξαιρέσεις και δεν έχουν απήχηση πέραν ενός κύκλου διανοουμένων.

Δεύτερον, περνώντας από το «υψηλό» και «αφηρημένο» (abstract) επίπεδο της πολιτικής θεωρίας στο επίπεδο των πρακτικών προτάσεων, υποστηρίζω ότι, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, οι 58 και οι συνομιλητές τους έχουν καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις. Το κακό είναι ότι αποτελούν, κατά κύριο λόγο, προτάσεις μεμονωμένων επιστημόνων κι όχι προτάσεις ενός πολιτικού φορέα (γι’ αυτό επιμένω στην ανάγκη ταχύτατου συγκερασμού των διαφορετικών πολιτικών προτάσεων σε πρόγραμμα ενός και μόνον πολιτικού σχηματισμού, εάν δεν είναι ήδη πολύ αργά για να προκληθεί το ανάλογο ενδιαφέρον στο εκλογικό σώμα!). Για παράδειγμα, αναφέρω ότι ο Νίκος Αλεβιζάτος έχει ήδη καταθέσει ενδιαφέρουσες προτάσεις για κρίσιμες αλλαγές στους θεσμούς της πολιτειακής μας ζωής, μέσα από το βιβλίο του, «Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;». Ο Χρήστος Ροζάκης διαθέτει όχι μόνον την θεωρητική γνώση ζητημάτων του Διεθνούς Δικαίου και της εξωτερικής πολιτικής αλλά και την αντίστοιχη εμπειρία από τη διεθνή δικαστηριακή πρακτική (βλ., για παράδειγμα, το τελευταίο του βιβλίο, «Η αποκλειστική οικονομική ζώνη και το Διεθνές Δίκαιο»). Ο Τάσος Γιαννίτσης στο βιβλίο του, «Η Ελλάδα στην Κρίση», αφού εξηγεί τους λόγους που οδηγηθήκαμε στην κρίση, εισηγείται, στο τέλος, τρόπους και μεθόδους για την έξοδο της χώρας από την παρούσα θλιβερή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση. Υπάρχουν κι άλλες συγκεκριμένες προτάσεις των 58 και των συν αυτοίς για αντίστοιχους τομείς της εφαρμοσμένης πολιτικής. Ακόμη, οι της Κεντροαριστεράς θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν προτάσεις ανθρώπων με ευρύτερο ακαδημαϊκό και κοινωνικό κύρος, παρότι αυτοί δεν συμμετέχουν στις τωρινές τους συζητήσεις, όπως είναι αυτές του Ομότιμου Καθηγητού της Ιατρικής Αθηνών, Χαράλαμπου Μ. Μουτσόπουλου, για τη διάσωση του δημόσιου τομέα της Υγείας, οι οποίες περιέχονται στο βιβλίο του, «Απόψεις – Για αυτιά που δεν ακούν…». Τέλος, οι συζητούντες κεντροαριστεροί δεν πρέπει να προσπερνούν -με ασύγγνωστη, κατ’ εμέ, βιασύνη- τα όσα, με την αρθρογραφία τους, επισημαίνουν, ως αναγκαίους όρους για τη διάσωση και αναστύλωση της χώρας, πολιτικοί του ηθικού αναστήματος και της διοικητικής επάρκειας του Αλέκου Παπαδόπουλου και του Γιώργου Φλωρίδη, μόνον και μόνον επειδή ούτε αυτοί οι δύο συμμετέχουν στην κίνηση των 58 ή σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι οι επιμέρους κεντροαριστεροί έχουν συγκεκριμένες προτάσεις, η Κεντροαριστερά, όμως, ως ενιαίος πολιτικός φορέας, δεν έχει! Ελπίζω να αποκτήσει εγκαίρως!

Τρίτον και κυριότερο, η Κεντροαριστερά, ακόμη και να εξέλειπαν οι δύο προαναφερθέντες λόγοι που εμποδίζουν να γίνουν γνωστές στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα η ιδεολογία της και οι συγκεκριμένες της προτάσεις εφαρμοσμένης πολιτικής, θα αντιμετώπιζε το μέγα πρόβλημα της πολιτικής αναξιοπιστίας κάποιων προσώπων που επιθυμούν να τεθούν υπό τη σημαία της και ευαγγελίζονται την ιδεολογία της. Κι εκεί τελειώνει κάθε συζήτηση για πολιτική κι εκλογική της επιτυχία! Εκτός εάν αποφασίσει να παρουσιαστεί στον ελληνικό λαό με πρόσωπα που, ανεξαρτήτως ηλικίας ή πολιτικής προϋπηρεσίας, είναι εγνωσμένου ηθικού κύρους και κοινωνικής αναγνώρισης.

Κλείνω το κείμενό μου με μια πιο γενική παρατήρηση. Πολλά καταλογίζονται στον Ανδρέα Παπανδρέου για τα σημερινά δεινά της χώρας, παρότι πέθανε πολλά χρόνια πριν, το 1996. Ορισμένα από αυτά δικαίως, άλλα αδίκως. Ίσως επειδή ήταν τόσα πολλά τα πνευματικά του εφόδια και τόσο μεγάλες οι ηγετικές του ικανότητες, να πρέπει να είναι, όντως, αυστηρή η κρίση της Ιστορίας για εκείνον, κυρίως για όσα παρέλειψε να κάνει για να καταστήσει την Ελλάδα ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Ένα, όμως, πρέπει, τουλάχιστον, να του αναγνωρίσουμε. Ένωσε, το 1974, τις δυνάμεις του κεντρώου και κεντροαριστερού χώρου σε ένα νέο δυναμικό πολιτικό φορέα, το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ηγεμόνευσε στην πολιτική ζωή του τόπου, επί πολλά χρόνια (με θετικό έργο αλλά και τεράστια λάθη και παραλείψεις). Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ, στην παρούσα του μορφή, δεν μπορεί να συγκινήσει τον ελληνικό λαό. Μια ομάδα διανοουμένων, μαζί με κάποια μικρά κόμματα και πολιτικές κινήσεις, ανέλαβαν την ιστορική πρωτοβουλία να ανασυγκροτήσουν τη μεγάλη αυτή παράταξη. Η παράταξη αυτή οφείλει να έχει στόχο την αναγέννηση της Ελλάδας, γεγονός που με παραπέμπει στις υποχρεώσεις που ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν ήρθε στην Αθήνα από την Κρήτη, για να αναλάβει την Πρωθυπουργία, ύστερα από πρόσκληση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», το 1909. Μακάρι, για το καλό της πατρίδας, οι 58 και οι συν αυτοίς να επιτύχουν στο έργο τους. Εάν αποτύχουν, η παράταξη της Κεντροαριστεράς θα πρέπει να περιμένει «να ωριμάσουν οι συνθήκες» -που θα έλεγαν και οι μαρξιστές- για την ανασύνταξή της. Η βάση της, ο απλός κόσμος που πιστεύει στην ανάγκη ύπαρξης ενός μεσαίου πολιτικού χώρου, υπάρχει στην κοινωνία και θα αγωνιστεί επίμονα, ώσπου να βρει εντέλει την ορθή πολιτική του έκφραση.