Περί διαβούλευσης και προοπτικής της Ανάπτυξης

Αντώνης Ζαΐρης 25 Ιαν 2016

Η αγορά, οι παραγωγικές τάξεις και ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας αναμένουν από την κυβέρνηση να απαντήσει επιτέλους στο ερώτημα τι μπορεί να κάνει για να πάει τη χώρα μπροστά; και τι δεν μπορεί να κάνει; και αυτό που δεν μπορεί να κάνει να το αναθέσει σε άλλους φορείς που μπορούν να το κάνουν και ας κάνει αυτό το μπορεί.

Ποιό είναι,αν υπάρχει., το σχέδιο ανάπτυξης για την επόμενη δεκαετία !!! Μελέτες προ τετραετίας της Μc Kinsey, του ΙΟΒΕ και του ΚΕΠΕ, επισημαίνουν τους θεματικούς τομείς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό ωστόσο από μόνο του δεν λέει τίποτα, αφού πρέπει πρώτα εμείς να ανασκουμπωθούμε και να το κάνουμε πράξη. Από τα μεγαλύτερα προβλήματα που ταλανίζουν τον κοινωνικό ιστό και αποδιαρθρώνουν την οικονομική συνοχή της χώρας συνεχίζουν να είναι η παραοικονομία,η φοροδιαφυγή των 30 δις ευρώ ετησίως και η εισφοροδιαφυγή με απώλειες εσόδων τουλάχιστον 8 δις για τα ταμεία λόγω της εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας,σύμφωνα με προβλέψεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Οι στρατηγικές πολιτικές αποφάσεις που αφορούν την ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι μετέωρες, στο «περίπου.» ή «βλέποντας και κάνοντας.» αλλά συγκεκριμένες, μελετημένες και προσανατολισμένες σε στόχους.

Κατά τα άλλα ,η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια διασφάλισης της δημοσιονομικής σταθερότητας παρεμβαίνει με μέτρα περικοπής συντάξεων και παροχών γύρω στα 2 δις ευρώ και αυξήσεις φορολογικών βαρών της τάξης των 3 περίπου δις. Οι καθυστερήσεις στην ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών πχ COSCO,ΤΡΑΙΝΟΣΕ  και η συνεχιζόμενη στρατηγική αποεπένδυσης τορπιλίζει τα θεμέλια της οικονομίας. Σημειωτέον ότι οι επενδύσεις πριν το 2008 έτρεχαν με 50 δις ετησίως ,ενώ τα χρόνια της κρίσης μέχρι και σήμερα ετησίως μετά βίας φθάνουν τα 20 δις ,οι δε αποσβέσεις αγγίζουν τα 32δις με αποτέλεσμα η διαφορά να ερμηνεύεται ως αποεπένδυση.

Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη πενταετία χρειαζόμαστε επενδύσεις της τάξεως των 100δις ευρώ συνολικά.

Δεν περιποιεί τιμή για τη χώρα να φεύγουν ελληνικές επιχειρήσεις εκτός Ελλάδος και να αναζητούν άλλους τόπους δραστηριοποίησης ώστε να αποφύγουν την υψηλή φορολογία.

Από την άλλη,  οι πολιτικοί στη χώρα μας ,μας έχουν συνηθίσει να κάνουν αυτό που δεν μπορούν και όχι αυτό που πιθανόν μπορούν, γι αυτό και η χώρα έχει οδηγηθεί σε πλήρη αποτελμάτωση.

Αυτή τη στιγμή για παράδειγμα λείπει ένα ρεαλιστικό σχέδιο ανάπτυξης για τη χώρα ,και δεν υπάρχει γιατί ,αντί να το βασίσουν οι Πολιτικοί μας στις 3 ρεαλιστικές παραμέτρους που θα συμβάλλουν στην αύξηση πλούτου και που είναι οι επενδύσεις,οι εξαγωγές και η κατανάλωση, το βασίζουν στην αοριστολογία περί ανασυγκρότησης  του παραγωγικού ιστού της χώρας, αναδιάρθρωσης του οικονομικού μοντέλου και άλλου είδους  πολιτικές  μπουρδολογίες και «φούμαρα για μεταξωτές κορδέλλες.».

Εάν πάντως η όποια ανάπτυξη ,που προς το παρόν ούτε αυτή φαίνεται ,είναι τεμπέλικη και δεν έχει μέσα της δυναμισμό τότε θα μας προλάβουν οι βαρειές υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους.

Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην ιδιωτική παραγωγική οικονομία δεν είναι συνάρτηση μόνο διαρθρωτικών αλλαγών αλλά και μειωμένων συντελεστών φορολόγησης και χαμηλών εργοδοτικών εισφορών και κυρίως πολιτική κλίματος, ικανού να προσελκύσει επενδύσεις

Καλή λοιπόν η διαβούλευση αλλά η στρατηγική δε διαμορφώνεται με βάση το τι σου λέει ο ένας και ο άλλος. Η την έχεις ή δεν την έχεις. Και σε κάθε περίπτωση πάντως προηγείται η διαβούλευση της διαμόρφωσης πολιτικής στρατηγικής όταν αυτό προϋποθέτει ότι έχει συντελεστεί ευρεία και ανοιχτή διαβούλευση με τους φορείς και τους κοινωνικούς εταίρους, βαθιά ζύμωση και διεξοδική συζήτηση με την κοινωνία για τα επίμαχα ζητήματα της κοινωνίας και της οικονομίας όπου τελικά καταλήγουν σε διαμορφωμένες προγραμματικές προτάσεις των κομμάτων και ανοίγουν το δρόμο στα κόμματα που είναι στην κυβέρνηση να στοιχειοθέτησουν και να επικοινωνήσουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική με συγκεκριμένες στρατηγικές στοχεύσεις. Η στρατηγική λοιπόν και οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που εμπεριέχονται σε αυτήν εκπορεύονται και εντάσσονται στο πλαίσιο ενός φιλόδοξου και ρεαλιστικού πολιτικού προγράμματος που οφείλει να έχει μια σύγχρονη διακυβέρνηση.

Πολιτική είναι δύο πράγματα διαχείριση των προσδοκιών και διαχείριση του χρόνου. Και σήμερα δεν υπάρχει χρόνος είμαστε στο σημείο μηδέν, η δε διαχείριση  προσδοκιών έχει πολιτικό κόστος αφού οι πολίτες δεν παραμυθιάζονται πια και εμφανίζουν αλματώδη διακομματική κινητικότητα. Όσον αφορά τώρα τις αδιέξοδες συζητήσεις περί κεντροδεξιάς Κεντροαριστεράς, ιδεολογίας  ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και κομματικού πατριωτισμού πρόκειται για ανοησίες υπερθετικού βαθμού. Ο βηματισμός της κοινωνίας πάει αλλού και οι πολιτικοί το χαβά τους. Η κοινωνία προπορεύεται και η πολιτική ακολουθεί ασθμαίνοντας.