Αυτοί που στρέφονται στη Χρυσή Αυγή δεν είναι ρατσιστές τύπου Ku Klux Klan, αλλά απλοί άνθρωποι, υπερβολικά φτωχοί για να μετακομίσουν από υποβαθμισμένες γειτονιές τύπου Άγιου Παντελεήμονα, οι οποίοι ζουν καθημερινά στον τρόμο (ή είναι οι ίδιοι θύματα) μιας άγριας εγκληματικότητας. Μιλάω με αριστερούς φίλους, πολυπολιτισμικούς φοιτητές και γενικώς με άτομα υπεράνω υποψίας (για ρατσισμό), που μένουν εκεί οι ίδιοι ή οι γονείς τους, και οι οποίοι έχουν φρικάρει εντελώς με όσα τους συμβαίνουν.
Η Χρυσή Αυγή προφανώς δεν είναι λύση. Είναι μέρος του προβλήματος. Με τη σειρά της τρομοκρατεί μετανάστες – και συχνά εγκληματεί σε βάρος τους. Σημειωτέον ότι συνήθως πρόκειται για μετανάστες που κατοικούν ή έχουν μαγαζιά στις γειτονιές αυτές (συνεπώς είναι απίθανο να κινδυνεύουν από αυτούς οι υπόλοιποι κάτοικοι). Όμως η Χρυσή Αυγή ταυτόχρονα περιπολεί στους δρόμους, κατά κάποιον τρόπο πουλάει προστασία, και γενικώς έχει ιδιοποιηθεί λειτουργίες του κράτους. Φυσικά σε στυλ vigilante αντί για κανονική αστυνομία.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Λίγα πράγματα.
Πρώτον, να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα όπως αυτό υφίσταται πραγματικά. Η υπεροπτική καταγγελία στο όνομα ενός ρηχού «αντιρατσισμού» – ιδίως όταν προέρχεται από εμάς που μένουμε σε καλύτερες γειτονιές – είναι ηθικά απαράδεκτος και πρακτικά αντιπαραγωγικός.
Δεύτερον, να το δούμε ως ακραία εκδοχή της διάχυτης ανομίας και της ακαταλληλότητας της αστυνομίας όπως αυτή λειτουργεί σήμερα. Εάν δεν φτιάξουμε ένα αποτελεσματικότερο κράτος δικαίου, εάν δεν βάλουμε στόχο να αποκαταστήσουμε τη νομιμότητα παντού (από τα πανεπιστήμια μέχρι τις συνοικίες γκέτο), δεν θα καταφέρουμε τίποτε.
Τρίτον, να δεχθούμε ότι παρότι μακροπρόθεσμα η λύση ενδεχομένως είναι η ανάπτυξη, εν τω μεταξύ θα χρειαστούμε καλύτερη αστυνόμευση, καλύτερη φύλαξη των συνόρων, καλύτερη μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική που να συνδυάζει τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών με την ειλικρινέστερη προσπάθεια ένταξης όσων επιλέγουν (και επιλέγουμε και εμείς) να ενταχθούν στην κοινωνία μας.