Η ψήφος στην ακροδεξιά δεν είναι επιλογή, αποτελεί αντίθετα επί της ουσίας, το τέλος των επιλογών.
Για πολλά χρόνια το πολιτικό σύστημα αγνόησε τα σωρευμένα προβλήματα που δημιουργούσε η αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Οι πόλεμοι στο Ιράκ και το Αφγανιστάν αύξησαν αυτές τις ροές, ενώ η Ελλάδα βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο, αφού από τη μια ήταν σαφές ότι δεν αποτελούσε χώρα τελικού προορισμού, αλλά διαμετακομιστικός κόμβο μεταξύ Ασίας, Αφρικής και Δυτικής Ευρώπης. Και από την άλλη, για να εξασφαλίσουμε την «ελεύθερη διακίνηση» των δικών μας υπηκόων, αφήσαμε την καταγγελία του καθεστώτος Δουβλίνο ΙΙ στην ακροδεξιά. Ο λαϊκισμός περί «ανικανότητας» ελέγχου των συνόρων εδώ ήταν προφανής, αφού ούτε οι ΗΠΑ, ούτε καμία χώρα στον κόσμο, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για μια χερσόνησο με τα πιο εκτεταμένα θαλάσσια σύνορα στην Ευρώπη, μπορεί με κατασταλτικά μέσα και μόνο να ανακόψει ανθρώπους αποφασισμένους να ξεφύγουν από τη φρίκη του πολέμου και των απολυταρχικών καθεστώτων.
Για χρόνια, η Ελλάδα άφηνε το πρόβλημα να λυθεί «από την αγορά». Μόλις δημιουργήθηκε η πρώτη μαγιά ενός μεταναστευτικού γκέτο, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο (βλ. Αστόρια), οι μετανάστες συγκεντρώθηκαν στις περιοχές όπου η έννομη τάξη είχε αποδεχτεί την ήττα της και μπορούσαν να στηριχθούν σε εθνοτικά κοινωνικά δίκτυα προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτό είναι θεμιτό. Δεν είναι όμως θεμιτό ότι όλοι εμείς, αποδεχτήκαμε για πολλά χρόνια ότι χιλιάδες μετανάστες, για τους οποίους δεν είχαμε χώρους υποδοχής, μπορούν να στοιβάζονται σε ένα με δύο συγκεκριμένα τμήματα της πρωτεύουσας και ότι κλείσαμε τα μάτια στο γεγονός ότι πολλοί θησαυρίζουν νοικιάζοντας ακίνητα σε άθλια κατάσταση «με το κεφάλι». Δεν είναι θεμιτό ότι είπαμε έμμεσα στους γείτονές τους ότι «εάν δε σας αρέσει αυτή η κατάσταση, μπορείτε να φύγετε», εκτός βέβαια εάν δε μπορείτε. Δεν είναι θεμιτό ότι αποδεχτήκαμε το γεγονός ότι μια τάξη ξαφνικά γέμιζε κατά 70% με μαθητές που η πρώτη τους γλώσσα δεν είναι τα ελληνικά, χωρίς ο εκπαιδευτικός να γνωρίζει τι να κάνει, λέγοντας έμμεσα σε απελπισμένους γονείς ότι «εάν δε σας αρέσει αυτή η κατάσταση, μπορείτε να φύγετε, εκτός βέβαια εάν δεν μπορείτε».
Συνεπώς, σε συγκεκριμένα σημεία της πρωτεύουσας, αλλά και της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας, έμειναν όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν. Και οι μετανάστες έμεναν στη ζώνη του λυκόφωτος, σε παράνομες συνθήκες διαβίωσης, που γίνονταν ανεκτές, όπως άλλωστε και οι οίκοι ανοχής. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα παράδοσης της ελληνικής έννομης τάξης σε όσους εκ του πονηρού αυτοπροτάθηκαν ως υπερασπιστές της ασφάλειας. Δεν είναι λίγες οι καταγγελίες ότι τα ίδια τα όργανα της τάξης έδιναν τα τηλέφωνα της Χρυσής Αυγής, όταν ένας ιδιοκτήτης έκανε καταγγελία παράνομης κατάληψης του ακινήτου του, προκειμένου να επιληφθεί κάποιος «χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις». Δεν είναι λίγες οι καταγγελίες ότι η κατάληψη χώρων αναψυχής και δημοτικών υποδομών από «προστάτες» της ακροδεξιάς, έγιναν μπροστά στα μάτια της αστυνομίας και με την ανοχή των δημοτικών αρχών, χωρίς, δυστυχώς, να εξαιρείται και η σημερινή.
Στο μεταξύ, ρόλο έπαιξαν και πολλά ΜΜΕ, που χωρίς να εξετάζουν τα οφέλη που κόμιζαν κάθε είδους ιδιοκτήτες και «προστάτες» του αθηναϊκού κέντρου, επαινούσαν «πρωτοβουλίες πολιτών», αναμασώντας τη γνωστή και λαϊκίστικη διαβεβαίωση ότι «η ελληνική κοινωνία δεν είναι ρατσιστική», αντιμετωπίζοντας το ρατσισμό ως ασθένεια και όχι ως κοινωνικό φαινόμενο. Με άλλα λόγια, το κράτος, τα ΜΜΕ και η τοπική αυτοδιοίκηση, έχουν ευθύνη για τη «μαγιά» που έθρεψε την πολιτική βάση της Χρυσής Αυγής. Σε συνθήκες κοινωνικής αποσάθρωσης, η Χρυσή Αυγή χτυπά τώρα και την πόρτα του Κοινοβουλίου. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
Σημαίνει καταρχήν ότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία έχουν απενοχοποιηθεί, όπως προκύπτει και από το μήνυμα του «κεντροδεξιού», αστικού και θεοσεβούμενου κ. Σαμαρά, που μιλά με όρους πολεμικούς για «ανακατάληψη των πόλεων». Σημαίνει ότι ο Λ.Α.Ο.Σ είναι σε δύσκολη θέση, αφού ως αστική εκδοχή της ακροδεξιάς πρέπει, από τη μια να αποκηρύσσει «πρώην συντρόφους» στο όνομα της δημοκρατίας και από την άλλη, να μιλά για νομιμοποίηση της οπλοφορίας. Σημαίνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενος θα πρέπει να ανεχτεί στη δημόσια τηλεόραση φασιστική και αντικοινοβουλευτική ρητορική, αφού τα μέλη των κοινοβουλευτικών κομμάτων έχουν εξασφαλισμένη παρουσία, χωρίς μάλιστα να ενοχοποιούνται οι παρουσιαστές που πάντα ήθελαν την αύξηση της τηλεθέασής τους, δεδομένου ότι εφεξής, το να προβάλλουν το φασισμό, θα είναι και θεσμική τους υποχρέωση. Σημαίνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενος θα πληρώνει επαγγελματίες προστάτες, των οποίων το ποινικό μητρώο θα έχει πάντα ενδιαφέρον, για να πληρώνουν γραφεία και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στα πλαίσια μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας. Μια δημοκρατία που σε κάθε περίπτωση καταγγέλλουν. Τέλος, σημαίνει ότι όλοι μας πρέπει να αναρωτηθούμε τι θα συμβεί εάν μπει στη Βουλή των Ελλήνων ένα κόμμα, του οποίου οι βουλευτές χαιρετίζουν ναζιστικά το πανελλήνιο, όπως έκανε ο κ. Μιχαλολιάκος στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων.
Η προοδευτική παράταξη αυτού του τόπου, έχει ευθύνες γι’ αυτό το θεσμικό αδιέξοδο. Διότι, πρέπει να έχουμε μια ανοικτή κοινωνία. Αλλά πρέπει επίσης να έχουμε δημόσια σχολεία που συμβάλλουν στην κοινωνική κινητικότητα του πληθυσμού, γεγονός που δεν μπορεί να επιτευχθεί με τάξεις που έχουν 70% πληθυσμό μεταναστών. Και κανείς δεν πρότεινε να μοιραστεί το βάρος της κοινωνικής ένταξης σε πολλές γειτονιές, ή εάν το πρότεινε, δεν εισακούσθηκε. Διότι, πρέπει να έχουμε μια ανοικτή κοινωνία, αλλά αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί σε μια γειτονιά όπου η αστυνομία δε συλλαμβάνει επειδή «δεν ξέρει πού να τους πάει», ή επειδή η Χρυσή Αυγή «εκφράζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα». Αλλά κανείς δε μίλησε για την ανάγκη σοβαρών χώρων υποδοχής, με συγκεκριμένες προδιαγραφές, αλλά μόνο για «ξερονήσια» και «στρατόπεδα συγκέντρωσης». Κανείς δεν είπε ότι το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» στην Ελλάδα, δεν μπορεί να περιλαμβάνει μαχαιρώματα, ξυλοδαρμούς, πίσσα και πούπουλα. Διότι, πράγματι, το να διολισθαίνει η δημοκρατία μας σε λογικές αποδιοπομπαίου τράγου, είναι τραγικό. Αλλά δημόσιες συλλήψεις ατόμων που θησαυρίζουν από την ενοικίαση χώρων «με το κεφάλι», δεν έγιναν. Αντίθετα, η ερευνητική ματιά των δημοσιογράφων μας εξαντλήθηκε στο γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή «είναι μια κάποια λύση», όπως άλλωστε και οι βάρβαροι.
Δεν είναι ακόμα αργά να υπερασπιστούμε την τάξη του νόμου και της δημοκρατίας μας. Ποια άλλη επιλογή έχουμε; Αλλά πρέπει να δώσουμε πειστικές προοδευτικές απαντήσεις σε αυτούς που σήμερα έχουν γίνει βορά στα χέρια κάθε είδους προστάτη, αφού δεν μπορούν να βρουν καταφύγιο σε γειτονιές όπου «το πρόβλημα» απλά δεν υφίσταται. Πρέπει, επίσης, επιτέλους να ακούσουμε προσεκτικά τους κατοίκους αυτών των περιοχών, που εκτός από το να προσφέρουν αλληλεγγύη στον μετανάστη συνάνθρωπό τους, αντιστάθηκαν στις φασιστικές προστατευτικές σειρήνες, πράγμα που δεν έγινε μέχρι σήμερα ούτε από την υφιστάμενη δημοτική αρχή. Αντίθετα, δίπλα τους βρέθηκε η κατά τα άλλα συντηρητική εκκλησία! Και εάν οι μόνες απαντήσεις που έχουμε σε όλα αυτά τα αδιέξοδα προϋποθέτουν «μια συνολικότερη εκτίμηση του καπιταλιστικού συστήματος», τότε πρέπει και οι προοδευτικοί διανοητές αυτού του τόπου να έρθουν αντιμέτωποι με τις συνέπειες του υπαρκτού στρουθοκαμηλισμού. Οι ψύχραιμες λύσεις που αφορούν το σήμερα είναι μια άχαρη ενασχόληση, που πάντως πρέπει να αναλάβουμε, πριν να την αναλάβουν άλλοι, «λιγότερο ψύχραιμοι» προστάτες-φασίστες. Και εάν οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την αλήθεια, το έργο αυτό σύντομα θα γίνει δυσκολότερο.