Περί «βρώμικου 89» και άλλων τινών…

Νικηφόρος Αντωνόπουλος 01 Ιουλ 2020

Με τον τίτλο, «βρώμικο 89» - και με αυτήν ορθογραφική εκδοχή - πέρασε στην ιστορία μια από τις πλέον επίμαχες όσο και ιδιαίτερα οξυμένες περιόδους της μεταπολιτευτικής πολιτικής ιστορίας: η περίοδος 1988 – 1990, που χαρακτηρίστηκε από το υπαρκτό Σκάνδαλο Κοσκωτά - που δεν ήταν απλώς ένα οικονομικό σκάνδαλο, από τα τόσα που αναφύονται κατά διαστήματα, αλλά είχε έντονη πολιτική εμπλοκή - και ολοκληρώθηκε με την κυβερνητική συνεργασία δύο ιστορικά αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων: την δεξιά, που εκπροσωπούσε η Νέα Δημοκρατία με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και την αριστερά, που εκπροσωπούσαν το ΚΚΕ με ηγέτη τον Χαρίλαο Φλωράκη και η Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) με επικεφαλής τον Λεωνίδα Κύρκο, που συνεργάστηκαν στο πολιτικό σχήμα του Συνασπισμού.

Αλλά βέβαια δεν ήταν απλώς η συνεργασία σε κυβερνητικό επίπεδο της αριστεράς με την δεξιά αυτό που προσέδωσε στην ιστορία τον επιθετικό χαρακτηρισμό «βρώμικο».

Το επίμαχο ήταν ο στόχος αυτής της συνεργασίας, που δεν ήταν άλλος από την εκκαθάριση κυρίως του σκανδάλου Κοσκωτά – γιατί υπήρχαν και άλλες σκανδαλώδεις υποθέσεις – και το οποίο βάρυνε όχι μόνο κάποια μέλη της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, αλλά έφθανε ως την κορυφή, τον πρωθυπουργό και ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου. Όπως βέβαια υπήρχε και η μη ομολογημένη πρόθεση και των δυο κομμάτων, με αφορμή ή και ευκαιρία τα σκάνδαλα, να πλήξουν τον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και «να ξεμπερδεύουν με το Κίνημα»...

Μίλησα στην αρχή για «τίτλο». Και κυριολεκτούσα, καθώς πρόκειται για δημοσιογραφικής έμπνευση τίτλο με τον οποίο κάλυψε η εφημερίδα Τα Νέα μια πολυήμερη έρευνα για το πώς ΝΔ και ΣΥΝ ή πιο σωστά Μητσοτάκης – Φλωράκης και Κύρκος έφτασαν σ? αυτή τη συνεργασία – «ανίερη» ήταν ως εκείνη τη στιγμή ο χαρακτηρισμός της – και κυρίως σε τι στην πραγματικότητα αποσκοπούσε.

Υπεύθυνος και συγγραφέας αυτής της έρευνας ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που βοηθήθηκε από συντάκτες της εφημερίδας, οι οποίοι σε συνθήκες πλήρους μυστικότητας ανέλαβαν κάποιες συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας.

Ηδη, όμως, από τον τίτλο, γίνεται φανερό ότι δεν επρόκειτο για μια αντικειμενική έρευνα, σύμφωνα με στοιχειώδη δημοσιογραφικά κριτήρια, αλλά για μια έντονα πολιτικά και συναισθηματικά φορτισμένη, καθαρά υποκειμενική εργασία, που αποσκοπούσε στο να δικαιολογήσει τον τίτλο: «Το Βρώμικο 89».

Σύμφωνοι, δεν είναι κάτι που πρώτη φορά γίνεται στην ιστορία της δημοσιογραφίας. Στην εποχή μάλιστα της «τηλεοπτικής δημοσιογραφίας», το σύνηθες είναι πρώτα να βρίσκεται ο πιασάρικος τίτλος και μετά να ακολουθεί το «ρεπορτάζ» που πρέπει οπωσδήποτε να τον δικαιολογεί.

Το περίεργο είναι, ότι αυτό που έγινε ήταν στον αντίποδα της δημοσιογραφικής  αντίληψης και πρακτικής του Λέοντα Καραπαναγιώτη, καθώς δεν επρόκειτο για ένα άρθρο γνώμης, όπου ο συντάκτης του διατυπώνει με πλήρη ελευθερία τις απόψεις του, όπως τα άρθρα τα οποία καθημερινά είχε σε περίοπτη μάλιστα θέση στις σελίδες της η εφημερίδα.

Το «Βρώμικο 89» δεν ήταν άρθρο γνώμης. Ηταν έρευνα που κάλυπτε η εφημερίδα με τη δική της υπογραφή, με το δικό της κύρος, ήταν το πρώτο θέμα της εφημερίδας, που έδινε τον τόνο καθημερινά στην πολιτική αντιδικία που αναπόφευκτα ξέσπασε, έγινε η ίδια η εφημερίδα μέρος αυτής της πολιτικής αντιδικίας, σε καταφανή αντίθεση όχι μόνο με κάθε κώδικα δεοντολογίας, αλλά και με τις εγνωσμένες σε όλους μας προσωπικές θέσεις του διευθυντή μας Καραπαναγιώτη.

Το άλλο «περίεργο» αυτής της ιστορίας, είναι ότι πλην εκείνων, δυο -τριών  που είχαν μετάσχει στην έρευνα, όλοι οι άλλοι την αγνοούσαμε!

Ουδείς, πλην της μικρής ομάδας συντακτών, είχε πληροφορηθεί ή ακούσει τίποτε γι? αυτή την έρευνα που η προετοιμασία της – θα πρέπει να - κράτησε πολύ καιρό. Ακόμη και την Κυριακή πριν τη δημοσίευση της, δεν πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη βραδινή σύσκεψη για το φύλλο της επομένης. Απ? όσο θυμάμαι, μας ελέχθη κάτι σαν, «έχουμε θέμα, δεν χρειάζεται να τα πούμε» και τελειώσαμε!

Το «θέμα» το είδα κι εγώ, αρχισυντάκτης του πολιτικού ρεπορτάζ της εφημερίδας, την επομένη να καλύπτει όλη την 1η σελίδα με τον βαρύ τίτλο «Το Βρώμικο 89» να σφραγίζει ως αμετάκλητη καταδίκη την πολιτική συνεργασία της αριστεράς με την δεξιά και αφήνοντας στο περιθώριο την αιτία αυτής της συνεργασίας: το πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο Κοσκωτά.

Χωρίς αυτή τη συνεργασία, χωρίς δηλαδή σχηματισμό κυβέρνησης (θυμίζω: ΝΔ με 44,5% είχε 145 βουλευτές, ΠΑΣΟΚ με 39,15% 129 βουλευτές και ΣΥΝ με 13,12% και 28 βουλευτές, να είναι ρυθμιστής της κατάστασης) το σκάνδαλο, όπως και άλλα, (τηλεφωνικές υποκλοπές, γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι, που χαρακτηρίστηκε ελληνικό για να πάρει εοκικές επιδοτήσεις!) θα είχε παραγραφεί.

Ναι, αλλά δεν θα μπορούσε ο αριστερός Συνασπισμός να σχηματίσει κυβέρνηση με το «συγγενές σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ, όπως του είχε προταθεί και μάλιστα όχι με τον Ανδρέα Παπανδρέου πρωθυπουργό, αλλά με τον Κωστή Στεφανόπουλο, που είχε εκλεγεί ως επικεφαλής της Δημοκρατικής Ανανέωσης (ΔΗΑΝΑ), όπως είχε προτείνει στους εκπροσώπους του Συνασπισμού ο Ακης Τσοχατζόπουλος, εκ μέρους φυσικά του Α. Παπανδρέου;

Ασφαλώς και θα μπορούσε. Μόνο που πέραν του «πολιτικά ανήθικου», να τίθεται εκτός ο νικητής των εκλογών και να αγνοείται η θέληση των ψηφοφόρων να υπάρξει κάθαρση, η υπόθεση «σκάνδαλα» θα είχε παραγραφεί, θα είχε κλείσει, απλώς με την αυτονόητη «ανάληψη της πολιτικής ευθύνης» από τον Ανδρέα Παπανδρέου και παραπομπή σε δίκη μόνο του Κοσκωτά!

Ωσάν αυτός, χωρίς καμία πολιτική κάλυψη, αλλά και συγκεκριμένη βοήθεια από τον Μένιο Κουτσόγιωργα, νούμερο δύο της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και προσωπικό φίλο του Ανδρέα Παπανδρέου, να είχε μπει από μόνος του στην Τράπεζα Κρήτης και «διαχειριζόταν» τις καταθέσεις των ιδιωτών αλλά και των δημόσιων Οργανισμών που επιλεκτικά κατευθύνονταν σ? αυτήν, για να δημιουργήσει εκ του μηδενός ένα δημοσιογραφικό συγκρότημα, εκδίδοντας εφημερίδες και περιοδικά και αγοράζοντας ακόμη και την Καθημερινή, στρέφοντας έτσι μια παραδοσιακή δεξιά εφημερίδα στην επιρροή του ΠΑΣΟΚ, για να αφήσουμε στην άκρη και την είσοδό του στο ποδόσφαιρο με την αγορά του Ολυμπιακού, τον οποίο ενδυνάμωσε με μεγάλα ονόματα Ελλήνων και ξένων ποδοσφαιριστών!

(Αξέχαστες είναι οι σκηνές που διαδραματίστηκαν στην πλατεία, έξω από το Δημαρχείο του Πειραιά, με χιλιάδες οπαδούς να παραληρούν στη θέα του Ούγγρου άσου Ντέταρι τον οποίο τους παρουσίασε ο Δήμαρχος Ανδρέας Ανδριανόπουλος!).

Κι εδώ καλό θα είναι να θυμίσουμε, ότι όλες οι φιλικές στο ΠΑΣΟΚ μεγάλες εφημερίδες, Τα Νέα, Το Βήμα, Ελευθεροτυπία, Εθνος ήταν που ανέδειξαν το σκάνδαλο Κοσκωτά και τις πολιτικές διαστάσεις του σε κυρίαρχο θέμα και ζητούσαν επιτακτικά την εκκαθάριση του για να φύγει το βαρύ νέφος που επί μήνες είχε επικαθήσει στην πολιτική ζωή του τόπου.

Να θυμίσω εδώ απλώς τις δηλώσεις που είχε κάνει λίγο πριν τις εκλογές του ?89 ο Μίκης Θεοδωράκης, τονίζοντας ότι, «σήμερα αυτό που δεσπόζει είναι η παλλαϊκή επιταγή για κάθαρση και εθνική συμφιλίωση», εκφράζοντας έτσι το κοινό αίσθημα που επικρατούσε σ? ένα μεγάλο μέρος του κόσμου της Αριστεράς.

Και είναι χαρακτηριστικό ακόμη αυτού του αισθήματος, το πρωτοσέλιδο της «Ελευθεροτυπίας» την επομένη των εκλογών της 18ης Ιουνίου :


·        «Λαός τιμωρός – Ο Ανδρέας έκανε νικητή τον Μητσοτάκη» ήταν ο τίτλος της κεντροαριστερής εφημερίδας, μη αφήνοντας καμία αμφιβολία για τον ποιόν θεωρούσε υπεύθυνο για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και τι ακριβώς ανέμενε να γίνει...

 

 

Αλλά και για την ίδια την Αριστερά που μιλούσε για πολιτικό σκάνδαλο και ζητούσε την εκκαθάρισή του, η συνεργασία με την ΝΔ για σχηματισμό κυβέρνησης περιορισμένης εντολής, «την κάθαρση και τη διενέργεια εκλογών σε τέσσερις μήνες», ήταν μονόδρομος.

Συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ δεν θα ήταν απλώς εκτός κλίματος αλλά και θα ερμηνευόταν ως σύμπραξη της Αριστεράς στο κουκούλωμα των σκανδάλων και «παραγραφή» ακόμη και των πολιτικών ευθυνών του Ανδρέα Παπανδρέου, τις οποίες άλλωστε ο ίδιος είχε αναλάβει, όχι μόνο με δηλώσεις, αλλά και με την απομάκρυνση από την κυβέρνηση και τα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Ιουνίου, του Μένιου Κουτσόγιωργα, για τον οποίο υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία για συμμετοχή του στο σκάνδαλο (κατάθεση 2 εκατομμυρίων δολαρίων για λογαριασμό του, μέσω του τραπεζικού λογαριασμού του στενού συνεργάτη του και γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου, Γιάννη Μαντζουράνη, όπως ο ίδιος, ο Μαντζουράνης, αποκάλυψε για να αποφύγει την δίωξη, την οποία και απέφυγε μετά από μια σύντομη προφυλάκιση).

Πολιτικό σκάνδαλο, επομένως υπήρχε. Το θέμα ήταν κατά πόσο και σε ποιο βαθμό εμπλεκόταν σ? αυτό ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ώστε πέραν των πολιτικών ευθυνών, τις οποίες αντικειμενικά είχε, να παραπεμφθεί στο Ειδικό Δικαστήριο με τις βαρύτατες κατηγορίες της «ηθικής αυτουργίας σε απιστία και το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά» – ενώ είχε προηγηθεί και άλλη παραπομπή του με την κατηγορία της «ηθικής αυτουργίας κατ εξακολούθηση στην παγίδευση και παραβίαση των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας».

Αυτό ακριβώς, η παραπομπή του πρώην πρωθυπουργού με την βαρύτατη κατηγορία της «παθητικής δωροδοκίας», ότι χρηματίστηκε, δηλαδή, από τον Κοσκωτά και μάλιστα με «μαρτυρίες» κατάφωρα ανυπόστατες, ήταν το βαρύτατο λάθος που διέπραξε η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΣΥΝ.

Λάθος, το οποίο παραδέχτηκαν στη συνέχεια τόσο ο Μητσοτάκης, με την δικαιολογία όμως ότι επέμεινε στην παραπομπή γιατί αλλιώς θα φαινόταν ανακόλουθος με όσα είχε πει εις βάρος του αντιπάλου του, όσο και οι ηγέτες του Συνασπισμού, με τον Λεωνίδα Κύρκο – που στη διάρκεια της δίκης είχε δηλώσει ότι επιθυμεί αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου καθώς δεν είχε πειστεί για τις κατηγορίες που τον βάρυναν – να λέει ότι το λάθος τους «ήταν ότι δεχτήκαμε και εμείς την ύπαρξη αποχρώντων λόγων και ενδείξεων και δεν εμβαθύναμε στο να ζητήσουμε πραγματικά, αντικειμενικά στοιχεία».

Φυσικά, η ιστορία δεν γράφεται με τις εκ των υστέρων παραδοχές ή εξηγήσεις, που μπορεί να έχουν βέβαια τη σημασία τους, αλλά δεν απέτρεψαν την αριστερά, το ΚΚΕ και τον Συνασπισμό να πληρώσουν στη συνέχεια βαρύτατο τίμημα, τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ, μετά την αθώωση του ηγέτη του, επανήλθε στην κυβέρνηση, κερδίζοντας τις εκλογές του 1993.

Οσο για το πόσο «βρώμικο» ήταν τελικά το «89», μήπως θα έπρεπε να το ξαναδούμε υπό το πρίσμα της συμμετοχής, λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο, αυτής της ίδιας «βρώμικης αριστεράς» στην επίσης «ειδικών αναγκών» Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα, μαζί με τον υπό κατηγορία ακόμη ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και τον κύριο παράγοντα του «βρώμικου 89», Κωνσταντίνο Μητσοτάκη;

Γιατί αυτό αποσιωπάται ευσχήμως;

Μήπως γιατί με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Ζολώτα το ΠΑΣΟΚ νομιμοποιούσε εντέλει τον σχηματισμό της επίσης «ειδικών αναγκών» κυβέρνηση Τζαννετάκη, το «βρώμικο 89» με λίγα λόγια;

Ή μήπως γιατί εύλογα εγέρθηκαν υποθέσεις, όπως ότι η συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ αποτελούσε κίνηση κατευνασμού – και στο … βάθος, αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου;


                                            Και από το 1989 στο 2020…

Ανατρέχοντας σ? αυτή την ιστορία, δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί και στις τωρινές απεγνωσμένες, όσο και καταγέλαστες προσπάθειες να συσχετιστεί εκείνη η περίοδος με όσα αποκαλύπτονται σήμερα για τα έργα και τις ημέρες του Σύριζα.

Με όσα έχουν μεσολαβήσει, με νωπή ακόμη τη συγκυβέρνηση της «ριζοσπαστικής» μάλιστα αριστεράς, με το ακροδεξιό, εθνικιστικό κόμμα των ΑνΕλ του Πάνου Καμμένου, δεν ηχεί εντελώς ανιστόρητος ο κομπασμός του υπεύθυνου αυτής της πράγματι παρά φύσιν συγκυβέρνησης επί τεσσεράμισι χρόνια, ότι σήμερα υφίσταται διωγμό αντίστοιχο του «βρώμικου 89», επειδή είδαν το φως της δημοσιότητας επίμαχες συνομιλίες αλλά και ενέργειες δικών του ανθρώπων, στελεχών της δικής του συγκυβέρνησης;

Κατ? αρχάς, πώς μπορεί να επικαλείται ο Αλέξης Τσίπρας το επιχείρημα, ότι τα σκάνδαλα ήταν το πρόσχημα για να χτυπηθεί το ΠΑΣΟΚ και ο ηγέτης του, όταν είναι αυτός που επι τεσσεράμισι χρόνια πολιτεύτηκε με τα άκρως διχαστικά συνθήματα: «Ή εμείς ή αυτοί» και «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»;

Τι διαφορετικό επεδίωκε ο Τσίπρας απ? ό,τι οι αντίπαλοι του ΠΑΣΟΚ το όχι και τόσο μακρινό ?89;

Επιτέλους, με τον ακροδεξιό Καμμένο και το κόμμα του συνεργάστηκαν επιδιώκοντας την «εξαφάνιση» των αντιπάλων τους και παραπέμποντας στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής δύο πρώην πρωθυπουργούς, έξι υπουργούς, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και τον  Ελληνα Επίτροπο στην ΕΕ, με βαρύτατες κατηγορίες για χρηματισμό;    

Κι εν πάση περιπτώσει, τι σχέση μπορεί να έχουν τα όσα πίσω από τις κλειστές πόρτες του πρωθυπουργικού γραφείου διαμείβονταν και διευθετούνταν μεταξύ υπουργών, ιδιωτών, εκδοτών και παραδημοσιογράφων, με όσα, σωστά ή λάθος, διεξήχθησαν το ΄89 στο φως της δημοσιότητας, με τις τότε ηγεσίες των κομμάτων να παίρνουν μέσα και από ανοιχτές διαδικασίες των κομματικών οργάνων τους – Διαρκές Συνέδριο η ΕΑΡ, Σύνοδος της Κεντρικής Επιτροπής το ΚΚΕ – τις αποφάσεις τους και να υφίστανται και τις συνέπειες τους – διασπάσεις και διαγραφές το ΚΚΕ, ισχυρές διαφωνίες και εκλογική καθίζηση ο Συνασπισμός μετά την αποχώρηση του ΚΚΕ;

Και εν τέλει, μπροστά του, στα πρώτα καθίσματα, είχε ο κ. Τσίπρας ένα εκ των πρωταγωνιστών εκείνου του ?89, τον κ. Φώτη Κουβέλη, υπουργό Δικαιοσύνης μάλιστα εκείνης της κυβέρνησης, γιατί δεν τον ρωτούσε τι έγινε πριν από 31 χρόνια;

Στην ίδια κυβέρνηση μετείχε κι ένας ακόμη υπουργός της αριστεράς, Εσωτερικών αυτός, ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού κ. Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο οποίος μάλιστα ήταν Κατήγορος στη δίκη όπου και πρότεινε την απαλλαγή του Ανδρέα Παπανδρέου από τις κατηγορίες! Αλλά πού να τον βρει ο κ. Τσίπρας τον κ. Κωνσταντόπουλο και τι να πουν και μεταξύ τους…

Τα είπε πάντως από μόνος του ο Κωνσταντόπουλος σε τηλεοπτική εκπομπή:

«Είναι πολιτική ύβρις να μιλάει ο Αλέξης Τσίπρας για νέο 89. Το να συγκρίνει τα όσα συνέβησαν τότε με τα σημερινά γεγονότα αποτελεί δυσφήμιση των αγώνων της Αριστεράς...»

 

·        Και για την ιστορία: Σαν σήμερα, 1η Ιουλίου 1989, ανακοινώθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας - Συνασπισμού, με πρωθυπουργό τον Τζανή Τζαννετάκη.