Αντιστοιχούν δύο τουρίστες σε κάθε Ελληνα φέτος, είπε η κυβέρνηση, και άρχισαν τα καλαμπούρια: «Ποιος έχει χάσει δυο Γερμανούς που περιφέρονται στη Σιθωνία;», «Είχα ζητήσει Ισπανίδες, αλλά μου ήρθαν δυο γέροι από το Βέλγιο», και άλλα τέτοια. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στην κρίση η αύξηση των επισκεπτών είναι ανακούφιση. Μόνο ο τουρισμός, από τους μεγάλους κλάδους, εισφέρει θετικά στην πορεία του ΑΕΠ και στη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου. Είναι απόλυτη ανάγκη να κρατηθεί ψηλά και να μεγαλώσει ακόμα στα επόμενα λίγα χρόνια, αν είναι εφικτό.
Oμως, αυτή η γρήγορη μεγέθυνση των τελευταίων δύο ετών με ανησυχεί. Καθώς οι άλλες παραγωγικές δραστηριότητες έχουν καθηλωθεί, η οικονομία εξαρτάται υπερβολικά από αυτόν τον έναν κλάδο, που παράγει σχεδόν το ένα τέταρτο των εξαγωγών και δημιουργεί, άμεσα και έμμεσα, περίπου το ένα έκτο του εθνικού εισοδήματος. Η «μονοκαλλιέργεια» είναι επικίνδυνη σε οποιαδήποτε μορφή. Ο δε τουρισμός έχει ιδιαίτερα στοιχεία που αυξάνουν την ανασφάλεια. Εξαρτάται πολύ από παράγοντες που δεν μπορούν να τους ελέγξουν ούτε το κράτος ούτε οι επιχειρήσεις, όπως είναι οι γεωπολιτικές διακυμάνσεις και οι τρομοκρατικές ενέργειες. Επιπλέον η εποχικότητα δημιουργεί προβλήματα. Οι εργαζόμενοι, στην πλειονότητά τους, απολύονται κάθε φθινόπωρο, δεν έχουν εργασιακή ασφάλεια και οι εργοδότες δεν μπορούν να τους προσφέρουν κατάρτιση και να τους δώσουν μακροχρόνια κίνητρα αποδοτικότητας. Το ταμείο ανεργίας επιβαρύνεται. Οι εγκαταστάσεις και υποδομές μένουν νεκρές για έξι ή εννέα μήνες, που σημαίνει ότι κοστίζουν ακριβά, και παρ’ όλα αυτά είναι ανεπαρκείς στις εβδομάδες της αιχμής.
Γίνονται προσπάθειες να προστεθούν νέες μορφές τουρισμού: συνέδρια, πεζοπορίες, πολιτιστικές διαδρομές, υπηρεσίες υγείας. Χρήσιμα είναι όλα αυτά, γιατί επιμηκύνουν τη σεζόν, διασπείρουν τους επισκέπτες σε περισσότερους τόπους και απασχολούν νέες ειδικότητες. Διατηρούν όμως το ιδιαίτερο στοιχείο του τουρισμού, που είναι η ολιγοήμερη επίσκεψη, δηλαδή μια χαλαρή σχέση με τον προορισμό που επηρεάζεται από αστάθμητους, εξωγενείς παράγοντες. Επιπλέον, μερικές από τις νέες μορφές έχουν τη δική τους έντονη εποχικότητα.
Σε κάθε επιχείρηση που μεγαλώνει έρχεται η στιγμή που πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει στην ίδια τροχιά, με τα ίδια περίπου προϊόντα σε μεγαλύτερες ποσότητες, ή αν θα αξιοποιήσει την τεχνογνωσία και τις εγκαταστάσεις της για να δημιουργήσει κάτι πολύ διαφορετικό. Ο τομέας των εξαγώγιμων υπηρεσιών έχει φτάσει σε ένα παρόμοιο σταυροδρόμι στην Ελλάδα. Αξίζει να σκεφτούμε αν μπορούμε να αναπτύξουμε κάτι πολύ διαφορετικό από τον τουρισμό, που όμως θα στηρίζεται στα ίδια στοιχεία που έφεραν την επιτυχία μέχρι τώρα. Αυτά είναι η φύση και το κλίμα, η γεωγραφική θέση, η (σχετική) ασφάλεια, ελευθερία και ανεκτικότητα, η γλωσσομάθεια, το σημαντικό κτιριακό απόθεμα (που μένει κενό τον χειμώνα), οι υποδομές μεταφορών και οι πολλοί καλοί επαγγελματίες στην εστίαση, στη διαμονή, στην ψυχαγωγία.
Η δημογραφία δείχνει δύο τομείς όπου η ζήτηση θα αυξάνεται τις ερχόμενες δεκαετίες. Οι συνταξιούχοι της Ευρώπης πληθαίνουν και πολλοί θα αναζητήσουν κατοικία στον ήλιο. Εκεί θα χρειάζονται καλές υπηρεσίες παρόμοιες με του τουρισμού, και, επιπλέον, ιατρούς, γυμναστές, δασκάλους ζωγραφικής και συντηρητές κήπων. Θα ψωνίζουν τρόφιμα και ρούχα, και θα φιλοξενούν κατά εποχές παιδιά και εγγόνια. Αν μπορούν να τα κάνουν αυτά παρέα με συμπατριώτες τους, θα διαμένουν εδώ πολλούς μήνες τον χρόνο. Οι δεσμοί τους με την Ελλάδα θα είναι ισχυροί, οι σχέσεις με τους επαγγελματίες που τους εξυπηρετούν σταθερές, οι δουλειές μόνιμες.
Παράλληλα, η μεσαία τάξη σε παγκόσμια κλίμακα μεγαλώνει. Πιο πολλοί νέοι θα θέλουν να σπουδάσουν σε διεθνή αγγλόφωνα πανεπιστήμια, με καθηγητές που προέρχονται από κορυφαία ιδρύματα και συμφοιτητές απ’ όλες τις χώρες. Θα μπορούσαν να τα βρουν σε μια φιλόξενη Ελλάδα, με πανεπιστημιακούς από τη διασπορά, σε εγκαταστάσεις εν μέρει ξενοδοχειακές, σε υπέροχα μέρη για συγκέντρωση και για διασκέδαση. Είτε μείνουν για τέσσερα χρόνια εδώ είτε για δύο εξάμηνα, θα εντάξουν την Ελλάδα στους αγαπημένους τόπους ενός πολίτη του κόσμου. Και θα δώσουν δουλειά σε επιστήμονες που με τη σειρά τους θα αναβαθμίσουν τη χώρα στην παγκόσμια οικονομία της γνώσης.
Για να συμβούν αυτά, δεν μας λείπουν ούτε οι εκπαιδευμένοι άνθρωποι ούτε οι μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές. Τα εμπόδια είναι, ως συνήθως, οι θεσμοί και οι νοοτροπίες. Οι περιορισμοί της χωροταξίας και των αδειών στην περίπτωση των κατοικιών για συνταξιούχους (που όμως έχουν βελτιωθεί πρόσφατα), η δυσκολία συντονισμού για να παρέχονται καλές ιατρικές υπηρεσίες και φυσικά το ανεκδιήγητο Αρθρο 16 του Συντάγματος για την εκπαίδευση. Καθώς, επίσης, μια νοοτροπία όχι ακριβώς ξενοφοβική, αλλά πάντως επαρχιώτικη, που αντιμετωπίζει τον ξένο στην καλύτερη περίπτωση σαν έναν περαστικό πελάτη, κι όχι σαν δυνητικό συμπολίτη σε μια υπερεθνική κοινότητα.
Ας το φανταστούμε όμως: να είμαστε σε ένα κοινό ευρωπαϊκό σπίτι οι οικοδεσπότες των ηλικιωμένων και των φοιτητών, που θα περάσουν κοντά μας τα καλύτερά τους χρόνια. Φαντασιώσεις, θα μου πείτε. Αλλά έτσι είναι. Οπως ο βόρειος συνομήλικός μου θα ’θελε να λέει «διαβάζω σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω τον χειμώνα στον Νότο», έτσι κι εγώ, ο νότιος, ρεμβάζω τον Δεκαπενταύγουστο για μεγάλες οικογένειες και ζωντανές κοινότητες.