«Είμαι στο πλευρό χιλιάδων εργατών που έχασαν τις δουλειές τους και τις χιλιάδες επιχειρήσεις που έκλεισαν υπό την καθοδήγηση της πεφωτισμένης ηγεσίας του (…). Δεν μπορούμε να ζήσουμε με την αποκαλούμενη “διεθνή αξιοπιστία”. Πρέπει να ξαναϊδρύσουμε τη δημοκρατία που τελεί σε αναστολή (…). Πρέπει να επανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία που αφελώς παραχωρήσαμε στις τράπεζες και μια Ευρώπη υπό γερμανική διοίκηση.»
.
Τα παραπάνω λόγια δεν αποτελούν δήλωση κόμματος της ελληνικής αντιπολίτευσης. Πρόκειται για τις σκέψεις του Αλεσάντρο Σαλλούστι, αρθογράφου της συντηρητικής Il Giornalle, που εκδίδεται σήμερα από τον αδελφό τού Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι δεν αποκλείει την επιστροφή στη Λιρέτα και είναι υπέρ μιας δυναμικής πολιτικής – που θα χτυπά το χέρι στο τραπέζι – με την Ιταλία να υπόσχεται ότι είτε κάτι θα αλλάξει σύντομα, είτε η Ευρωζώνη θα πεθάνει. Σε κάθε περίπτωση, με την απόσυρση της ψήφου εμπιστοσύνης του κόμματος του Μπερλουσκόνι και την παραίτηση Μόντι, η Ιταλία οδηγείται σε εκλογές με το δίλημμα «υπευθυνότητα ή λιτότητα».
.
Την ίδια στιγμή, οι αγορές στοιχηματίζουν την αναπαραγωγή ίδιου ή ανάλογου σκηνικού στην Ισπανία. Χωρίς τα ίδια αιματηρά μέτρα με την Ελλάδα, η Ισπανία έχει ανάλογα ποσοστά ανεργίας. Για την ακρίβεια, η Renaissance Capital επισημαίνει ότι ιστορικά – ή τουλάχιστον από το 1981 – η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην ισπανική οικονομία απαιτεί ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2,4%, δηλαδή πολύ μεγαλύτερες ακόμα και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Με άλλα λόγια, το δίλημμα είναι «υπευθυνότητα ή ανεργία» για πολλά, πολλά χρόνια.
.
Διαβάζοντας λέξη-προς-λέξη τις σκέψεις του Σαλλούστι, μπορεί κανείς να συμφωνήσει σε πολλά. Ο λαϊκισμός βέβαια δεν κρίνεται από την ορθότητα των διαπιστώσεων. Κρίνεται από τη δράση στη βάση των διαπιστώσεων.
.
Ο Μπερλουσκόνι δεν μπορεί να χτυπήσει το χέρι σε κανένα τραπέζι. Κανείς στην Ευρώπη δεν είναι διατεθειμένος να τον ακούσει ή να τον ακολουθήσει. Και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ούτε στην Ιταλία έχει καλύτερη τύχη. Το γεγονός, όμως, είναι ότι ο χώρος για το λαϊκισμό, προκύπτει από το γεγονός ότι η «αξιοπιστία» είναι συνώνυμη με τη διαχείριση μιας μιζέριας που ο Νότος της Ευρώπης καλείται να αποδεχτεί ως αναπόφευκτη. Υπό αυτό το πρίσμα, η «αξιοπιστία» δεν είναι ρεαλιστική γραμμή σε βάθος χρόνου. Αυτή τη στιγμή, δε βλέπουμε μια κατάρρευση πολιτικών συστημάτων που οφείλεται μόνο σε «ενδογενείς παθογένειες», αλλά την αδυναμία των κομμάτων να ανταποκριθούν στον παραδοσιακό τους ρόλο.
.
Πέρα από τετριμμένες πλέον αναφορές στο πελατειακό κράτος, τα κόμματα, βασικά, συνθέτουν αντιθέσεις: κέντρο και περιφέρεια, ταξικές διαφορές, εθνοτικές και πολιτισμικές διαιρέσεις. Αποφασίζουν ποιος παίρνει τι, πώς και πότε, στη βάση προτεραιοτήτων. Η ικανότητα σύνθεσης και η διανομή πόρων στη βάση αξιών, κοινωνικών αναφορών και προτεραιοτήτων, δεν εξαντλείται με τον όρο «πελατεία». Εμπεριέχει και τον όρο «εκπροσώπηση». Και το κάθε κόμμα εκπροσωπεί, όχι το έθνος γενικά, αλλά συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα. Αυτό το ρόλο, τα κόμματα των κρατών-μελών του Νότου αδυνατούν να τον εκπληρώσουν, τη στιγμή που η βασική αρμοδιότητα για την αποσαφήνιση επιλογών και την κατανομή πόρων, έχει εκχωρηθεί. Αυτό εμπεριέχει και ένα στοιχείο ταπείνωσης, που ενδυναμώνει όσους υποστηρίζουν «την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας», ιδιαίτερα σε συνθήκες κοινωνικής αποσάθρωσης. Το κρίσιμο όμως είναι ότι εμποτίζουν αλλοτινές ουτοπικές ή ακραίες επιλογές, με μια αίσθηση φερεγγυότητας.
.
Συνεπώς, ο μόνος δρόμος για την ανάκτηση ενός ευρωπαϊκού δρόμου, που δεν θα είναι λαϊκίστικος και δε θα αναφέρεται σε φαντασιώσεις εθνικών λύσεων, ανεξάρτητων δρόμων και σκληρών διαπραγματεύσεων, είναι η προετοιμασία μιας συλλογικής λύσης για το Νότο της Ευρώπης. Και εάν, όπως επισημαίνει η σημειωτική, η πολιτική είναι (και) «διαχείριση συμβόλων», αυτή πρέπει να είναι μια δημόσια διαδικασία, που να δίνει ελπίδα και προοπτική.
.
Σε αυτά τα πλαίσια, δεν μπορούμε απλώς να μιλάμε σε επίπεδο μαύρων και άσπρων, Βορείων και Νοτίων. Η συζήτηση πρέπει να θέτει επί τάπητος μια σειρά από αδιέξοδα, όπως η θεσμικά κατοχυρωμένη πλέον σώρευση εμπορικών πλεονασμάτων και κεφαλαίου στο Βορρά, η αρχιτεκτονική του Ευρώ, το κόστος δανεισμού και ο άνισος ανταγωνισμός, η διαχείριση του πληθωρισμού σε μια ετερογενή οικονομία. Και η συζήτηση πρέπει να είναι μεθοδική και να περιλαμβάνει μια αντιπρόταση στις αναπόφευκτες προτάσεις της Επιτροπής για την αναμόρφωση της Ε.Ε. το 2014, που θα φέρουν γερμανική σφραγίδα. Ο χρόνος είναι μετρημένος. Εάν όμως μέρος μιας «υπεύθυνης στάσης» είναι η παραμονή στο τραπέζι, προκειμένου να συνδιαμορφώσουμε το μέλλον της Κοινότητας, τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι η δουλειά που κανένα κόμμα δεν μπορεί να κάνει σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να γίνει σε ευρωπαϊκό. Σε αντίθετη περίπτωση, τα υπεύθυνα κόμματα καλούνται να διαχειριστούν μια ανοχή που συρρικνώνεται.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ