Η ηθικολογική προσέγγιση των περιπτώσεων επίορκων υπαλλήλων συσκοτίζει το γεγονός ότι η ρίζα του προβλήματος έχει να κάνει με την οργάνωση του τριγώνου, κράτους, κοινωνίας και πολιτικής εξουσίας.
.
Στην πρόσφατη υπόθεση της αποκάλυψης της διαφθοράς των δύο ανώτερων υπαλλήλων του υπουργείου Ανάπτυξης δόθηκε η ευκαιρία να επιβεβαιωθούν όλα τα στερεότυπα για το «σάπιο» κράτος και τους «ανίερους» υπαλλήλους του. Η περίπτωση ήταν βούτυρο στο ψωμί ορισμένων ΜΜΕ που έχουν σηκώσει υπερήφανα την παντιέρα της «κάθαρσης», και όσων δημοσιογράφων και διανοουμένων έχουν ανακηρυχθεί σε «φιλελεύθερους» υπερασπιστές τής πάντα «άσπιλης» ελεύθερης αγοράς απέναντι στο εκ γενετής τέρας του Λεβιάθαν που ταλαιπωρεί τους τίμιους και ανυπεράσπιστους επιχειρηματίες. Θα ήμουν ασφαλώς ο τελευταίος που θα υπερασπιζόταν έναν επίορκο κρατικό υπάλληλο ο οποίος, ενώ βρίσκεται σε αυτή τη θέση για να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, κόπτεται κυρίως για το ατομικό του (ή το συντεχνιακό του), και αγανακτώ κι εγώ ειλικρινά με τα φαινόμενα κακοδιοίκησης, αναποτελεσματικότητας, ανορθολογισμού και διαφθοράς ορισμένων τομέων της δημόσιας διοίκησής μας –έχω υπάρξει άλλωστε κάποτε και θύμα τους στο μικρο-επίπεδο. Αλλά η εικόνα της αντιπαράθεσης ενός διεφθαρμένου «ανατολίτικου» κράτους και μιας υγιούς κοινωνίας που στενάζει κάτω από την καταπίεση του πρώτου είναι μια μισή αλήθεια, και όπως όλες οι μισές αλήθειες αποκρύπτει και διαστρεβλώνει τη συνολική εικόνα και τα αίτια που την παράγουν.
.
.
«Αρματωλοί» στο κράτος, «κλέφτες» στην κοινωνία;
.
Φεύγοντας από την υπόθεση των δύο στελεχών του υπουργείου Ανάπτυξης (οι λεπτομέρειες της οποίας μας διαφεύγουν, ούτως ή άλλως), ας πάρουμε το παράδειγμα του διεφθαρμένου υπαλλήλου μίας πολεοδομίας, δηλαδή ενός τμήματος του κράτους το οποίο θεωρείται, και δικαιολογημένα, από τα πιο προβληματικά. Γιατί άραγε είναι έτσι; Είναι γιατί από κάποια συγκυρία της τύχης αυτός ο τομέας συγκέντρωσε «κακούς» ανθρώπους και «ανήθικους» υπαλλήλους που ενστάλαξαν το κακό στην υπηρεσία τους, αναδεικνύοντάς την σε πρωταθλητή της διαφθοράς; Αν απομακρυνθούμε από τέτοιου ηθικολογικού τύπου προσεγγίσεις και πραγματευτούμε μεθοδικά το πεδίο ευθύνης το οποίο καλούνται να καλύψουν οι υπηρεσίες πολεοδομίας, μας αποκαλύπτεται μια σαφώς πιο σύνθετη πραγματικότητα, όπου οι έννοιες του «θύτη» και του «θύματος» μάλλον σχετικοποιούνται.
.
Ως γνωστόν, ο κατασκευαστικός κλάδος αποτέλεσε για διαφόρους λόγους στη μεταπολεμική περίοδο έναν από τους δυναμικότερους κλάδους πάνω στους οποίους στηρίχθηκε το ελληνικό «καπιταλιστικό» μοντέλο ανάπτυξης. Το οικονομικό αυτό δεδομένο διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε στη βάση δεδομένων κοινωνικών σχέσεων. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα των κατασκευαστών (οι οποίοι παρεμπιπτόντως δεν ήταν συνήθως διπλωματούχοι μηχανικοί αλλά απλοί μικρο-κεφαλαιούχοι) βρήκαν ιδανικό δίαυλο διείσδυσης στο κορπορατιστικό κράτος της μεταπολίτευσης μέσα από τα ευεπίφορα στις πελατειακές σχέσεις πολιτικά κέντρα, με τρόπο τέτοιο που κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν σκανδαλώδη φοροασυλία (π.χ. φορολόγηση με βάση το τεκμαρτό), χαλαρό πλαίσιο κανόνων αλλά και ηθελημένη αδιαφορία από την πλευρά της πολιτείας για την εφαρμογή ακόμη και των ήδη υπαρχόντων, προκλητική αμέλεια για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις τής (αμετροεπούς) οικοδόμησης των αστικών περιοχών και της υπαίθρου κλπ. Είναι ενδεικτικό ότι η παράνομη πρακτική του κλεισίματος των ημι-υπαίθριων χώρων ή των υπογείων από τους κατασκευαστές, οι οποίοι κατά τα άλλα ενσωμάτωναν τα τετραγωνικά αυτά στη συνολική τιμή πώλησης, δεν είχε επιφέρει ποτέ κύρωση από τις αρμόδιες Αρχές, παρότι υπήρξε κοινός τόπος για περίπου δυόμισι δεκαετίες (και στο τέλος νομιμοποιήθηκε κιόλας από το κράτος δια της «τακτοποίησης»). Έτσι, χωρίς καν να αναφερθούμε στους ισχυρούς τού κατασκευαστικού κλάδου (όπου εκεί το παιχνίδι αφορά την ανάληψη μεγάλων συμβάσεων του δημοσίου με αδιαφανείς διαδικασίες, διαπλοκή πολιτικής και ΜΜΕ, και υπέρογκα περιθώρια κέρδους), η ιδιωτική αυτή αποίκιση του δημοσίου επέτρεπε σ’ ένα «μικρό» και καπάτσο κατασκευαστή που ειδικευόταν π.χ. στην αστική πολυκατοικία να αποκομίζει κέρδη που ούτε να τα φανταστεί δεν θα μπορούσε ένας αντίστοιχος συνάδελφός του στην υπόλοιπη Ευρώπη, δημιουργώντας έτσι μια περιουσία μερικών εκατομμυρίων ευρώ (!) στα όρια μόλις μιας γενιάς. Συμπερασματικά, το «πάρτυ» αυτό του κατασκευαστικού κλάδου ήταν αποτέλεσμα κοινωνικά άδικων ευνοιών του κράτους προς μιας επαγγελματική ομάδα κι έναν εργασιακό κλάδο, ασχέτως αν η αδικία αυτή μπορεί και να ήταν απολύτως νομιμοφανής.
.
Τι έκανε λοιπόν ο υπάλληλος της πολεοδομίας απέναντι στο χρήμα που έρρεε όλο αυτό τον καιρό άφθονο μπροστά στο αδηφάγο βλέμμα του; Διεκδικούσε, απλούστατα, ως άλλος αρματωλός (και αμαρτωλός), το μερίδιό του για τη συνέχιση της εύνοιας και των υπερβάσεων του νόμου από την πλευρά όσων θησαύριζαν πέρα από κάθε κοινωνική δικαιοσύνη και πολλές φορές πέρα και από κάθε τυπική νομιμότητα. Το ίδιο μπορεί να ίσχυε και για υπαλλήλους του τάδε ή του δείνα υπουργείου οι οποίοι ήταν αρμόδιοι να διαχειρίζονται τις κρατικές επιδοτήσεις στα διάφορα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια. Από τη στιγμή που ήταν κοινό μυστικό ότι συχνά ο ιδιώτης επενδυτής υπερ-τιμολογούσε δύο και τρεις φορές το έργο ώστε να βγάλει ακόμη και κέρδος από την επιδότηση που θα εξασφάλιζε, ο δημόσιος υπάλληλος που έπρεπε να βάλει την υπογραφή του για να την επικυρώσει, ζητούσε, ως αντάλλαγμα, ένα (παχυλό) μπαξίσι. Ποιός μπορεί να πει πού βρίσκεται ακριβώς ο «ένοχος» στην περίπτωση των γιατρού του ΙΚΑ που «έβγαζε», με το αζημίωτο, εκατοντάδες επιδόματα τυφλών σε ανθρώπους που είχαν μάτια και στην πλάτη; Όταν το κράτος εθελοτυφλεί, οι πολιτικοί πατρωνάρουν και η κοινωνία πιέζει ασφυκτικά, πάντα θα βρεθεί ο πρόθυμος μπαγαπόντης που θα κάνει τη βρώμικη δουλειά. Μα, θα πει κανείς, υποχρέωση του δημοσίου λειτουργού δεν είναι να αντισταθεί στον κάθε πειρασμό και να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον με κάθε προσωπικό τίμημα; Σε έναν κόσμο αγγέλων ίσως, αλλά σε έναν κόσμο γενικευμένης ανομίας, η ηθική ακεραιότητα γίνεται υπόθεση προσωπική και όχι αυτονόητο προσόν που το επιβάλει ένας απρόσωπος μηχανισμός.
.
.
Η πολιτική εξουσία και το κράτος που μοιράζει εύνοιες
.
Ας μη σπεύσει κανείς να διακρίνει πίσω από το επιχείρημα αυτό μια προσπάθεια δικαίωσης των διεφθαρμένων υπαλλήλων. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι η διαφθορά –που ούτως ή άλλως θέλει δύο μέρη- δεν συνίσταται σε ένα ζήτημα «νοοτροπίας», όπως κοινότυπα λέγεται κάθε φορά για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας. Η νοοτροπία των ανθρώπων δεν είναι μια εσωτερική υπόθεση του καθενός μας ο οποίος θα οδηγηθεί μία ημέρα στη μετάνοια και την κάθαρση από τις αμαρτίες του, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, την ίδια ώρα που όλα γύρω του θα συνεχίζουν να θυμίζουν Κόλαση. Τις κυρίαρχες νοοτροπίες των ανθρώπων τις διαμορφώνουν οι κυρίαρχες πρακτικές, και οι πρώτες αλλάζουν μόνο αφού επαναπροσδιοριστούν οι δεύτερες. Στις δε έννομες και δίκαιες πολιτείες, οι πρακτικές κράτους και κοινωνίας συμμορφώνονται αναγκαστικά και αυτές στην έννομη τάξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Με μία σοβαρή επισήμανση, όμως: την αυθεντία ενός έννομου και δίκαιου κράτους μπορεί να την εγγυηθεί με τη σειρά της μόνο μία πραγματικά δημοκρατική πολιτική εξουσία.
.
Όσο απαραίτητη και αν είναι λοιπόν η καταγγελία του διεφθαρμένου υπαλλήλου από τον πραγματικά αδικημένο πολίτη, δεν είναι ωστόσο αυτή που θα λύσει το πρόβλημα εκ βάθρων (ακόμη κι αν οδηγήσει στην απολύτως δικαιολογημένη απόλυση του επίορκου). Η Λερναία Ύδρα της διαφθοράς θα βγάλει αμέσως δύο νέα κεφάλια στη θέση του κομμένου. Η μόνη οριστική λύση θα δινόταν αν το ελληνικό κράτος έπαυε επιτέλους να αποτελεί κυρίως ένα μηχανισμό διανομής ευνοιών σε διάφορες συντεχνίες και κοινωνικο-επαγγελματικές ομάδες, και αν το πολιτικό-κομματικό μας σύστημα (πρωτίστως τα δύο κόμματα εξουσίας), που φέρει την κύρια ευθύνη γι’ αυτή τη στρέβλωση, αναγνώριζε στη δημόσια διοίκηση τη σχετική της αυτονομία τόσο από την κομματική εξουσία και τις παραφυάδες της, όσο και από την κοινωνία που σε ένα κράτος ανομίας γίνεται και η ίδια άνομη. Μόνο τότε, οι «διάβολοι» θα κατέληγαν να είναι μια μειοψηφία πεσόντων αγγέλλων ανάμεσα σε κατά κανόνα «αμνούς» -αμνούς από θέση και όχι υποχρεωτικά από φύση. Και μόνο τότε, ακόμη κι αν δεν επικρατούσε μια παραδεισένια κατάσταση «βεμπεριανής» δημόσιας διοίκησης, τουλάχιστον δεν θα ζούσαμε τα σημερινά Σόδομα και Γόμορρα της ελληνικής πραγματικότητας.
.
.
*Ο Δ.Π. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΑΤΕΙ Καλαμάτας και αρθρογραφεί τακτικά σε έντυπα και εφημερίδες