Η διεθνής αντιπαράθεση γύρω από το «ελληνικό πρόβλημα» έτεινε να λάβει, τον τελευταίο καιρό και με ευθύνη όλων των πλευρών, έναν αδικαιολόγητα ηθικοπλαστικό χαρακτήρα. Ιδίως από την Ελλάδα και τη Γερμανία, η δυσκολία συνεννόησης των κυβερνήσεων παρουσιαζόταν από ολοένα και περισσότερους κύκλους ως σύγκρουση δύο κόσμων, ως μάχη του καλού με το κακό. Είναι ευτύχημα που, μέσα από την «επταμερή» της περασμένης Παρασκευής και την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Βερολίνο αυτή τη βδομάδα, αυτή τουλάχιστον η λάθος κατεύθυνση έγινε αντιληπτή και έγιναν βήματα για τη διόρθωσή της. Όχι μόνο οι δυο χώρες δεν έχουν να χωρίσουν κάτι, αλλά γνωρίζουν πλέον ότι ο μόνος τρόπος να βρουν κοινές λύσεις σε δύσκολα προβλήματα, που αφορούν όλη την Ευρώπη, είναι να μιλήσουν με ψυχραιμία, που δεν αποκλείει την ψυχρότητα, και με πρακτικότητα, που αποκλείει τη χρήση του συναισθήματος και την κατάχρηση της Ιστορίας.
Από αυτή την άποψη, παρόλο που ούτε στην «επταμερή» ούτε στο Βερολίνο λήφθηκαν αποφάσεις, τέθηκαν ορισμένα κοινά αποδεκτά δεδομένα, χρήσιμα για τις από εδώ και πέρα κινήσεις:
- Η κατάσταση είναι οριακή. Τόσο το γράμμα του Πρωθυπουργού στους ομολόγους του, όσο και οι διακηρύξεις και νύξεις των εταίρων (με απόγειο την παραδοχή Ντράγκι ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να επαναφέρει τους ευνοϊκότερους όρους για τις ελληνικές τράπεζες «εφόσον συγκεντρωθούν οι προϋποθέσεις για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος»), αναδεικνύουν τα ζητήματα της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών όχι μόνο ως ιδιαίτερα κρίσιμα αλλά και ως ιδιαίτερα πιεστικά. Η πίεση αυτή, που είναι και πίεση για αποφάσεις, εξηγεί, ως ένα βαθμό, και τη στροφή ρεαλισμού της ελληνικής πλευράς και το σχετικό χαμήλωμα του δασκαλίστικου δαχτύλου της γερμανικής
- Κλειδί είναι η συλλογικότητα. Το είπε η Γερμανίδα Καγκελάριος και συγκατένευσε ο Έλληνας Πρωθυπουργός: οι αποφάσεις λαμβάνονται από τους 18 της Ευρωζώνης και, από κάποιο επίπεδο και πάνω, από τους 28 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα μπορεί να είναι ο αιτών και ο έχων άμεσο συμφέρον, η Γερμανία μπορεί να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ισχύ, επιρροή και επιμονή, ωστόσο πρέπει να πεισθούν και οι άλλοι όλοι και να προχωρήσουν όλοι μαζί. Για να μη βρεθεί εντελώς απομονωμένη, η Ελλάδα πρέπει να μιλήσει τη γλώσσα που όλοι αναμένουν και καταλαβαίνουν –τη γλώσσα των θεσμών, των δεσμεύσεων που ακολουθούνται από υλοποίηση, της ευρωπαϊκής διπλωματίας, δηλαδή τη γλώσσα της επταμερούς και των συναντήσεων του Βερολίνου. Για να μη μετατραπεί από εταίρος σε δημόσιο κατήγορο, η Γερμανία οφείλει να δεχτεί τη διαφορετικότητα και τις επιπτώσεις θεωρητικών λύσεων στις ζωές ανθρώπων και κοινωνιών, οφείλει να αφήσει περιθώρια ανάσας και κινήσεων εντός του κοινού πλαισίου, έχει λοιπόν κάθε λόγο και αυτή να συνεχίσει να μιλά τη γλώσσα της επταμερούς και των συναντήσεων του Βερολίνου.
- Η συγκόλληση είναι εύθραυστη. Χάθηκε τόσο κεφάλαιο αξιοπιστίας και καλής πίστης μέσα στις προ-διαπραγματεύσεις και τις οιονεί διαπραγματεύσεις και τις πραγματικές διαπραγματεύσεις του τελευταίου ενάμιση μήνα, που, για να χτιστεί μια νέα σχέση, η εμπιστοσύνη θα πρέπει να κερδηθεί βήμα -βήμα. Η μεγάλη πρόκληση για το επόμενο –κρίσιμο, όπως πάντα- Γιούρογκρουπ θα είναι η Γερμανία και η Ελλάδα να ενσταλάξουν σε όλους το πνεύμα της επταμερούς και του Βερολίνου. Στο εσωτερικό μέτωπο, η μεν Γερμανίδα Καγκελάριος θα πρέπει να αποθαρρύνει δηλώσεις από επίσημα χείλη που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα σαν κακό μαθητή ή σαν παράδειγμα προς αποφυγή, ο δε Έλληνας Πρωθυπουργός να περιορίσει την πατριδοκαπηλικά αντιγερμανική διάθεση στελεχών της κυβέρνησης και του κόμματός του. Και αμέσως μετά να δείξουν, έμπρακτα και μαζί, το δρόμο για μια διαπραγμάτευση ουσίας ενόψει της νέας σελίδας, που διόλου δεν αργεί.