Την εβδομάδα που μας πέρασε, η Ευρώπη κρατούσε την αναπνοή της, περιμένοντας τον Πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης να αποφανθεί εάν οι χρηματοδοτικές δεσμεύσεις της Γερμανίας είναι σύμφωνες με το νόμο. Από τα μέσα του καλοκαιριού οι αγορές κρατούσαν την ανάσα τους, περιμένοντας τον «Σούπερ Μάριο» να γίνει «περισσότερο συγκεκριμένος» όσον αφορά τη φράση «Θα κάνω ό,τι χρειαστεί…», προκειμένου να διατηρηθεί η ακεραιότητα της ζώνης του Ευρώ.
Αντίθετα, κανένας δεν κρατάει την ανάσα του όσο περιμένει τα αποτελέσματα των Συνόδων του ECOFIN. Συνήθως, τα αποτελέσματα αυτών των συναντήσεων, η αγορά τα «προεξοφλεί», ενώ οι πολίτες γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει προκειμένου τα αποτελέσματα να είναι προβλέψιμα. Με όρους διαδικασίας, φαίνεται ότι σε πολιτικές διεργασίες που απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να εξασφαλιστεί ομοφωνία, η πολιτική τάξη της Ευρώπης έχει χάσει την ικανότητα της πρωτοβουλίας. Δεν μπορούμε πλέον να προκαλούμε εκπλήξεις, θετικές ή αρνητικές. Κάθε ένδειξη πρωτοβουλίας, άλλωστε, θα γεννούσε ζητήματα νομιμοποίησης.
Για παράδειγμα, θα ήταν απολύτως αδύνατον για οποιοδήποτε Καγκελάριο της Γερμανίας, οποιουδήποτε κόμματος, να προωθήσει ένα πρόγραμμα αποδόμησης του καθεστώτος διαπραγμάτευσης των συλλογικών συμβάσεων σε μια άλλη χώρα, χωρίς να συγκρουστεί με τα δικά του συνδικάτα και χωρίς να δημιουργήσει συνειρμούς που παραπέμπουν σε ανεπιθύμητες ιστορικές μνήμες έναντι άλλων κρατών. Όταν αυτή η διαδικασία παραπέμπεται ως «αναπόφευκτο συμπέρασμα» μιας έκθεσης τεχνοκρατών, εντεταλμένων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα δεν έχει «πολιτικό κόστος». Το πολιτικό ζήτημα μετατρέπεται σε θέμα «βιωσιμότητας» της οικονομίας.
Άλλο παράδειγμα. Υπάρχουν δύο σενάρια για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λέει ότι «Εάν προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις» στον ευρωπαϊκό νότο, τότε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα είναι γενναίο και αποφασιστικό, ενώ ο «επίσημος τομέας» δεν θα διεκδικεί το ρόλο του «προνομιακού δανειστή», εννοεί δύο πράγματα:
1. Στο βασικό σενάριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και οι άλλες κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, θα αποδώσουν στο ελληνικό, το ισπανικό, το πορτογαλικό, το ιρλανδικό, το κυπριακό (κ.ο.κ.) δημόσιο, τη διαφορά (κέρδη) μεταξύ της αξίας των ομολόγων στην τιμή που την αγόρασαν και της ονομαστικής αξίας που έχουν. Αυτό σημαίνει ότι τα ελλειμματικά κράτη μπορούν να προσδοκούν τη μείωση του συνολικού τους χρέους. Πρόκειται για έμμεσο κούρεμα.
2. Στο δεύτερο σενάριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απεμπολεί το ρόλο του προνομιακού δανειστή στις αγορές ομολόγων προς όλα τα κράτη μέλη. Αυτό σημαίνει ότι ο φορολογούμενος των πλεονασματικών κρατών, θα έχει την ίδια μοίρα με κάθε ιδιώτη επενδυτή, εάν επαναληφθεί στο μέλλον ένα φαινόμενο «κουρέματος» τύπου Ελλάδας. Επίσημα, αυτό για τον ιδιώτη ή θεσμικό επενδυτή, σημαίνει ότι απώλειες της τάξης του 70% – που είχαμε στην ελληνική περίπτωση – δεν είναι αναγκαία, επειδή εάν υπάρξει κούρεμα χρέους στο μέλλον, το ύψος του θα υπολογιστεί με βάση το σύνολο των ομολόγων στην αγορά και όχι μόνο αυτό που είναι στα χέρια ιδιωτών. Σε αυτό το σημείο, υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια: είτε θα υπάρξουν στο μέλλον κουρέματα, είτε όχι.
Ας υποθέσουμε ότι θα υπάρξουν. Ας θυμηθούμε ότι στην ελληνική περίπτωση, οι ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία, έχασαν 70% της επένδυσής τους, ενώ η ΕΚΤ περιμένει να πληρωθεί στο ακέραιο της ονομαστικής τους αξίας. Εάν αυτή η «απεμπόληση» του προνομίου της ΕΚΤ αποκτήσει αναδρομική ισχύ, προκειμένου «να διατηρηθεί η σταθερότητα στις αγορές ομολόγων» (δηλαδή να μη φοβούνται οι ιδιώτες ότι θα χάσουν τα χρήματά τους), τότε η Ελλάδα πάει ουσιαστικά για δεύτερο κούρεμα. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ θα έχει τις ίδιες ή ανάλογες απώλειες με όλους τους Έλληνες πολίτες (ταμεία, ιδιώτες, τράπεζες, ασφαλιστικές, και άλλους θεσμικούς επενδυτές).
Όμως, σε αυτή τη διαδικασία, κανείς ηγέτης δε θα χρειαστεί να ξεστομίσει τη λέξη «αναδιανομή». Φυσικά, αναδιανομή θα υπάρξει. Η τήρηση των «δεσμεύσεων» των χωρών-μελών της περιφέρειας προς όφελος της «ανταγωνιστικότητας», σημαίνει πρακτικά σμίκρυνση του ΑΕΠ τους και της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των πολιτών τους. Αυτή είναι μια «εσωτερική αναδιανομή».
Παράλληλα, μια δεύτερη μορφή αναδιανομής αφορά τους φορολογούμενους των πλεονασματικών κρατών, αφού θα λειτουργήσει η λογική των συγκοινωνούντων δοχείων. Σε περίπτωση ενός ντόμινο κουρεμάτων δημοσίου χρέους, τα ερωτήματα είναι απλά:
1. Πώς θα προχωρήσει η ανακεφαλαιοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εάν αυτό καταστεί απαραίτητο;
2. Πώς θα καλυφτούν τα αναπόφευκτα κενά στους ισολογισμούς ασφαλιστικών εταιρειών, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων;
3. Πώς θα καλυφτούν τα κενά στους ισολογισμούς ασφαλιστικών ταμείων;
Η απάντηση σχεδόν πάντα σημαίνει ότι ο φορολογούμενος θα πρέπει να επωμιστεί μια κάποια μορφή κόστους. Εάν αποκλείσουμε την εκτύπωση χρήματος – αφού η ΕΚΤ έχει ως θεσμική αποστολή τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα – τότε πρέπει με κάποιο τρόπο να πληρώσει ο φορολογούμενος άμεσα. Αυτό θα συμβεί είτε με την περικοπή παροχών, είτε με την άμεση μεταφορά ρευστότητας από αυτούς που την έχουν (πλεονασματικά κράτη). Ίσως να συμβούν και τα δύο. Και είτε με τη μια μορφή, είτε με την άλλη, αυτό το πραγματικό κόστος συνεπάγεται πολιτικό κόστος που κανένας στο βορρά της Ευρώπης δε θέλει να αναλάβει. Συνεπώς, ακόμα και εάν κανείς ηγέτης δεν εκστομίσει τη λέξη «αναδιανομή», μπορεί να το κάνει κάποιος άλλος.
Έτσι κατανοούμε γιατί οι εκπρόσωποι της Γερμανίας στο Συμβούλιο της ΕΚΤ παραιτήθηκαν.
Έτσι κατανοούμε γιατί η Καρλσρούη έβαλε οροφή στα κεφάλαια που η Γερμανία διαθέτει στο μηχανισμό στήριξης.
Έτσι κατανοούμε γιατί ο φόβος ότι τα πλεονασματικά κράτη μπορεί να φύγουν από το Ευρώ υφέρπει, όπως απείλησε και τελικά αναγκάστηκε να διαψεύσει ο Φιλανδός Υπουργός Οικονομικών.
Εάν, πράγματι, τα προτεινόμενα από τους τεχνοκράτες «δομικά», «εξορθολογιστικά», και «αναπτυξιακά» μέτρα, οδηγήσουν σε ανάπτυξη τις οικονομίες του νότου, που σημαίνει ότι θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, τότε μπορεί η ιστορία μια τεχνοκρατικής διαχείρισης της κρίσης να είναι απολύτως αποδεκτή, ακόμα και εάν δεν είναι δημοκρατική. Άλλωστε, δεν έχουμε την ικανότητα να παράγουμε νομιμοποιημένες πολιτικές σε συνθήκες ομοφωνίας μεταξύ των 17, οπότε τι άλλη επιλογή έχουμε στην πραγματικότητα, εκτός της εμβάπτισης κάθε πολιτικής επιλογής στην κολυμπήθρα της «αναγκαιότητας». Αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο «εάν»!
Όμως, εάν, όπως φανταζόμαστε, οι πολιτικές των προγραμμάτων αυτών οδηγούν σε ύφεση και, συνεπώς, οδηγούν στην αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους εκ μέρους του νότου, ή, εναλλακτικά, μεγιστοποιούν τις φυγόκεντρες τάσεις στο βορρά, τότε το κόστος μιας τεχνοκρατικής προσέγγισης είναι ότι επισκιάζει τη συζήτηση εναλλακτικών πολιτικών προσεγγίσεων. Και εάν αυτή η συζήτηση δε γίνει τώρα, τότε θα βρεθούμε στα πρόθυρα μιας άλλου τύπου κρίσης, η οποία δε θα μας δίνει πίστωση χρόνου. Ακόμα χειρότερα, η «αποκάλυψη» εναλλακτικών προσεγγίσεων στην κρίση, μπορεί να οργίσει τους ψηφοφόρους χωρών-μελών της Ευρωζώνης –γιατί δεν το κάνατε τόσο καιρό!— εξαφανίζοντας τα όποια περιθώρια πολιτικών ελιγμών έχουμε στη διάθεσή μας. Τα κοινοβούλια κατά κανόνα συναινούν στις πρωτοβουλίες μιας κυβέρνησης, έως τη στιγμή που δε συναινούν. Τότε;
Τότε ίσως είναι καλύτερα να μιλήσουμε για επιλογές σήμερα, πριν να προκύψει η αναγκαιότητα επιλογών στο μέλλον. Και αυτή τη συζήτηση πρέπει να την ξεκινήσουμε από τον ευρωπαϊκό νότο και, κατά προτίμηση, στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας