Οι υπογράφοντες έχουμε υποστηρίξει με συστηματική αρθρογραφία ότι, σε αντίθεση με την δεκαετία του 1960, δεν είναι οι ανεπάρκειες του Συντάγματος που οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό τέλμα. Ως εκ τούτου, η συνταγματική αναθεώρηση δεν αποτελεί προτεραιότητα. Θα μπορούσε το πολύ να λειτουργήσει συμβολικά, σηματοδοτώντας το πέρασμα σε μια καινούργια φάση της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας. Ομως, κάτι τέτοιο δεν θα αρκούσε από μόνο του για να ξεπεραστεί η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής. Θα έπρεπε να συνοδεύεται και από μέτρα επί της ουσίας.
Πράγματι, σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, θα μπορούσαν να γίνουν από σήμερα μερικά σημαντικά βήματα για την υπέρβαση μερικών τουλάχιστον από τις πιο χαρακτηριστικές στρεβλώσεις της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας. Μια από αυτές είναι και η αλλοίωση της αντιπροσωπευτικής εντολής, με τη μετάλλαξή της σε σχέση αγοραίας ψηφοθηρικής συναλλαγής. Οι πελατειακές σχέσεις δεν είναι βέβαια καινούργιο φαινόμενο, ούτε αμιγώς ελληνικό. Από τη Μεταπολίτευση, όμως, σε συνδυασμό με τον άκρατο κομματισμό, προσέλαβε ενδημικές διαστάσεις, προκαλώντας την πρωτοφανή κρίση αξιοπιστίας που σήμερα βιώνουμε.
Εκτός από τη ριζική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, η θεσμική αντιμετώπιση αυτής της κρίσης είναι σήμερα όρος για την επιβίωση της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας. Η λήψη μέτρων χωρίς χρονοτριβή θα έδειχνε ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν είναι αναίσθητο, αλλά εισακούει την κοινωνία και αντιδρά θετικά στην κριτική της. Ταυτόχρονα, θα διέψευδε όσους φρονούν ότι το μόνο που ενδιαφέρει τους πολιτικούς μας είναι η καρέκλα και τα αξιώματα.
Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται:
– Η άμεση μείωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200. Και τούτο, με ταυτόχρονο περιορισμό του bonus των 50 εδρών του πρώτου κόμματος σε 35 και του αριθμού των βουλευτών επικρατείας από 12 σε 8. Κατά τα λοιπά, δεν θα άλλαζε το ισχύον εκλογικό σύστημα. Οι εκλογικές περιφέρειες θα παρέμεναν οι ίδιες (η κατάτμηση της Β΄ Αθηνών θα απαιτούσε άλλωστε 200 ψήφους στη Βουλή, κάτι μάλλον δύσκολο υπό τις σημερινές περιστάσεις) και το μόνο που θα χρειαζόταν ώς τις προσεχείς εκλογές θα ήταν να ορισθεί με Διάταγμα ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας, με διατήρηση του ελάχιστου της 1 έδρας για τους μικρούς νομούς (Υπενθυμίζεται ότι, με τον ίδιο πληθυσμό με μας, οι Βέλγοι εκλέγουν στην Κάτω Βουλή τους 150 βουλευτές· το ίδιο και οι Ολλανδοί, με 16,6 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ οι Πορτογάλοι,με πληθυσμό 10,3 εκατομμύρια κατοίκους, εκλέγουν 230 βουλευτές).
– Καθιέρωση του ασυμβιβάστου υπουργού και βουλευτή, με εξαίρεση τον πρωθυπουργό και ίσως μικρό αριθμό υπουργών. Πολλοί θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν το μέτρο αντικοινοβουλευτικό. Εν τούτοις δεν είναι. Διότι δεν αποβλέπει στον σχηματισμό «κυβερνήσεων τεχνοκρατών», αλλά στην απαλλαγή των βουλευτών από την προσδοκία της «δικαιωματικής» υπουργοποίησης και τους υπουργούς από το άγχος της επανεκλογής. Ο βουλευτής θα ξέρει ότι εκλέγεται κυρίως για να νομοθετεί και για να ελέγχει την κυβέρνηση. Αυτό, δίχως άλλο, θα συμβάλει στην αναβάθμιση του ρόλου του. Θα συντείνει εξάλλου και στην καλή νομοθέτηση, που είναι ένα από τα ζητούμενα στη χώρα μας. Οσο για τους υπουργούς, δεν θα έπαυαν βέβαια να είναι πολιτικά πρόσωπα ούτε πολιτικά υπεύθυνοι. Θα μπορούσαν απλώς να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στο κύριο έργο τους, που σήμερα δεν είναι άλλο από την ανοικοδόμηση της χώρας. Ούτε για την καινοτομία αυτή απαιτείται αναθεώρηση του Συντάγματος: με απλό νόμο θα μπορούσε να θεσπισθεί το ασυμβίβαστο, ίσως με ταυτόχρονη μείωση του αριθμού των υπουργών και απαγόρευση να πολιτεύονται στις εκλογές που διεξάγονται αμέσως μετά τη θητεία τους. (Υπενθυμίζεται ότι το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει, εκτός από τη Γαλλία, στο Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και, εν μέρει, στη Σουηδία και τη Μεγάλη Βρετανία).
– Ελεγχος του πολιτικού χρήματος, με αλλαγή της σύνθεσης της Επιτροπής του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος, ώστε οι πολιτικοί να μην κατέχουν την πλειοψηφία. Πρόκειται για μέτρο στοιχειώδους πολιτικής ευαισθησίας, που θα έπρεπε να έχει ληφθεί από καιρό. Διότι η υφιστάμενη ταύτιση ελέγχοντος και ελεγχομένου δεν είναι μόνον φαύλη, είναι και εξόχως ανήθικη. Ο σχετικός νόμος θα μπορούσε να προβλέψει τον περιορισμό της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων και την ενίσχυση της ιδιωτικής, με ταυτόχρονη λήψη μέτρων για τη διαφάνεια των σχετικών πράξεων. Υπενθυμίζεται ότι, το 2011, νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό τον κ. Γ. Ραγκούση είχε καταρτίσει πλήρες νομοσχέδιο.
– Δραστικός περιορισμός του αριθμού των ειδικών συμβούλων και συνεργατών των υπουργών και βουλευτών. Οπως έχει επισημανθεί και από διεθνείς οργανισμούς, στο κεφάλαιο αυτό (και όχι στο ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης) εντοπίζεται η μείζων απόκλιση της χώρας μας από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, αφού οι θέσεις για κομματικούς φίλους είναι δυσανάλογα πολλές. Οι σχετικές ρυθμίσεις της ισχύουσας νομοθεσίας και του β΄ μέρους του Κανονισμού της Βουλής μπορούν να αλλάξουν από αύριο.
– Δέσμευση, τέλος, όλων των κομμάτων ότι, έως ότου αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, οι υπουργοί κατά των οποίων διατυπώνονται σοβαρές κατηγορίες, θα παραπέμπονται χωρίς έρευνα στο δικαστικό συμβούλιο του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος, στο οποίο και θα απόκειται η παραπομπή τους ή όχι στο υπουργοδικείο. Η δέσμευση αυτή θα συνιστούσε μιαν ελάχιστη ανταπόκριση στο πάνδημο αίτημα για παραπομπή και τιμωρία των πολιτικών εκείνων για τους οποίους υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι παρέβησαν το καθήκον τους. Και τούτο, από την ανεξάρτητη δικαιοσύνη και όχι από τη Βουλή, που δεν μπορεί παρά να ενεργεί με πολιτικά κριτήρια.
Τα ανωτέρω μέτρα δεν αρκούν βέβαια για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής και των πολιτικών. Μπορούν όμως να ληφθούν από αύριο κιόλας. Και τούτο, με σχετική ευκολία, αφού για όλα αρκεί απλή πλειοψηφία στη Βουλή. Πολύ περισσότερο που δύσκολα ένας βουλευτής θα μπορούσε σήμερα να αντιταχθεί ανοιχτά στην ψήφισή τους.
Πέρα από την ηθική διάστασή τους, θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν ουσιαστικά σε κάτι το αυτονόητο, που δυστυχώς έχουμε ξεχάσει: στο προβάδισμα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, χάρη στο οποίο η χώρα μας, όπως και κάθε χώρα, θα μπορέσει να ξεπεράσει χωρίς διχασμούς και εμφυλίους, κρίσεις χωρίς προηγούμενο όπως η σημερινή.
* Οι κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος και Αντώνης Μανιτάκης είναι καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντιστοίχως. Συμμετέχουν και οι δύο στην πρωτοβουλία «Για την Ελλάδα, τώρα!».