Σκηνοθεσία Βαγγέλης Ευθυμίου
Προβάλλεται στο ERT FFLIX
Η μάχη της Κόνιτσας είναι από τις τελευταίες ανάμεσα στον Εθνικό(Ε.Σ) και τον Δημοκρατικό (ανταρτικό) Στρατό (Δ.Σ).
Η πλευρά της υποστήριξης ή και της αιχμαλωσίας στο Δ.Σ. άντρες , γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στην Αλβανία, εδώ στο Αλμπασάν. Έκτοτε αρχίζουν οι περιπέτειες οικογενειών και μεμονωμένων παιδιών που διαμοιράστηκαν σε όλη την Ανατολική Ευρώπη.
Ο ήρωας μας ο Σταύρος Κωτούλας , κοντοχωριανός του σκηνοθέτη Βαγγέλη Ευθυμίου. Κατάγεται απ την Ζέρμα που «μεταφέρθηκε» λόγω κατολισθήσεων στην Πλαγιά της Κόνιτσας. Βρέθηκε με την μητέρα του, μικρό παιδί αυτός η αδελφή του κι ο αδελφός του, στην Αλβανία.
Ο μικρός Σταύρος Κωτούλας περίπου 10 ετών τότε όπως και τα άλλα μικρά παιδιά των οικογενειών που μεταφέρθηκαν στην Αλβανία διαμοιράστηκαν ανά τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτός μαζί κι ο αδελφός του και τοποθετήθηκαν στις παιδουπόλεις της Ουγγαρίας. Η ζωή του αν την συγκρίνουμε με εκείνη στην Αλβανία και στην ανταρτοκρατούμενη Κόνιτσα δεν ήταν κι άσκημη. Άλλωστε στα λίγα πρώτα χρόνια οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όχι η Αλβανία του Χότζα, έκαναν προσπάθειες. (Ας θυμηθούμε εδώ τις ταινίες του Πολωνού Βαϊντα).
Αλλά ο Σταύρος δεν είναι εύκολο παιδί. Έχει ταλέντο στη ζωγραφική (αργότερα θα προσθέσει και την γλυπτική), πιάνουν και τα χέρια του. Το καλό είναι ότι μόνος αυτός από τους έξι που διαγκωνίστηκαν για να πάνε στο ανώτερο καλλιτεχνικό σχολείο της Βουδαπέστης πέτυχε και νοιώθει πανευτυχής μαζί με την καθηγήτριά του που τον πιστεύει και τον στηρίζει.
Έλα όμως που οι μεγάλοι, τα στελέχη του ΚΚΕ, τώρα στην Ουγγαρία έχουν λόγο. Ήταν άριστος μαθητής ο Σταύρος και τελικά κατάφεραν να τον αποκλείσουν επιμένοντας να σπουδάσει κάτι «χρήσιμο» γιατρός, κάτι ανάλογο.
Ο Σταύρος αντέδρασε σφοδρά κάνοντας λευκή απεργία στις απολυτήριες εξετάσεις του εκεί Γυμνασίου-Λυκείου. Αλλά εκείνοι δεν του το συγχώρεσαν στέλνοντάς σε διαρκή μετακίνηση ανά τα σχολεία των απείθαρχων…
Συνέπεσαν λίγο πολύ και τα γεγονότα της Ουγγρικής αντίδρασης απέναντι στην σοβιετική αιχμαλωσία (1956) που οδήγησαν πολλούς Ούγγρους μέσα στην αναμπουμπούλα να το σκάσουν για την Αυστρία. Ένας από αυτούς ήταν κι ο δεκαοκτάχρονος πλέον Σταύρος. Πέρασε μέσα από τα συρματοπλέγματα διακινδυνεύοντας, για δεύτερη φορά. Στην Αυστρία έμεινε μια πενταετία εργαζόμενος και εκπαιδευόμενος με επιτυχία. Παρακολούθησε σχολή μαραγκών και δούλεψε στην κατασκευή και διακόσμηση βιτρινών.
Κάποια στιγμή, βρήκε την ευκαιρία, εκεί στην περίοδο της «χαμένης άνοιξης» της δεκαετίας του 60, και πάλι περιπετειωδώς έφτασε στην Αθήνα. Αλλά και στο χωριό του την έρμη νέα τώρα Βουνοπλαγιά. Όπου συναντάει την νέα διευρυμένη οικογένεια που είχε επιστρέψει κι αυτή από την Αλβανική αιχμαλωσία.
Βρήκε γρήγορα δουλειά σε ένα συνεργείο, κοντά στις καλλιτεχνικές δεξιότητές του, που επιδιόρθωνε τα μισοκαταστραμμένα μνημεία ανά την χώρα... Κι εκεί που όλα πήγαιναν πρίμα, ο επικεφαλής τον εκτιμούσε γιατί του αναγνώριζε την καλλιτεχνική του έφεση, χαιρόταν την δουλειά και την πατρίδα.
Όταν έρχεται η δικτατορία του 1967. Το χειρότερο τον καταδίδουν, μέσα στο επανακάμψαν εμφυλιακό κλίμα, για ανύπαρκτη αφορμή και δικάζεται στο στρατοδικείο της Χούντας στα Γιάννενα και παραδόξως αθωώνεται . Συνέβαλλε η ειλικρίνεια και ο καλός αληθινός χαρακτήρας του σ αυτό.
Έτσι το πήρε απόφαση ότι η χώρα δεν τον χωράει και φεύγει με ένα φίλο του και πάλι με μυθιστορηματικό τρόπο στη Σουηδία. Όπου δουλεύει, σπουδάζει ζωγραφική αλλά και γλυπτική και παντρεύεται Σουηδέζα, κάνει μια κόρη την Ευγενία -Έλενα, ζει ελεύθερα και δημιουργικά.
Αλλά παρόλα αυτά πάλι δεν τον χωράει ο τόπος. «Νόστιμον Ήμαρ». Και με την πτώση της δικτατορίας τα παρατάει όλα και επιστρέφει στην πατρίδα.
Κάποια στιγμή ο Σταύρος συναντάει το Βαγγέλη Ευθυμίου και όλα είναι ονομαστικά ντοκιμαντέρ στην πραγματικότητα μια πλήρης μυθοπλασία της πραγματικότητας, ταινία.
(Δεν είμαι κριτικός ούτε των ντοκιμαντέρ, ούτε ταινιών με υπόθεση. Έτσι απολογούμαι γιατί παρεμβαίνω στα χωράφια άλλων…)
Ο Βαγγέλης Ευθυμίου υπερβαίνει, ενώ το υπηρετεί το στερεότυπο του συνηθισμένου ντοκιμαντέρ. Δημιουργεί μια ζωντανή αφηγηματική πραγματικότητα. Εικονογραφεί τις πολυτάραχες φάσεις του βίου του ηρώα του αλλά ταυτόχρονα του δίνει την ευκαιρία και σχολιάζει ο ίδιος το ιστορικό πλαίσιο στην κάθε ιστορική φάση. Από τον αφηγηματικό λόγο του Σταύρου αναδείχνεται ένα πρόσωπο με μεγάλη αυτογνωσία παράλληλα με μια κωμική αίσθηση του τραγικού και της διακινδύνευσης, ένα είδος Ζορμπά, του ήρωα του Καζαντζάκη.
Η Ταινία ξεκινάει από την αναγκαστική, απεγνωσμένη και αδιέξοδη, είσοδο-αιχμαλωσία σημαντικού μέρους του πληθυσμού της περιοχής κυρίως περί την Κόνιτσα στην Αλβανία. Αναδείχνει την απέραντη μιζέρια και τον παραλογισμό στον εμφύλιο μεταξύ «νικητών» και «ηττημένων». Όντας και ο ίδιος από τα ίδια χωριά χρησιμοποιώντας και ιστορικά εικονογραφημένα μας εισάγει στο χώρο και το χρόνο,
Εικονογραφεί αλλά και σχολιάζει την ζωή των διαμοιρασμένων παιδιών στην Ανατολική Ευρώπη, εδώ στην Ουγγαρία. Με την καθυστερημένη νοοτροπία των πρώην στελεχών του αντάρτικου κινήματος.
Περιγράφει την άλλη εικόνα του Δυτικού τότε κόσμου με το πέρασμα του Σταύρου από την μεταπολεμική Αυστρία.
Φιλοτεχνεί την πρώτη επιστροφή του στην Αθήνα και στα πάτρια χωριά του. Αλλά και την δημιουργική προσαρμογή του στην Ελλάδα της δεκαετίας του 60.
Και ενώ όλα πάνε καλά, με τους όρους της εποχής εκείνης κι ο Σταύρος εντάσσεται στην Πατρίδα έρχεται το 1967 η γελοία δικτατορία των συνταγματαρχών. Κι ο παραλογισμός του εμφυλίου που κάπως είχε περιοριστεί αναβιώνει πιο κραταιός Το τότε παρακράτος, όπως λεγότανε, γίνεται εξουσία.
Έτσι ο πολυμήχανος Σταύρος βρίσκει τον τρόπο και το σκάει στην Σουηδία όπου η χώρα αυτή πρωτοπορούσε στην Ευρώπη.
Στη Σουηδία ο Σταύρος, με τόση πείρα δεν δυσκολεύεται να αναδείξει όλα τα ταλέντα του και κυρίως το πολύπλευρο καλλιτεχνικό.
Στη Σουηδία παντρεύεται και κάνει την μονάκριβη κόρη του. Και πολλά άλλα. Η κόρη του είναι κι αυτή παρούσα στην ταινία.
Κι ενώ η ζωή του εξελίσσεται με τις καλλίτερες προϋποθέσεις ο Σταύρος τα παρατάει όλα, μετά την πτώση της δικτατορίας κι επιστρέφει στην γεννήτρια χώρα.
Κι είναι πια εδώ. Έχοντας αφήσει την κόρη του στην μητέρα της και στην Σουηδία,
Η ταινία ολοκληρώνεται με τον εξαιρετικό διάλογο πατέρα και κόρης εκεί με εικόνα το χωριό του, μια περίλαμπρη άνοιξη(;). Είναι ένας εξαιρετικός διάλογος ανάμεσα σε πατέρα και παιδί εδώ η μονάκριβη κόρη. Η κόρη αναφέρεται στο προαιώνιο δικαίωμα του παιδιού να έχει τον πατέρα του, ανεξάρτητα από τις όποιες δυσκολίες των γονιών του. Ο Σταύρος βρίσκει διέξοδο και απαντά κλείνοντας το διάλογο. Ολοκληρώνει με την απάντησή του την ουσία μιας διαδρομής και ενός προσωπικού δράματος. Η συνέχεια στην οθόνη…
Υ.Γ.1 Η ταινία με συγκίνησε για ένα πρόσθετο λόγο. Ο συνονόματος, πρώτος εξάδελφος του πατέρα μου, Θανάσης Καλουδιώτης, πιάστηκε αιχμάλωτος από το Δημοκρατικό Στρατό στην Κόνιτσα, όταν υπηρετούσε την θητεία του στον Εθνικό Στρατό. Και τον πήραν στην Αλβανία.
Έζησε για εννιά χρόνια σε στρατόπεδα στο καθεστώς του Χότζα με την «επίβλεψη» και από πρώην στελέχη του αντάρτικου. Επέστρεψε μετά από συμφωνία με το καθεστώς, στην Ελλάδα. Μαζί με περίπου τριακόσιους συν αιχμαλώτους , το 1956
Είχα πολλές συζητήσεις μαζί του και μου εξέφραζε πάντα την επίμονη επιθυμία του να αφηγηθεί την ιστορία της αιχμαλωσίας του. Φυσικά και τον ενθάρρυνα.
Στα 2003 το Πάσχα, μου παρέδωσε ένα καθαρογραμμένο και καλλιγραφημένο κείμενο που με κατέπληξε. Είχα στα χέρια μου μια συγκλονιστική μαρτυρία. Συνεργαστήκαμε στην έκδοση, του βιβλίου του «Αιχμάλωτος στην Αλβανία του Χότζα» το οποίο και προλόγισα.(Εκδόσεις Σ. Ζαχαρόπουλος 2003) Θεωρώ πως ήταν κι αυτό, όπως και η ταινία των Βαγγέλη και Σταύρου, μια σημαντική συμβολή στις ανάσυρση σημαντικών λευκών σελίδων της σύγχρονης ιστορία μας.
Υ.Γ.2. Την ταινία θα τη βρείτε στο ERTFLIX, ελληνικά ντοκιμαντέρ. Η ταινία έγινε σε συνεργασία με την ΕΡΤ.
Υ.Γ.3. Ο Βαγγέλης Ευθυμίου έχει κάνει πολλές ανάλογες δουλειές. Τώρα έχει ετοιμάσει και θα παρουσιάσει την βιογραφία του τόσο σημαντικού και αξέχαστου αρχαιολόγου Πέτρου Θέμελη, του αρχαιολόγου που έκανε έργο ζωής την πρότυπη αναστήλωση της Αρχαίας Μεσσήνης, αναστηλώνοντας ένα από τα κορυφαία αρχαία μνημεία μας.