Πέντε ερωτήματα στον Ι.Κ. Πρετεντέρη

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 14 Δεκ 2020

Ο Ι.Κ. Πρετεντέρης μου κάνει συχνά την τιμή να αναφέρεται στις απόψεις μου για τα Ελληνοτουρκικά. Τον ευχαριστώ θερμά. Είναι σημαντικό βέβαια οι απόψεις να μην παραποιούνται. Και ενώ είναι προφανές ότι διαφέρουμε μεταξύ μας, πιστεύω ότι ξεκινάμε από κοινή αφετηρία: πώς, με ποιά στρατηγική,  μπορούμε να προστατεύσουμε καλύτερα την ελληνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αυτή είναι οπωσδήποτε η δική μου έγνοια και γι αυτό εργάστηκα τόσα χρόνια και νομίζω ότι έχω συνεισφέρει κάτι κάνοντας το χρέος μου στην πατρίδα. Θα ήθελα όμως να διατυπώσω πέντε ερωτήματα προς τον κ. Πρετεντέρη ιδιαίτερα πάνω στο επίμαχο ζήτημα των κυρώσεων ενάντια στην Τουρκία. Ειδικότερα: 


Πρώτον, γιατί θέλουμε τις κυρώσεις, για να τιμωρήσουμε την Τουρκία ή για να αλλάξουμε την (επιθετική) συμπεριφορά της;  Εάν τις θέλουμε ως τιμωρία τότε καλύτερα να το πούμε ευθέως και να μετατρέψουμε την Ένωση σε οιονεί δικαστήριο για την επιβολή ποινών και τιμωρίας. Αλλά εάν, όπως νομίζω, τις θέλουμε ως μέσον για να αλλάξουμε τη συμπεριφορά της, τότε η εκτίμηση είναι ότι οι έκνομη συμπεριφορά της δεν θα αλλάξει. Το πιθανότερο είναι να χειροτερεύσει. Οι κυρώσεις μπορεί να είναι ένα χρήσιμο όπλο εάν αποδίδουν. Και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποδίδουν. Παραδείγματα: οι κυρώσεις της ΕΕ ενάντια στη Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας (2014). Καμιά αλλαγή. Η Κριμαία παραμένει τμήμα της Ρωσίας βαθύτερα ενσωματούμένη σ αυτή. Άλλο παράδειγμα: οι ιδιαίτερα σκληρές κυρώσεις των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράν για να σταματήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Το Ιράν μpορεί να γονάτισε οικονομικά λόγω των κυρώσεων αλλά το πυρηνικό του πρόγραμμα όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά αντίθετα επιταχύνθηκε. Το αποτέλεσμα; Οι ΗΠΑ υπό τον Τζο Μπάιντεν εγκαταλείπουν τις κυρώσεις και επανέρχονται στη συμφωνία (JCPOA) για το πάγωμα του πυρηνικού προγράμματος από το οποίο απεσύρθησαν υπό τον πρόεδρο Τραμπ.


Όπως γράφουν δύο ιδιαίτερα σοβαροί αναλυτές οι H. Pope και N. Goksel « οι κυρώσεις δεν πρόκειται να στραπατσάρουν τη δύναμη του Ερντογάν, το αντίθετο θα ενισχύσουν τους σκληροπυρηνικούς , θα τροφοδοτησουν το λαϊκισμό και θα συρρικνώσουν οποιαδήποτε συμπάθεια της Τουρκίας προς τη Δύση» (“ Turkeydoes its own Thing”. The World Today/Chatam House, Δεκέμβριος-Ιανουάριος 2020/2021) 


Δεύτερον, ας υποθέσουμε ότι η Ευρώπη επιβάλλει τις αυστηρές κυρώσεις. Τι ακολουθεί μετά; Τι προσδοκά δηλαδή Ελληνική πλευρά ότι θα ακολουθήσει; Όταν αποφασίζεις ένα βήμα θα πρέπει να ξέρεις ποιό είναι το επόμενο για να μην πέσεις σε κανένα λάκκο.  Εάν η Ελληνική πλευρά περιμένει ότι “μετά” η Τουρκία θα προστρέξει με ανοιχτάς αγκάλας στο διάλογο για να συζητήσει μόνο οριοθέτηση ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) και υφαλοκρηπίδα όπως ζητά η Ελληνική πλευρά, τότε προφανώς αυταπατάται. Δεν θα προσέλθει. Και όχι μόνο δεν θα προσέλθει αλλά, όπως προαναφέραμε, θα σκληρύνει τη θέση της και τη συμπεριφορά της με ενέργειες που δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύσουμε τα χειρότερα; Να πάμε ακόμη περισσότερο “από το κακό στο χειρότερο” όπως φαίνεται να πηγαίνουμε με  τη σταθερή  δημιουργία τετελεσμένων εις βάρος μας όπως γίνεται τον τελευταίο καιρό;  


Τρίτον, η πλειοψηφία των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ένωσης θεωρεί την Τουρκία, καλώς ή κακώς αδιάφορο, ως ένα αναγκαίο στρατηγικά εταίρο για πολλούς λόγους και επομένως δεν θέλει να την απομονώσει μέσω της επιβολής αυστηρών κυρώσεων. Δεν την βλέπει ως μείζονα απειλή όπως είναι για την Ελλάδα που είναι δίπλα της. Πώς αλλάζουμε αυτή την εκτίμηση και αυτή την αντίληψη; Με τα βέτο; Μα δεν βλέπετε τι έγινε με το βέτο Πολωνίας και Ουγγαρίας; Απειλήθηκαν ότι εάν επιμείνουν θα τεθούν εκτός Ταμείου Ανάκαμψης και έτσι εγκατέλειψαν τα βέτο και τα άλλα ηχηρά παρόμοια με μια face-saving Δήλωση. Τα βέτο από μικρές χώρες σπανίως επίσης αποδίδουν. Γι αυτό πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και φαντασία, ευρηματικά. Και πάντως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει και άλλη στρατηγική για τη μεγιστοποίηση των ελληνικών συμφερόντων έξω από τις κυρώσεις και τα βέτο  που θα μπορούσαμε να προωθήσουμε. 


Τέταρτον, γιατί είναι τόσο κακό, “συνιστά οιονεί συνθηκολόγηση”, να πάμε σε διάλογο για όλα τα θέματα με σκοπό να ιχνηλατήσουμε, διερευνήσουμε προθέσεις, όρια, στόχους; Τονίζω σε διάλογο (διερευνητικές επαφές) άτυπο και όχι σε διαπραγμάτευση που συνήθως καταλήγει σε κάποια τυπική συμφωνία. Ο Κ. Καραμανλής (ο πρεσβύτερος) έλεγε ότι μεταξύ όμορων χωρών θα πρέπει να συζητούνται τα πάντα. Γι αυτό άλλωστε επινοήσαμε την έννοια του διαλόγου/ διερευνητικών επαφών το 2002.  Για να αποφύγουμε τα προβλήματα της τυπικής διαπραγμάτευσης για την οποία ισχύουν προϋποθέσεις και σαφώς οριοθετημένη agenda.  


Πέμπτον, συνιστά ή δεν συνιστά μια σχετικώς καλύτερη κατάσταση για την Ελλάδα η βαθύτερη πρόσδεση της Τουρκίας στην Ευρώπη; Μια Ευρωπαϊκή – όσο γίνεται – Τουρκία.  Βεβαίως δεν συζητούμε τώρα για πλήρη ένταξη. Η αυταρχική Τουρκία δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Αλλά μια ειδική σχέση (με ρυθμίσεις και για τα ελληνικά συμφέροντα) με άξονα την τελωνειακή ένωση είναι εφικτή. Γιατί λοιπόν να μην επιδιωχθεί ενεργά από ελληνικής πλευράς;


Τέλος, είμαστε ή δεν είμαστε “αιχμάλωτοι της γεωγραφίας”;  Εάν ναί, τότε υπάρχει άλλος τρόπος ειρηνικής συμβίωσης έξω από την επίλυση των οποιωνδήποτε διαφορών μέσω του διαλόγου, διαπραγμάτευσης και τελικά διεθνούς δικαιοσύνης στο ταχύτερο δυνατό χρονικό διάστημα, καθώς έχει αποδειχθεί ότι η παρέλευση του χρόνου “δεν εργάζεται υπέρ ημών”; Και με την αποτελεσματική αποτρεπτική ισχύ ως   μέσο στήριξης της διαπραγμάτευσης. 

Πηγή: www.tanea.gr