Πέντε χρόνια τροχάδην επιτόπου

Κώστας Καλλίτσης 28 Σεπ 2014

Λαχανιάζουμε, μας κόβεται η ανάσα, νιώθουμε ότι πλέον δεν μας κρατούν τα πόδια μας από το πολύ τρέξιμο, αλλά παρά ταύτα δεν έχουμε απομακρυνθεί από το σημείο εκκίνησης ούτε λίγα μέτρα. Πώς το καταφέραμε; Κάνοντας εξαντλητικό τροχάδην επιτόπου. Ή, με άλλα λόγια, ακολουθώντας την τακτική του σκύλου. Οταν αυτός τρέχει πίσω από την ουρά του.

Είναι χαρακτηριστικές οι συγκρούσεις γύρω από το πρόβλημα του κράτους. Χωρίς ισχυρό κράτος καμία πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά, κάθε ανεπτυγμένη οικονομία στηρίζεται σε ένα ισχυρό κράτος – αυτά και άλλα είναι κοινός τόπος, πασίγνωστα. Το «δικό μας» κράτος ήταν διαλυμένο στο απέραντο τέλμα των πελατειακών σχέσεων, εχθρικό προς τον πολίτη και την ανάπτυξη, περίσσευε εκεί όπου ήταν άχρηστο και απουσίαζε όπου κι όποτε το χρειαζόσουν. Ηταν χρήσιμο μόνο για να αναλαμβάνει το ρίσκο ενός συνεχούς υπέρογκου δανεισμού και να διανέμει το προϊόν αυτού του δανεισμού (με δημοκρατικές και συναινετικές διαδικασίες…) ώστε να αναπαράγεται το μοντέλο του παρασιτικού καπιταλισμού. Με το ξέσπασμα της κρίσης, η μεταρρύθμιση του κράτους θα ήταν, λογικά, πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη. Θα έπρεπε δηλαδή να τεθούν και να απαντηθούν τρία θεμελιώδη ερωτήματα: (α) Τι τύπο κράτους χρειαζόμαστε, τι κράτος θέλουμε; (β) Ποια θα είναι η δομή του, ώστε να υπηρετεί τους στόχους που του θέτουμε; (γ) Ποιες προδιαγραφές πρέπει να έχουν όσοι θα εργάζονται σε αυτό, με ποια κριτήρια θα γίνεται η στελέχωσή του και η αξιολόγηση; Αυτά, τα θεμελιώδη και αυτονόητα, δεν τέθηκαν και δεν απαντήθηκαν.

Αντ’ αυτών: (α) Δεν υπήρξε οποιοδήποτε σχέδιο για τις ώριμες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος. (β) Αρχίσαμε ανάποδα, με απολύσεις με οριζόντια κριτήρια, δηλαδή στην ουσία άκριτα (με αποκορύφωμα το κλείσιμο της ΕΡΤ που απέδωσε το γελοίο αποτέλεσμα της ΝΕΡΙΤ…) ενώ παράλληλα (γ) οι θέσεις ευθύνης διανέμονταν ως λάφυρο στα κυβερνητικά κόμματα και ποικίλα παλιά ή νεοσύστατα όργανα παραγεμίζονταν με ρουσφέτια, (δ) ξένοι σύμβουλοι υποκαθιστούσαν λειτουργίες και τμήματα της δημόσιας διοίκησης και, ταυτόχρονα, (ε) η νομοθεσία γινόταν τόσο περίπλοκη και αδιαφανής ώστε τελικά η εξουσία του κράτους να διευρύνεται και, μαζί, να μεγαλώνει η ταλαιπωρία των πολιτών και των επιχειρήσεων από αυτό. Αποτέλεσμα, σήμερα έχει απομείνει μόνο ένα κεντρικό μέτωπο πολιτικής σύγκρουσης, να πιάσουμε τους «στόχους»: Από τη μια πλευρά είναι εκείνοι που θέλουν να πιαστούν οι στόχοι απολύσεων που έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα και από την άλλη πλευρά είναι εκείνοι που δεν θέλουν να πιαστούν αυτοί οι στόχοι. Η ουσία, η διάρθρωση, η στελέχωση του κράτους, είναι θέματα εκτός ατζέντας – το πολιτικό σύστημα δεν παθιάζεται με αυτά. Επί της ουσίας, ο κύκλος κλείνει εκεί που είχε ανοίξει πριν από πέντε χρόνια, βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε – από ορισμένη άποψη, ίσως λίγο πιο πίσω.

Το κράτος είναι ένα μείζον θέμα, αλλά δεν είναι το μόνο πεδίο επί του οποίου ασκούμαστε στο τροχάδην επιτόπου ή στο κυνήγι της ουράς μας. Παρακολουθούμε τη συζήτηση περί του τέλους των Μνημονίων και περί της εξόδου της χώρας από σχετικά προγράμματα. Από πού ξεκινήσαμε και πού, άραγε, βρισκόμαστε σήμερα; Η Ελλάδα μπήκε σε Μνημόνιο αφού δανείστηκε για τελευταία φορά με 6% περίπου, έπειτα έκλεισαν γι’ αυτήν οι αγορές, σε μια εποχή που υπήρχε σπάνις κεφαλαίων διεθνώς, πριν περίπου από 5 χρόνια. Τώρα, που υπάρχει διεθνώς πληθώρα κεφαλαίων που αναζητούν κερδοφόρες τοποθετήσεις, ίσως η χώρα μπορεί να συνεχίσει να δανείζεται με περίπου το ίδιο επιτόκιο από τις αγορές. Τι, αλήθεια, επιτεύχθηκε στο μεσοδιάστημα; Πώς αξιοποιήθηκαν τα 230 δισ. περίπου του νέου χαμηλότοκου δανεισμού της χώρας; Πόση απόσταση έχουμε διανύσει από τότε που βίαια ξέσπασε η κρίση, στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης της οικονομίας και της χώρας;

Οι θεσμοί είναι εξουθενωμένοι, η διαπλοκή, το πολιτικό χρήμα, τα συμφέροντα της φοροδιαφυγής και της ανομίας είναι ισχυρά – λες, έμειναν άθικτα ή ενισχύθηκαν μέσα στην κρίση που ταλανίζει όλη την άλλη Ελλάδα. Η οικονομία είναι εξασθενημένη, η παραγωγική δυναμικότητα συρρικνωμένη, η αποεπένδυση είναι σε ιστορικά υψηλό σημείο (οι αποσβέσεις υπερβαίνουν τις επενδύσεις…), τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα (π.χ. ασφαλιστικό) παραμένουν άλυτα. Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική ισορροπία πόρρω απέχει από το να καταστεί διατηρήσιμη, τα πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν τεθεί ως στόχοι δεν είναι επιτεύξιμα, η εξωτερική ισορροπία της οικονομίας είναι εύθραυστη στο πρώτο φύσημα μιας έστω ασθενικής ανάκαμψης, η μεγάλη ανεργία είναι η βάση της πρωτοφανούς ανθρωπιστικής κρίσης που καταγράφεται και επίσημα από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: 2,5 εκατ. άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κι άλλοι 3,8 εκατ. αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο. Η χώρα ασθμαίνει τρέχοντας επιτόπου.