Πενήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη

Βασίλης Δεληγκάρης 25 Μαϊ 2013

Η συζήτηση για την αναγκαιότητα της ψήφισης ή μη του αντιρατσιστικού νόμου συμπίπτει αυτές τις ημέρες με μια μαύρη επέτειο, με μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που μια νύχτα του Μάη του 1963 δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης.

Κάτι ρεμάλια του μετεμφυλιακού παρακράτους καβάλησαν εκείνο το βράδυ ένα τρίκυκλο και πήγαν και του τσάκισαν το κρανίο, την ώρα που εκείνος έβγαινε με θάρρος, αξιοπρέπεια και με ψηλά το κεφάλι από μια πολιορκούμενη από χαφιεδομάνι και χωροφύλακες πολιτική συγκέντρωση, στην οποία ήταν ομιλητής.

Άραγε, σήμερα, έχουμε λιγότερα ρεμάλια που είναι έτοιμα και αποφασισμένα να καβαλήσουν ένα άλλο τρίκυκλο, να σηκώσουν ένα ρόπαλο και να τσακίσουν ένα άλλο κεφάλι; Δεν θα το έλεγα… Η παρουσία των φασιστικών ταγμάτων εφόδου που κάθε τόσο αναλαμβάνουν εγκληματική δράση, κυρίως εναντίον ανυπεράσπιστων και ανήμπορων να αμυνθούν μεταναστών (προς το παρόν), και όχι μόνο, και η δράση των οπλοφόρων βουλευτών της Χρυσής Αυγής, εντός και εκτός του κοινοβουλίου, γίνεται με έναν μάλλον πολύ πιο απροκάλυπτο τρόπο από ό,τι εκείνη την ανώμαλη περίοδο. Χωρίς προσχήματα, φανερά, προκλητικά, όχι μόνο στα σκοτάδια της νύχτας αλλά και «ντάλα μεσημέρι» και μερικές φορές και σε εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο, σε προφανή διασύνδεση, όπως και τότε όμως, με μηχανισμούς του κράτους και ιδιαίτερα αυτών της αστυνομίας και του στρατού.

Τότε ως πρόφαση υπήρχε ο λεγόμενος (ακόμη και σήμερα) κομμουνιστικός κίνδυνος, σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές της από τον αιματηρό εμφύλιο και σήμερα με το υπαρκτό πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης. «Ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε και γιγαντώθηκε εκτός από την προσφορά μαύρης εργασίας (και εκμετάλλευσης φυσικά) και από τις ανατροπές των καθεστώτων, των πολεμικών καταστάσεων και των ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Ας μη μασάμε όμως τα λόγια μας… το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο αν τελικά κατατεθεί και πρέπει να κατατεθεί, αυτόν ακριβώς τον συγκεκριμένο μέγιστο κίνδυνο θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει. Τον κίνδυνο δηλαδή του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας και του φασισμού της Χρυσής Αυγής. Αυτό είναι το «επίδικο» ζήτημα και το διακύβευμα αυτής της πολιτικής αντιπαράθεσης και επ’ αυτού καλούνται να αποφασίσουν αυτές τις ημέρες οι πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων, τα ίδια τα κόμματα και οι βουλευτές. Με την υποσημείωση απάντηση στο επιχείρημα πως υπάρχει επαρκές νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του ρατσισμού πως τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχει, γιατί απλούστατα το υπάρχον πλαίσιο νομοθετήθηκε μετά τη μεταπολίτευση σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, άσε που και αυτό ακόμη δεν εφαρμόζεται, γιατί δεν υπάρχει πολιτική και κρατική βούληση να εφαρμοσθεί.

Η ψήφιση ενός επαρκέστερου και πιο σύγχρονου πλαισίου θα καταδείκνυε ταυτόχρονα και την αποφασιστικότητα του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου απέναντι στον φασισμό, τη μισαλλοδοξία και τη ρατσιστική – φασιστική βία. Θα σηματοδοτούσε την πολιτική απόφαση πως δεν θα αφήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ελληνική κοινωνία βορά σε νέα ρεμάλια με τα τρίκυκλα.