Όπως εύστοχα αναλύθηκε στον ημερήσιο τύπο, οι διαδικασίες εκλογής πανεπιστημιακών καθηγητών πάσχουν. Με αφορμή πρόσφατες εξωφρενικές περιπτώσεις εκλογών μελών ΔΕΠ σε νεοσύστατα τμήματα πρώην ΤΕΙ, αποκαλύφθηκε ότι συχνά εξυφαίνονται μεθοδεύσεις που νοθεύουν την αξιοκρατική κρίση. Τα εκλεκτορικά σώματα δεν εκλέγουν πάντα τον ικανότερο ούτε τον καταλληλότερο νέο επιστήμονα που θα υπηρετήσει, πιθανώς επί δεκαετίες, στην καθηγητική θέση.
Ωστόσο, αν και απαράδεκτα, τα φαινόμενα μη αξιοκρατικών επιλογών δεν συνιστούν το κύριο πρόβλημα. Πολύ ευρύτερο είναι το ζήτημα του τρόπου επιλογής του επιστημονικού (γνωστικού) αντικειμένου της καθηγητικής θέσης που προκηρύσσεται. Η ισχύουσα διαδικασία για τον καθορισμό του αντικειμένου ευνοεί την επώαση επιτηδευμένων μετριοτήτων που προέρχονται συνήθως από το εσωτερικό του Ιδρύματος, υπονομεύει καίρια την προσέλκυση των αρίστων, ιδίως από το εξωτερικό, και, προπάντων, παρεμποδίζει την ανανέωση και συνεχή προσαρμογή του Πανεπιστημίου στις νεώτερες επιστημονικές εξελίξεις. Τα επιστημονικά αντικείμενα διαμορφώνονται κατά κανόνα από μικρές κλειστές ομάδες που μπορεί να εξυπηρετούν συντεχνιακές, πελατειακές ή και οικογενειοκρατικές σκοπιμότητες. Έτσι, επιτυγχάνεται η πρόσληψη του συγκεκριμένου ευνοούμενου προσώπου, που τυχαίνει να έχει ειδικότητα ακριβώς στο στενό αντικείμενο της θέσης που έχει προκηρυχθεί.
Μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε από τρανταχτές περιπτώσεις, ανακοινώθηκε επισήμως ότι θα βελτιωθεί ο τρόπος εκλογής νέων μελών ΔΕΠ. Ατυχώς όμως, κυβερνητικά πρόσωπα που χειρίζονται τα πανεπιστημιακά θέματα παραμένουν πιστά στην λογική αρκετών πρυτάνεων και μιας μερίδας καθηγητών, οι οποίοι επιλέγουν την στασιμότητα έναντι μιας ριζικής αλλαγής του πελατειακού πανεπιστημίου. Έτσι, οι μεταρρυθμίσεις που φαίνεται να σχεδιάζονται είναι μόνο επιφανειακές και περιθωριακές, αφήνοντας ανέπαφες τις θεσμικές αιτίες που συντηρούν την πελατειοκρατία στα Πανεπιστήμια. Οι βελτιώσεις που έχουν ακουστεί, όπως η θέσπιση ασυμβίβαστου (π.χ. συγγένεια) συμμετοχής σε εκλεκτορικό σώμα, η υποχρεωτική συμμετοχή καθηγητών από το εξωτερικό ή η επιλογή εκλεκτόρων με κλήρωση, θα ήταν αμφίβολης χρησιμότητας και, παράλληλα, υποτιμητικές για μια ανεπτυγμένη χώρα.
Αντ? αυτών, χρειάζεται ουσιαστική αλλαγή του τρόπου καθορισμού των επιστημονικών αντικειμένων, τα οποία να μελετώνται προσεκτικά πριν διαμορφωθούν οι καθηγητικές θέσεις, ώστε να ανταποκρίνονται στις προγραμματικές προτεραιότητες της Σχολής και του Πανεπιστημίου. Εδώ, είναι αναγκαία η ουσιαστική εμπλοκή του Κοσμήτορα, ο οποίος οφείλει να επεξεργασθεί μια τεκμηριωμένη πρόταση για το γνωστικό αντικείμενο και να την εντάξει στην στρατηγική, για την υλοποίηση της οποίας λογοδοτεί. Οι δε Κοσμήτορες των Σχολών και οι Πρυτανικές Αρχές να επιλέγονται και να ελέγχονται από ένα ανώτερο συλλογικό σώμα, αυτό που εκπονεί και την στρατηγική, ώστε να είναι απαλλαγμένοι από πελατειακές σχέσεις με ψηφοφόρους καθηγητές.
Τα προβλήματα των ελληνικών Πανεπιστημίων είναι θεσμικά και όχι ανθρωπολογικά. Οφείλονται όχι σε έλλειψη ικανότητας των μονοπρόσωπων εκτελεστικών οργάνων, όπως ο Πρύτανης και ο Κοσμήτορας, αλλά σε απηρχαιωμένους και αντιαναπτυξιακούς κανόνες λειτουργίας. Δεν χρειάζεται να ξαναεφευρεθεί ο τροχός, είναι γνωστή η θεσμική οργάνωση που ισχύει εδώ και χρόνια σε όλα σχεδόν τα αξιόλογα δυτικά πανεπιστήμια.
Πηγή: www.tanea.gr