Στη γειτονική Ιταλία, η κυβέρνηση Μόντι στις πρώτες 100 μέρες μείωσε στο μισό το κόστος του πολιτικού προσωπικού, ακύρωσε την αγορά στρατιωτικών αεροπλάνων από τις ΗΠΑ, κατάργησε τις φοροαπαλλαγές της εκκλησίας, αποσύρθηκε από την ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων. Άνοιξε κλειστά επαγγέλματα και αγορές, με αεροφωτογραφίες ανακάλυψε 1 εκατομμύριο ακίνητα που δεν πλήρωναν τέλη, έστειλε τους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς στα κοσμικά θέρετρα για σαφάρι εναντίον της φοροδιαφυγής. Μείωσε κατά 30% το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και προκήρυξε τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες με στόχο να εισπράξει 2,5 δις.
Όλοι κατάλαβαν ότι οι άνθρωποι σοβαρολογούν και σταμάτησαν να ασχολούνται μαζί τους. Μείωσαν κι εκεί μισθούς και συντάξεις, όμως τα δημοσιονομικά μέτρα έγιναν πιο εύκολα δεκτά γιατί πείσθηκαν ότι δεν είναι απλώς μια προσπάθεια να μεταφερθεί το κόστος στους ασθενέστερους για να διατηρήσουν άλλοι τα προνόμιά τους.
Στην Ιταλία κανείς δεν μιλάει για πρόωρες εκλογές. Ο αριστερός πρόεδρος Ναπολιτάνο δηλώνει ότι εκλογές τώρα θα ήταν καταστροφικές. Στη γειτονική μας χώρα, οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις συμφώνησαν ότι περνάνε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση για να προχωρήσει γρήγορα τις αλλαγές που έκριναν αναγκαίες. Αν δεν τα πάει καλά, θα αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους ή την ανοχή τους. Έτσι γίνεται συνήθως. Εμείς συζητάμε αν ο Μόντι είναι τεχνοκράτης. Πιο πολιτικές δεν θα μπορούσαν να είναι οι αποφάσεις της ιταλικής κυβέρνησης.
Στη δική μας χώρα δοκιμάζουμε για τέταρτη φορά να λύσουμε το ζήτημα των ταξί. Έχουμε αλλάξει ήδη τρεις υπουργούς και τρία νομοσχέδια και πάμε για το τέταρτο. Στη δική μας χώρα τον Νοέμβριο συζητούσαμε αν η κυβέρνηση θα είναι ορισμένου έργου, περιορισμένης ευθύνης ή συγκεκριμένου χρόνου. Αν οι εκλογές θα γίνουν σε 88 μέρες ή σε 90.
Έτσι κάπως, εγκλωβισμένοι, πάμε τώρα σε εκλογές. Είναι το μόνο που ξέρουμε καλά. Γιατί πάμε σε εκλογές; Γιατί έπρεπε ο Α. Σαμαράς να γίνει πρωθυπουργός. Είχε κανένα λόγο αυτός ο χριστιανός να κάνει όλα αυτά που έκανε; Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι το Πασόκ, και τέλεια όλα να τα έκανε, που κάθε άλλο, μόνο από το γεγονός ότι παρέλαβε ένα κράτος με 36 δις έλλειμμα το χρόνο και έπρεπε να το μηδενίσει, θα ήταν αναγκαστικά η πιο αντιπαθής κυβέρνηση της νεότερης ιστορίας. Θα συσσώρευε όλη τη δυσαρέσκεια μιας κοινωνίας που έπρεπε να προσαρμοστεί βίαια στην πραγματικότητα. Η Ν.Δ. δεν είχε παρά να περιμένει, να κάνει αντιπολίτευση, να κάνει κριτική στις καθυστερήσεις, στα λάθη. Όμως ο Α. Σαμαράς δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Προτίμησε να επιλέξει το στρατόπεδο του «αντιμνημονιακού μετώπου». Για ενάμιση χρόνο ο λόγος του δεν διέφερε από το λόγο του Τσίπρα, ακόμα και σήμερα οι ανακοινώσεις της ΔΑΚΕ δεν διαφέρουν από αυτές του ΠΑΜΕ. Με αποτέλεσμα να νομιμοποιήσει το αντιευρωπαϊκό, αντιμεταρρυθμιστικό ρεύμα.
Αφού έτσι διαπαιδαγώγησε το κόμμα του επί 2 χρόνια, τώρα παραδίδει ένα μεγάλο μέρος του στον Καμμένο. Ήταν αναμενόμενο. Δεν γίνεται να διαγράφεις τη μια χρονιά τους βουλευτές σου επειδή ψήφισαν το Μνημόνιο και την άλλη χρονιά να τους διαγράφεις επειδή δεν το ψήφισαν. Ο κ. Σαμαράς κατάλαβε την τελευταία στιγμή, πέρυσι τον Νοέμβριο, ότι μπορεί να γινόταν πρωθυπουργός, αλλά θα ήταν ο πρωθυπουργός της δραχμής. Μπήκε στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου αναγκαστικά, αλλά πληρώνει τώρα την προηγούμενη αντιπολιτευτική τακτική.
Το χειρότερο είναι ότι δεν έκανε απλώς ένα πολιτικό λάθος. Είναι ότι το λάθος αυτό ήταν πολιτική επιλογή. Βλέποντας ότι το άλλο κόμμα του δικομματισμού, δεσμευμένο στις ευρωπαϊκές συμβάσεις, είναι υποχρεωμένο στα λόγια τουλάχιστον να επαγγέλλεται μεταρρυθμίσεις που θίγουν τον ελληνικό παρασιτισμό, ο ίδιος, με τη σφοδρή αντιμνημονιακή του ρητορική, δύο χρόνια έκλεινε το μάτι στο πελατειακό κράτος. Χάιδευε τα αυτιά υποσχόμενος σε όλους ότι δεν πρόκειται να χάσουν τίποτα, ότι αυτός είναι η πελατειακή τους εκπροσώπηση.
Πελατειακό κράτος, όμως, χωρίς λεφτά δεν υπάρχει. Αυτή είναι και η αληθινή αιτία της πολυδιάσπασης των ελληνικών κομμάτων. Ο συνδετικός ιστός, οι πελατειακές σχέσεις, χωρίς λεφτά διαλύονται.
Έτσι τα πράγματα οδηγήθηκαν αναγκαστικά εδώ. Σε εκλογές χωρίς ερώτημα. Μήπως είναι η αυτοδυναμία; Μέσα σε ενάμιση χρόνο το Πασόκ κατάλαβε αυτό που ήδη γνωρίζαμε: Η αναδιάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας είναι τιτάνιο έργο που απαιτεί διευρυμένες πολιτικές συμμαχίες και κοινωνικές συναινέσεις. Και από πέρυσι το καλοκαίρι ζήτησε συγκυβέρνηση από τα άλλα κόμματα. Αλλά και η Ν.Δ. πιο πριν ούτε που προσπάθησε. Μόλις τα ελλείμματα εκτροχιάστηκαν, δεν δοκίμασε καν να προχωρήσει στα μέτρα που επέβαλλε η χρεοκοπία. Στη μέση της θητείας της και αυτή εγκατέλειψε το σκάφος άνευ αγώνα. Τι άλλαξε στα δύο αυτά χρόνια; Έγιναν σοφότεροι;
Κάπως έτσι προχωράμε σε περίεργες εκλογές, όπου όλοι συζητάνε την επόμενη μέρα και όχι την ημέρα των εκλογών. Γι’ αυτό ακούγονται οι πιο αστείες θεωρίες από τα χείλη πολιτικών και δημοσιογράφων: Στις εκλογές θα εκτονωθεί ο κόσμος. Θα έλεγα τώρα πώς εκτονώνεται ο κόσμος, αλλά θα το κόψει η διόρθωση. Στις εκλογές ψάχνουμε να βρούμε κάποιους που θα κάνουν δέκα πράγματα που πρέπει, μπας και πάρει μπρος η οικονομία και γλιτώσουμε τις δουλειές μας. Όσοι έχουμε ακόμα. Δεν εκτονωνόμαστε.
Παραδόξως, είναι το μόνο που δεν συζητιέται σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο. Αυτό που έχουμε περισσότερο ανάγκη, αυτά τα 10 πράγματα που θα επιλέξουμε. Από πού θα γίνουν οι μειώσεις των δαπανών, πώς θα εισπραχθούν περισσότερα έσοδα, ποιες μεταρρυθμίσεις χρειαζόμαστε. Τα ελληνικά κόμματα έχουν άλλα θέματα. Αυτοδυναμίες, ποσοστά, κρεμάλες. Τα πραγματικά ερωτήματα τα αποφεύγουν σαν το διάολό τους.
Έχουμε 12 αντιμνημονιακά κόμματα να διαλέξουμε. Τα 10 αντιμνημονιακά της αντιπολίτευσης αρνούνται το ίδιο το πρόβλημα. Δεν υπάρχει κρίση, δεν υπάρχουν χρέη, ελλείμματα, δεν χρειαζόμαστε δανεικά, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα, όλα είναι ένα κόλπο των κατακτητών για να μας υποδουλώσουν. Και τα άλλα δύο αντιμνημονιακά της κυβέρνησης, ό,τι κάνουν το κάνουν γιατί τα «εκβιάζει» η τρόικα, το «επιβάλλουν» οι δανειστές μας. Γι’ αυτό ξαναγράφουν το νομοσχέδιο για τα ταξί τέταρτη φορά. Ας ελπίσουμε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών θα οδηγήσει σε αναγκαστική ενηλικίωση περισσότερες πολιτικές δυνάμεις, μέσα κι έξω από τη σημερινή κυβέρνηση. Αλλιώς, βοήθειά μας.