Πηγαίνοντας στην πρώτη κάλπη

Γιάννης Βούλγαρης 29 Απρ 2023

Μετά το συλλογικό τραύμα και το σοκ, η πολιτική επανέρχεται στα γνωστά μας μοτίβα και ο προεκλογικός ανταγωνισμός στις προηγούμενες τάσεις. Αυτό δείχνουν οι δημοσκοπήσεις τέσσερις βδομάδες πριν ανοίξει η πρώτη κάλπη στις 21 Μαΐου. Ήταν αναμενόμενο. Οι πολιτικές αντιλήψεις και οι κομματικές προτιμήσεις δεν αλλάζουν τόσο εύκολα όσο οι τίτλοι των εφημερίδων πόσω μάλλον των ιστοσελίδων. Η κάλπη της απλής αναλογικής δεν θα δώσει κυβέρνηση, αλλά θα έχει βαρύνουσα σημασία και για τα τρία κύρια κόμματα. Η ΝΔ θα δείξει αν μπορεί να κάνει το άλμα στην αυτοδυναμία, ο ΣΥΡΙΖΑ αν θα πάρει αρκετές ψήφους ώστε να μην μπει σε μετεκλογικές κομματικές δοκιμασίες, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αν η αλλαγή ηγεσίας και γενιάς προσέδωσε νέα ώθηση στον χώρο. Στις επόμενες εκλογές, στη δεύτερη κάλπη στις 2 Ιουλίου, θα τεθεί το οριστικό δίλημμα κυβέρνηση ή όχι.Όλα αυτά είναι καθαρά στο μυαλό των ψηφοφόρων, ασχέτως πώς θα απαντήσει ο καθείς και η καθεμία.Στο ίδιο δίλημμα θα υποχρεωθούν να απαντήσουν και τα κόμματα, όπως το καθένα μπορεί και νομίζει. Και δύσκολα θα πειστεί το εκλογικό σώμα από ιδιότυπες προτάσεις κυβερνήσεων του περίπου, ειδικού σκοπού, ή εκ γενετής προσωρινής διάρκειας.

Αν όμως αυτά είναι καθαρά στο εκλογικό σώμα, δεν είναι στον δημόσιο λόγο. Αλλοιώνονται από δύοπαράγοντες. Ο πρώτος είναι η προσχηματική επιχειρηματολογία που υποχρεωτικά έχει επιβληθεί λόγω απλής αναλογικής. Εν όψει της πρώτης κάλπης, κυριαρχεί μια πολιτική ατζέντα που όλοι είναι υποχρεωμένοι να συνυπολογίσουν αν και όλοι ξέρουν ότι είναι προσωρινή. Λόγια και λόγια, νοηματικές και πολιτικές ακροβασίες, για κυβερνητικά σχήματα και συνεργασίες που κανείς από τους πρωταγωνιστές, ούτε πιστεύει, ούτε θέλει. Και η «συζήτηση» συνεχίζεται ακόμα και για σχήματα που η αριθμητική αποδεικνύει ότι δεν μπορούν να γίνουν. Μικρό το κακό μπορεί να πει κάποιος, τέσσερις εβδομάδες μένουν, και ύστερα η συζήτηση θα μπει στο «δια ταύτα» της δεύτερης κάλπης. Όμως το πρόβλημα είναι ότι η άνευ ουσίας κουβέντα, μπορεί να ενισχύει την αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων και την συνήθη αντιπολιτική γκρίνια, του τύπου «όλοι ίδιοι είναι», «τα κόμματα είναι το πρόβλημα» κλπ. Δεν θέλει και πολύ άλλωστε.Η δυσφήμιση της πολιτικής και των πολιτικών είναι ένα παλαιό σπορ των Ελλήνων, παρότι η Ιστορία μάλλον λέει το αντίθετο: η Ελλάδα χρωστάει πολλά σε μια σειρά ικανούς ηγέτες που πήραν τη χώρα στις πλάτες τους πηγαίνοντάς την πιο ψηλά από όσο η κοινωνία μπορούσε να φτάσει.

Ο δεύτερος παράγοντας που εκτροχιάζει τον δημόσιο λόγο προεκλογικά, είναι η οξύτητα της πολιτικής πόλωσης και ταυτόχρονα η μηδαμινότητα των περισσότερων ζητημάτων στην οποία επικεντρώνεται. Εδώ ο πρωταγωνιστής έχει όνομα: ΣΥΡΙΖΑ. Η υποβάθμιση του προγραμματικού λόγου της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι εντυπωσιακή, αλλά το χειρότερο είναι ότι και ο ίδιος ο πολιτικός της λόγος έχει πλέον χαρακτηριστικά επιθετικής πολιτικής προπαγάνδας και συνεχούς καταγγελίας επί παντός επιστητού. Το πρόβλημα δεν γεννήθηκε τώρα στην προεκλογική περίοδο. Είναι η άλλη όψη, ή καλύτερα η φυσική κατάληξη, της αδυναμίας του να αναθεωρήσει και να αναστοχαστεί τη φυσιογνωμία του και τη στρατηγική του όταν έγινε φανερό ότι το «αντιμνημονιακό DNA του» ανήκε πλέον στο παρελθόν. Η αδυναμία φαίνεται να παγιώνεται καθώς μεταλλάσσεται και το προφίλ του κόμματος. Η παλιά αριστερή στελέχωσή του περιθωριοποιείται ή υποβιβάζεται, ο πολυσυλλεκτισμός που κάθε κόμμα εξουσίας έχει, μοιάζει πια με απολίτικο περιμάζεμα, ενώ ο Αρχηγός φαντάζει όλο και περισσότερο όχι o κυρίαρχος, αλλά o μοναχικός και μοναδικός εκπρόσωπος ενός απροσδιόριστου κομματικού μορφώματος.

Αυτή η κατάσταση αποτυπώνεται στη σημερινή μορφή του κομματικού συστήματος. Η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, και σε κάθε περίπτωση η περιορισμένη δυναμική του, έχει καταλήξει στη δομή «ένα και μισό κόμμα εξουσίας», γεγονός που δεν ανατρέπεται από την απλή αναλογική, αφού δεν υπάρχει ούτε η πρόθεση ούτε η κουλτούρα συνεργασιών. Είναι μια δομή ασταθής που δεν μπορεί να διαρκέσει στον χρόνο, αλλά πότε και προς τα πού θα εξελιχθεί δεν το ξέρουμε ακόμα, καθώς εξαρτάται από την πολιτική πρωτοβουλία και την ικανότητα των ηγεσιών των τριών βασικών κομμάτων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, να ανατρέψουν αυτή την ασταθή κατάσταση.

Στο μεταξύ όμως η οξεία όσο και ρηχή πολιτική πόλωση, δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε προεκλογικό εκτραχηλισμό. Αυτό αφορά όλες τις κομματικές ηγεσίες. Δεν είναι εύκολο να κρατηθεί το μέτρο, γιατί ο εκτραχηλισμός καλλιεργείται και αναπαράγεται στη ζούγκλα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σαν σύγχρονη επικοινωνιακή επιδημία. Εδώ πράγματι, η ρητορική του μίσους και η ασύστολη χρήση του ψέματος έχει αναγορευτεί σε κανόνα με αποτέλεσμα να δηλητηριάζεται συνεχώς η κοινωνία και η πολιτική της χώρας. Πάντα υπήρχε μια υποκατηγορία τέτοιου ύφους και λόγου, ιδίως στις φάσεις της οξείας πολιτικής πόλωσης. Ο «αυριανισμός» που γιγαντώθηκε στη δεκαετία του 1980, ήταν το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα.Εκείνος όμως ήταν πιο οριοθετημένος γιατί βασιζόταν στα στερεότυπα και στα μοτίβα του παραδοσιακού αριστερόστροφου εθνικολαϊκισμού, ήταν επίσης πιο εύκολα διαψεύσιμος γιατί ανήκε στην προ-ψηφιακή εποχή. Η τωρινή επικοινωνιακή πανούκλα του μίσους, των fakenewsκαι των trolls, εκφράζει περισσότερο μια μεταμοντέρνα αποχαλινωμένη εξατομίκευση που κατασκευάζει ένα δικό της σύμπαν πολιτικής μετα-αλήθειας. Υπάρχουν οι επαγγελματίες του είδους και του χώρου που κερδίζουν από αυτό, υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που έτσι επικοινωνούν με τους ψηφοφόρους τους, και βεβαίως υπάρχει ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, μειοψηφικό μεν ευρύ δε, που αποκτά πολιτική ταυτότητα μέσω της εχθροπάθειας, του μίσους και του ανορθολογισμού.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και έτσι έχουν ασφαλώς, τότε οδηγούν σε ένα πολιτικό συμπέρασμα. Το ύφος και το ήθος της πολιτικής έχει γίνει μια καθοριστική και αφετηριακή διαχωριστική γραμμή. Χωρίζει κόμματα και πολιτικούς που ενθαρρύνουν, ή ακόμα χειρότερα, υιοθετούν τέτοιες συμπεριφορές και ρητορείες, από όσους δημοκρατικούς πολίτες επιμένουν να καταλαβαίνουν την πολιτική με υγιέστερους όρους. Δεν είναι ένα δευτερεύον ζήτημα ηθικής ή ηθικολογίας. Ο τοξικός κομματικός ανταγωνισμός δυναμιτίζει τη στοιχειώδη κοινωνική συνεννόηση, που είναι αναγκαία για να μεταρρυθμιστεί αυτή η χώρα. Το ζήσαμε, το ξέρουμε αλλά δεν το μάθαμε. Η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ τίμημα την περασμένη δεκαετία όταν η δημαγωγία, οι «αυταπάτες» και η πολιτική οξύτητα, την κράτησαν δεμένη στα μνημόνια όσο καμμία άλλη χώρα.Τώρα έχουμε μπει σε νέα εποχή, όπου ανακτάμε το χαμένο έδαφος στην οικονομία, τις επενδύσεις, και την απασχόληση. Αντιμετωπίζουμε όμως νέες απειλές και μπορούμε να εκμεταλλευτούμε νέες ευκαιρίες. Σε έναν Κόσμο που έχει γίνει ζόρικος,σε μια Ευρώπη που βασιλεύει η αβεβαιότητα. χρειαζόμαστε μια στοιχειώδη κοινωνική συνοχή και ένα πολιτικό σύστημα που θα συζητάει περισσότερο για προγράμματα και λύσεις, αντί να παράγει τόνους τοξικότητας.

Και αυτό δεν είναι ευθύνη μόνο των κομμάτων, αλλά αφορά κάθε δημοκρατικό πολίτη που πηγαίνει προς τις κάλπες.

Πηγή: www.tanea.gr