Στο κέντρο της πόλης πέφτουν κορμιά. Μαχαιρωμένα, σημαδεμένα, ξυλοδαρμένα, γρονθοκοπημένα. Συμβαίνουν δίπλα μας όλα αυτά. Στις εξόδους των σταθμών του μετρό, σε κεντρικούς δρόμους μέρα μεσημέρι, στις πλατείες υποβαθμισμένων γειτονιών νωρίς το βράδυ. Κορμιά παιδιών ή μεγαλύτερων, κορμιά ανθρώπων μ? ένα και μόνο κοινό γνώρισμα: Έχουν διαφορετική καταγωγή. Τα κρούσματα δεν έχουν αυξηθεί απλά. Έχουν πολλαπλασιαστεί. Και μαζί με αυτά, μάλλον και η αδιαφορία μας. Η δική μας, όχι μόνο εκείνων που μας εξουσιάζουν. Εκείνοι, άφησαν το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο στις καλένδες. Δεν κατάλαβα γιατί, υποσχέθηκαν πως θα το φέρουν αργότερα. Κάτι για πολιτικές σκοπιμότητες, ακούγεται…
Μέχρι τότε, μέχρι η χώρα να οπλιστεί με νόμους, έχουμε και λέμε: ένας δεκατετράχρονος Αφγανός χαρακώθηκε στο κέντρο της Αθήνας. Ένας εικοσάχρονος Σύρος έπεσε θύμα άγριου ξυλοδαρμού στο μετρό της πλατείας Αττικής. Ένας άλλος μετανάστης πετάγεται από το βαγόνι ενός τρένου, από μια παρέα μαυροντυμένων νεαρών. Μια μητέρα μετανάστρια πετάγεται μαζί με το παιδί της από το λεωφορείο της γραμμής. Και η λίστα δεν τελειώνει.
Σίγουρα το νομοσχέδιο που θα επιβάλλει τα αυτονόητα, να μετατρέπει δηλαδή σε εγκλήματα τις πράξεις των ρατσιστών, δεν λύνει το πρόβλημα. Είναι ωστόσο ένα στοιχειώδες βήμα. Ένα βήμα για μια χώρα που μάλλον διανύει μια από τις πιο μαύρες σελίδες της στο θέμα του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων.
Διαβάζω στην ιστοσελίδα του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, μαρτυρίες μεταναστών που έπεσαν στα χέρια γηγενών νεοφασιστών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, στους ξυλοδαρμούς μεταναστών, υπήρχαν μάρτυρες. Άλλωστε, γίνονται σε κεντρικά σημεία της πόλης. Λίγοι είναι εκείνοι που τολμάνε να μιλήσουν και να παρέμβουν, οι περισσότεροι προτιμάνε να στρέψουν αλλού τα βλέμματα και τα βήματά τους. Ξέρω, δεν είναι αδιαφορία πάντοτε, ούτε και έμμεση επιδοκιμασία. Είναι και ο φόβος που ελλοχεύει, εκείνος που μας κάνει να μη θέλουμε να μπλεχτούμε. Ο φόβος πως θα έχουμε την ίδια τύχη μ? εκείνη των κυνηγημένων μεταναστών, αν επιχειρήσουμε να μιλήσουμε.
Και αναρωτιέμαι ποια είναι η λύση; Μια αστυνομία που, όταν δεν κλείνει το μάτι στους ρατσιστές, παρατηρεί αδιάφορα. Ένα κράτος που και να ήθελε (;) να διαχειριστεί το πρόβλημα, δεν δείχνει ικανό για κάτι τέτοιο. Και μια κοινωνία που σ? ένα μεγάλο μέρος της επιδοκιμάζει, αδιαφορεί ή φοβάται…