Ο αρχηγός του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, αποφάσισε να παραπέμψει τον βουλευτή Χανίων του κόμματος Παύλο Πολάκη, μετά από την απολύτως καταδικαστέα πολιτικά, ηθικά και αισθητικά[1] λίστα προγραφών δημοσιογράφων, δικαστικών και τραπεζικών (του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα), που δημιούργησε και δημοσίευσε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook.
Mε την συγκεκριμένη ανάρτηση του, ο Παύλος Πολάκης στοχοποιεί και επικηρύσσει ουσιαστικά δημοσιογράφους και δικαστικούς, τους οποίους θεωρεί ως την ‘ενσάρκωση’ του «ΒΑΘΕΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ» (παραφράσουμε, εις άπταιστον Πολακικήν, τον όρο «ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ»[2] που χρησιμοποίησε ο βουλευτής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης), που εν προκειμένω πρέπει να παρακαμφθούν, ή αλλιώς, να εκκαθαριστούν, ώστε η ‘Δεύτερη φορά Αριστερά’ να είναι τελείως διαφορετική από την πρώτη, ‘απελευθερωμένη’ από διάφορα ‘δεσμά.’
Ορμητική και έτοιμη να εφορμήσει ως πολιτική ‘μετενσάρκωση’ των Μπολσεβίκων, για την ‘άλωση’ εκ των έσω και την συντριβή του ‘αστικού κράτους.’
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η ίδια η επένδυση πόρων σε μία λεκτική ή αλλιώς, σε μία γλωσσική[3] βία διαμορφώνει τις προϋποθέσεις άσκησης φυσικής-σωματικής βίας εναντίον των επικηρυγμένων στόχων που ‘πρέπει να τρέμουν’ την λαϊκή οργή, εμπεριέχει το μήνυμα που δεν παραλλάσσεται και δεν αλλοιώνεται παραμένοντας διαρκώς καθαρό, διαμπερές, διαδραματίζοντας ιδιαίτερο ρόλο στη συγκρότηση της Πολακικής ‘heartland,’ του «μυθικού λίκνου»,[4] όπως το μεταφράζει ο Νίκος Δεμερτζής.
Μέσω της συγκρότησης του «μυθικού λίκνου», ή αλλιώς, του Αριστερού ιδεώδους,[5] ο Παύλος Πολάκης οικοδομεί την πολιτική του ταυτότητα που την θέλει ‘στέρεα’ σαν τις ‘πέτρες του Ψηλορείτη’ (να πως ανακύπτει στο προσκήνιο το στοιχείο της εντοπιότητας), ευέλικτη σαν τον ‘αέρα’ του, μανιχαϊστική και διχοτομική: ‘Ελάτε ρε, σας έχω έναν έναν. Θα σας ξεσκίσω. Δεν (το πρόθημα ‘δεν’ στον Πολακικό νεο-λαϊκισμό, προσλαμβάνει θετική χροιά), θα σας αφήσω να επιμολύνεται την Αριστερή heartland’.
Στρεφόμενοι στην περί λαϊκισμού ανάλυση του Pierre Andre-Taguieff και του Μαρκ Ωζέ, θα επισημάνουμε πως ο Παύλος Πολάκης ομνύει σε έναν φεϊσμπουκικό λαϊκισμό (παραφράζουμε και όχι ελαφρώς, τον όρο «τηλελαϊκισμός»[6] που χρησιμοποιεί ο Taguieff). Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως ‘μόνο’ όταν είναι συνδεδεμένος στο Facebook και αναρτά υλικό ελεύθερα και απροϋπόθετα, αισθάνεται ο εαυτός του, αισθάνεται τόσο δυνατός (συμβολική ισχύ), ώστε να εκτιμά εκ των προτέρων πως τίποτε και κανείς δεν μπορεί να του θέσει εμπόδια.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον επωάζεται και αναπτύσσεται ο ανεξέλεγκτος Παύλος Πολάκης, το ίδιο το φαινόμενο του ‘Πολακισμού’ (κάνουμε χρήση του όρου του Ευάγγελου Βενιζέλου), που εν προκειμένω για να καταστεί λειτουργικός και για να μην εκπέσει σε αφηρημένη έκθεση ιδεών, σε στενό κομματικό αφήγημα, χρειάζεται ακροατήριο ή αλλιώς, κοινό. Και το κοινό του το αποτελούν φίλοι, ακόλουθοι, πιστοί, χρήστες που σπεύδουν να εντοπίσουν τον λογαριασμό του διότι ‘έτσι είναι τα πράγματα, όπως τα λέει ο Παυλής.’
Στον φεϊσμπουκικό λαϊκισμό τύπου Πολάκη, συνυπάρχουν ο κοινωνικός φθόνος με τον ψόγο, η επιθετικότητα με τον κυνισμό (ο κυνισμός μεταφράζεται στο λαϊκότροπο ‘Δεν σας γουστάρω με τίποτε’) η μνησικακία με εκείνο το διαρκές αίσθημα μη ικανοποίησης του ‘εγώ’ που ωθεί τον χρήστη να θέλει διαρκώς και άλλο και για ευχαριστήσει το κοινό του, αναφωνώντας το ‘μέχρι τέλους θα σας πάω.’
Μέσω αυτής της ανάρτησης του, ο βουλευτής Χανίων, αυτο-προσδιορίζεται ως φεϊσμπουκικός «ήρωας» (Μαρκ Ωζέ), της ημέρας και της εβδομάδας (ο Πολάκης παίζει επιτυχώς με τον Φεϊσμπουκικό χρόνο), διότι είπε κάτι που δεν ‘μπορούν να πουν πολλοί,’ επιδιώκοντας να ‘λατρευτεί’ για ότι έπραξε. Να λατρευτεί ως «άρχοντας».
Είναι σε αυτό το σημείο όπου ο ίδιος φλερτάρει με το il culto del littorio, ήτοι με την «τελετουργική διαδικασία λατρείας των αρχόντων»,[7] που ακολουθούνταν στην Φασιστική Ιταλία. Και ο ίδιος επιθυμεί να λατρευτεί αρχικά από το κοινό του και πέραν αυτού, όχι λόγω αρχοντικής κοινωνικής καταγωγής, αλλά, αντιθέτως, ως ‘άρχοντας’ στη συμπεριφορά και στη νοοτροπία. Ως ‘κιμπάρης’ Κρητικός που κραυγάζει basta!!
Κινούμενοι από φιλελεύθερη σκοπιά, δεν θα διστάσουμε να αναφέρουμε πως ο βουλευτής Χανίων, με μία τέτοιου τύπου φρασεολογία και στοχοποίηση που δεν είναι η μοναδική αλλά εκ των πολλών που κατασκευάζουν το υπόδειγμα του Πολακικού νεο-λαϊκισμού (είναι υποστηρικτής της Δυτικής, φιλελεύθερης Δημοκρατίας, ο Παύλος Πολάκης; ) που αναζητά εναγωνίως μιμητές και συμπαραστάτες στη δημόσια σφαίρα και εντός του κόμματος του, αποκλίνει καταστατικά από ό,τι ο Θωμάς Ψήμμας προσδιορίζει, αναφερόμενος στον Νίκο Αλιβιζάτο, ως «ηθικοπολιτική αρετή της μετριοπάθειας».[8]
[1] Τι μας λέει κάτι τέτοιο για την αισθητική Πολάκη; Πολλά, μπορεί να είναι η απάντηση.
[2] Βλέπε σχετικά, ‘Πρωτοφανείς απειλές Πολάκη κατά δικαστών, δημοσιογράφων και ΑΑΔΕ: «Αν δεν καθαρίσουμε από αυτούς δεν θα είναι αλλιώς...»,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 26/02/2023, Πρωτοφανείς απειλές Πολάκη κατά δικαστών, δημοσιογράφων και ΑΑΔΕ: «Αν δεν καθαρίσουμε από αυτούς δεν θα είναι αλλιώς...» (protothema.gr) Στο Πολακικό λαϊκιστικό ή νεο-λαϊκιστικό και συνωμοσιολογικό υπόδειγμα, οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι θεωρείται πως θέτουν διαρκώς ‘εμπόδια’ στον ίδιο και στον ΣΥΡΙΖΑ, εμποδίζοντας τους από το να επικοινωνήσουν τις θέσεις τους στον κόσμο, ‘παίζουν το παιχνίδι του Μητσοτάκη,’ διευκολύνοντας τους σχεδιασμούς τους (στο φαντασιακό του άλλοτε αναπληρωτή υπουργού Υγείας, βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αποτελούν τους, λενινιστικώ τω τρόπω, ‘χρήσιμους ηλίθιους’), ενισχύοντας ποικιλοτρόπως το ‘μπλοκ εξουσίας,’ καθιστάμενοι οι ίδιοι υπερ-εξουσία. Τηλεοπτική και δημοσιογραφική. Σε αυτό το αρκούντως επικίνδυνο Πολακικό υπόδειγμα, το ερώτημα που τίθεται διαρκώς στο προσκήνιο, είναι το ερώτημα εκείνο που συνιστά τον θεμέλιο λίθο κάθε συνωμοσιολογικής αφήγησης, όπως τονίζει ο Γάλλος φιλόσοφος των ιδεών, Pierre-Andre Taguieff: «Ποιος κινεί τα νήματα»; ‘Πάντως, όχι εμείς, η ‘πάντα ηθική Αριστερά.’ Βλέπε και, Taguieff, Andre-Pierre., ‘Σύντομη πραγματεία περί συνωμοσιολογίας,’ Μετάφραση: Τριανταφύλλου, Σώτη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2015.
[3] «Αν δεν καθαρίσουμε από αυτούς ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΣ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ!!». Η υιοθετούμενη γλώσσα που δεν ξενίζει (οι δημοσιογράφοι και τα ‘συστημικά μέσα’ έχουν καταστεί προσφιλής στόχος του Κρητικού βουλευτή τα τελευταία χρόνια/Οι χαρακτηριστικοί ‘βοθροκάναλα’ και ‘τσοντοκάναλα της διαπλοκής’ αποτελούν γλωσσικές παραλλαγές μίας και μόνη ιδιολέκτου που αρέσκεται να κατασκευάζει και να δείχνει τον ‘συστημικό εχθρό’), προσκαλεί ουσιαστικά όλους όσοι θέλουν να ενδυθούν την προβιά ή τον μανδύα του ‘λαϊκού αγωνιστή’ να αναλάβουν δράση, γιατί αλλιώς, ‘δεν (η έμφαση δίνεται εδώ), θα μπορέσουμε να κάνουμε τίποτα υπέρ των λαϊκών-εργατικών στρωμάτων,’ όντας διαρκώς σε ‘ομηρεία’, να τους θέσουν σε καθεστώς σιωπής, υπενθυμίζοντας πως το 2015, με την διπλή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, έγινε η ‘μισή δουλειά’ λόγω των έκτακτων μνημονιακών συνθηκών. Επιθυμώντας να εμβαθύνουμε περαιτέρω θεωρητικά, θα υπογραμμίσουμε πως διακρίνουμε μία πολιτικοϊδεολογική σύγκλιση μεταξύ του Πολακικού νεο-λαϊκιστικού υποδείγματος, και της αναρχίζουσας νεο-λαϊκιστικής φρασεολογίας μέσω της οποίας ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης (όπως και η μητέρα του Ντόρα) καθίσταται αποδέκτες απειλών θανάτου και δη βίαιου θανάτου: «Δήμαρχε το βρώμικο 89 έγινε μισή δουλειά». Βλέπε και, ‘Χυδαίο σύνθημα κατά του Κώστα Μπακογιάννη στα Εξάρχεια,’ Ιστοσελίδα εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 01/12/2019, Χυδαίο σύνθημα κατά του Κώστα Μπακογιάννη στα Εξάρχεια (protothema.gr)
[5] Για τον βουλευτή Χανίων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η Αριστερά, η Συριζαϊκή Αριστερά που πρέπει πάντα να εμβαπτίζεται στα νάματα της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, αφενός μεν είναι η ‘φυσική κατοικία πολλών μελών και συντρόφων,’ το όνειρο όλων όσοι στρατεύθηκαν από νωρίς στις Αριστερές-κομμουνιστικές ιδέες, και, από την άλλη, ο ‘εφιάλτης’ των ‘αστικών κομμάτων,’ του ‘Μητσοτακισμού’ και των ‘ακολούθων του.’ Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως και για τον δημοσιογράφο της ‘Εφημερίδας των Συντακτών’ Δημήτρη Ψαρρά, έτσι και για τον Παύλο Πολάκη, ο ‘Μητσοτακισμός’ δεν καθίσταται κάποια ξεχωριστή ιδεολογία, κάποιο ιστορικό πολιτικοϊδεολογικό ρεύμα που αναπτύχθηκε εντός της Νέας Δημοκρατίας με εμπνευστή τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, και συνεχιστή την Ντόρα Μπακογιάννη, αλλά, αντιθέτως, η επιτομή της ‘τέχνης της εξαπάτησης’, της ‘παραπλάνησης των πολλών με κούφια λόγια, με ψέματα και κενές περιεχομένου υποσχέσεις.’ Εφημερίδες που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ (και κυρίως η ‘Εφημερίδα των Συντακτών’), διαμορφώνουν μέσω της αρθρογραφίας τους, το όλο πλαίσιο του ‘Μητσοτακισμού,’ προσφέροντας την ευκαιρία σε μέλη του συγκεκριμένου κόμματος, να τον μεταπλάσουν πολιτικά, με τον τρόπο που θέλουν, με τρόπο συμβατό με τις διάφορες απεικονίσεις του πρωθυπουργού στη μπλογκόσφαιρα. ‘Ο Μητσοτάκης εκφράζει όλα όσα δεν θέλω να έχω, έχει τα πάντα άκοπα χωρίς εγώ να έχω τίποτα, προστατεύεται την στιγμή όπου εγώ και οι όμοιοι μου είμαστε διαρκώς εκτεθειμένοι.’
[6] Βλέπε σχετικά, Taguieff, Andre-Pierre., ‘Ο λαϊκισμός και η πολιτική επιστήμη. Από την εννοιολογική πλάνη στα πραγματικά προβλήματα,’ Μετάφραση: Μπαλαμπανίδης, Γιάννης, Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 164ος, Τεύχος 1816, Νοέμβριος 2008, σελ. 830. Στη σημερινή Ελλάδα το φαινόμενο του «τηλελαϊκισμού» στον οποίο μπορεί να επενδύουν στρατηγικά διάφοροι πολιτικοί, φθίνει. Ο Παύλος Πολάκης ανήκει σε εκείνο το είδος των πολιτικών που κατέστησαν ευρύτερα γνωστοί όχι τόσο μέσω των πολιτικών τους πρωτοβουλιών, όσο μέσω της φρασεολογίας του και της δραστηριοποίησης του στο Facebook που δεν υποκατέστησε βέβαια την κοινοβουλευτική του παρουσία, που μπορούσε να είναι το ίδιο επιθετική.
[7] Βλέπε σχετικά, Πέϊν, Στάνλεϊ., ‘Η Ιστορία του Φασισμού,’ Μετάφραση: Γεώρμας Κώστας, Πρόλογος: Ροζάνης, Στέφανος, Εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα, 2000, σελ. 307. Πραγματικά, πόσο μπορεί να απέχει η Συριζαϊκή αντίληψη περί ‘αρμών της εξουσίας’ και κατάληψης τους με την Πολακική αντίληψη περί ‘βαθέος κράτους’ και εκκαθάρισης του; Τα likes θα δοθούν το ίδιο τελετουργικά: Ως φόρο τιμής στον ‘αψύ Κρητικό’ (τα likes δεν δίνονται σε μεγάλα στάδια). Στον ‘μονομάχο μας.’ Από την αρχή έως το τέλος, ο λογαριασμός του στο Facebook καθίσταται ένα σκηνικό πολέμου που έχει τους δικούς του κανόνες και αρχές. Στο Πολακικό ‘σύμπαν’ ο ορθός λόγος δεν ενδείκνυται: Κάνει ζημιά.