Πατριωτισμός χωρίς περιεχομενο

Γιώργος Λιγνός 30 Οκτ 2024

Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου έπιασα να γράψω το σχόλιό μου. Ψαχουλεύοντας τα κιτάπια μου  ήρθε μπροστά μου  μια είδηση που είχα σχολιάσει πριν από χρόνια

Το ρεπορτάζ ελεγε: Ενταφιάστηκαν στην Κλεισούρα οι 573 νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Από κάτω μια φωτογραφία έδειχνε  έτοιμα τα μνήματα όπου σε κάθε ενα χωριστά μετά από μια σύντομη ευχή του ιερέα τοποθετούνταν   τα οστά του νεκρού στρατιώτη.

 Δεκάδες χρόνια ήσαν θαμμένοι πρόχειρα σε διάφορα σημεία. Περίπου ξεχασμένοι αφού μεταπολεμικά οι εχθρικές σχέσεις με την Αλβανία δεν επέτρεπαν την εκταφή τους χώρια που  η ταυτοποίησης τους ήταν αδύνατη. Χάρις την πρόοδο της επιστήμης είναι πια εφικτή.  Έτσι οι νεκροί απέκτησαν όνομα και η πατρίδα μας  άλλο ένα στρατιωτιωτικό νεκροταφείο.

Όσο πιο μακρινή είναι εποχή του θανάτου των στρατιωτών τόσο πιο πολύ ο θάνατός τους μοιάζει ακατανόητος. Ακατανόητος όταν βλέπεις παρατεταμένους τους νεκρούς σε απόλυτη τάξη, μια τάξη που κρύβει επιμελώς τον θόρυβο της μάχης, τις κραυγές και την απόγνωση των ετοιμοθάνατων στρατιωτών. Τότε που η κραυγή “μάνα μου” αποκτάει το πιο δραματικό της νόημα, αφού μακριά από σπίτι και αγκαλιά πεθαίνεις μόνος. Και καμιά δόξα ή πατρίδα δεν είναι εκεί να σου δώσουν κουράγιο, παρά περιμένουν αργότερα να κάνουν τη καθιερωμένη τους εμφάνιση.

Κι εμείς έχουμε σαν δικαιολογία την πλευρά της ιστορίας που μας βολεύει ή έχουμε δεχτεί. Και συνομιλούμε με την ιστορία ή την πατρίδα, μόνο που και οι δυο είναι γραμμένες με μικρά γράμματα. Γιατί  τέτοιοι  θάνατοι πολλών  νέων ανθρώπων μας  φαίνονται  βαριοί, όσο κι αν  τους   λογίζουμε στις ιερές παρακαταθήκες του έθνους, της φυλής ή ακόμα και της ιδεολογίας.

Περνάω συχνά έξω από το Γερμανικό νεκροταφείο του Διονύσου. Μια δυο φορές ξεστράτισα και μπήκα μέσα.

Η ίδια τάξη κι εκεί, όπως παντού σε όλα τα στρατιωτικά νεκροταφεία, άλλα όμορφα φυτεμένα αλλά πιο φτωχικά κι απόμερα. Άλλα κοντά σε θάλασσα όπως το Βρετανικό στην Βούλα, άλλα καταμεσής σε ένα κάμπο , όπως ένα συμμαχικό κάπου στην Κωπαΐδα.

Κι όπως αντίκριζα τους εκατοντάδες τάφους ψιθύρισα “Θεέ μου τόσοι νέοι άνθρωποι”. Εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε ο Ναζισμός ή ο Αντιφασιστικός αγώνας. Η θέα του μαζικού θανάτου με κρατούσε μακριά από μικρόψυχες σκέψεις παρά σκεφτόμουνα τις μάνες, τους πατεράδες,   τα αδέλφια,   τις γυναίκες και τις φίλες των νεκρών αλλά κι εκείνων που ίσως αυτοί σκότωσαν πριν σκοτωθούν.

Κι αυτός ο αέναος κύκλος του θανάτου δεν θα σταματήσει ποτέ, γιατί είναι στη φύση μας.

Η επίγνωση της μοναξιάς  τέτοιων  θανάτων ίσως μας κάνει λιγότερο αμετροεπείς, με λιγότερες βεβαιότητες για τα δικά μας δίκαια. Γιατί κάποιοι εύκολα πουλάνε  ανέξοδο πατριωτισμό ακόμα κα σήμερα.

Φοβάμαι όμως ότι είμαστε από τις τελευταίες γενιές που το πατριωτικό βίωμα έχει κάποιο περιεχόμενο, χάρις τις νωπές αφηγήσεις των γονιών και των παππούδων μας.

Το 1955 και το 1960 που ακούγαμε τις αφηγήσεις ήταν πολύ κοντά στον πόλεμο του 40, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Με άλλα λόγια η ιδέα της φιλοπατρίας χρειάζεται ανανοηματοδότηση και κάτι περισσότερο από μια  τυπική  διδασκαλία στους σημερινούς νέους  της ηθικής υποχρέωσης έναντι  των προγόνων.  Μια σκέψη είναι να αλλάξουμε  το είδος  των εορτασμών. Αλλιώς  τα «υπερήφανα νιάτα» θα συνεχίζουν να  παρελαύνουν ρουτινιάρικα  έχοντας άγνοια του βάθους των γεγονότων.

Σχόλιο στην εκπομπή «Καθρέφτης» του Χρήστου Μιχαηλίδη στo Α΄Πρόγραμμα της ΕΡΤ