Φυσικά και δεν εξεπλάγη κανείς από την εξέλιξη της υπόθεσης Τσοχατζόπουλου. Ακόμη και αν το 2005 δεν υπήρχαν στοιχεία τα οποία να επέτρεπαν την παραπομπή και προφυλάκισή του, ήταν διάχυτη στους πολίτες μια ατμόσφαιρα, η οποία ανέδυε πολλή δυσοσμία. Δεν θα υπεισέλθω εδώ στις νομικές και στις παραβατικές πλευρές του προβλήματος, θα με απασχολήσει μια άλλη πλευρά του θέματος. Αυτή είναι η πλευρά του ιδεολογικού και πολιτικού συνασπισμού, που συγκροτήθηκε στηριγμένος στην επίκληση των εξωτερικών κινδύνων, οι οποίοι διαρκώς και από παντού απειλούν τη χώρα.
.
Ιδιαίτερα μετά το ’74, στήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός και συνάμα ένας ετερόκλητος διακομματικός συνασπισμός, που βρήκε αμέριστη υποστήριξη και σε κάποιες δημοσιογραφικές και επιστημονικές πένες, οι οποίες παρουσίαζαν ως αυτονόητη την ανάγκη εξοπλισμού της χώρας, για να αντιμετωπισθεί ο τουρκικός κίνδυνος και στη συνέχεια ο αλβανικός και ο «γυφτοσκοπιανός». Αυτός ο συνασπισμός φαινόταν να έχει μια αδιόρατη, αλλά σταθερή σχέση με έναν αντίστοιχο συνασπισμό ετεροκλήτων δυνάμεων από τη μεριά της Τουρκίας και των γειτονικών χωρών. Αυτοί οι δυο συνασπισμοί, ήσαν το αποτέλεσμα ενός ατελούς αντιφιλελεύθερου εθνικισμού και μιας φοβικής εθνικής ταυτότητας, που είχε επικρατήσει κυρίως στις δύο χώρες, οι συνέπειες του οποίου ήταν πολλαπλασιαστικές.
.
Τι εννοώ όμως με τον όρο «ατελής εθνικισμός» και «φοβική εθνική ταυτότητα»; Υπάρχουν δύο γενικές αντιλήψεις για τις διαδικασίες δόμησης της εθνικής ταυτότητας και του έθνους-κράτους στην Ευρώπη. Η μία, που υποστηρίζεται από τους Βέμπερ, Χόμπσμπομ), θεωρεί πως η διαδικασία δημιουργίας των εθνικισμών, ξεκίνησε με τις πιέσεις που ασκούνταν επί των μεγάλων Αυτοκρατοριών, όπως αυτές προέκυπταν από την ανάγκη εκδημοκρατισμού τους, από την αναδιοργάνωση των οικονομιών τους, από τη διεθνοποίηση των οικονομικών σχέσεων. Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυσαν το ρόλο του κράτους και το μετέτρεψαν σε παραγωγό χωριστών εθνικών ιδεολογημάτων, απαραίτητων όμως για την εθνική και κοινωνική ομογενοποίηση. Μια άλλη πλευρά, εκφραζόμενη κυρίως από τον Γκέλνερ, υποστηρίζει πως ο εθνικισμός στήθηκε όχι με τη βοήθεια του κράτους, αλλά λόγω της πίεσης που ασκούσαν στις κοινωνίες οι ανάγκες εκσυγχρονισμού τους. Η ανάδυση των εθνικισμών, για τους πρώτους αποδίδεται στο κράτος και για τους δεύτερους στον καπιταλισμό.
.
Δεν μπορώ εδώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες για το θέμα, είναι όμως προφανές πως στα Βαλκάνια υπήρχε σοβαρό πρόβλημα και στις δύο πλευρές. Ούτε το κράτος, ούτε η καπιταλιστική ανάπτυξη ήσαν τόσο επαρκείς, ώστε να δημιουργήσουν αυτό που αρχικά ονομάστηκε φιλελεύθερη φάση του εθνικισμού, την οποία ακολούθησε ο επιθετικός εθνικισμός του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στις χώρες που πέρασαν απ’ αυτή τη φάση έχουμε ένα ανοικτό εθνικισμό, στις χώρες που και οι δύο παραπάνω παράγοντες είναι ελλιπείς, έχουμε έναν κλειστοφοβικό εθνικισμό, στον οποίο είναι ξένες όλες οι αξίες του φιλελευθερισμού.
.
Σε ανολοκλήρωτους εθνικισμούς προσιδιάζουν και ανολοκλήρωτοι εθνικιστές, οι οποίοι πάντοτε εμφανίζονται ως γνήσιοι πατριώτες, έναντι των κακών «εκσυγχρονιστών και φιλελεύθερων», οι οποίοι δεν είναι και τόσο «Έλληνες». Στη γκρίζα ζώνη μεταξύ του ολοκληρωμένου και ανολοκλήρωτου εθνικισμού στις δυο χώρες -Ελλάδα και Τουρκία- στήθηκε μια πολύ επικίνδυνη αλλά και προσοδοφόρα μηχανή πραγματικών, αλλά και τεχνικών διαχωρισμών. Μια μηχανή παραγωγής πατριωτών πολιτικών, των οποίων το αλατοπίπερο ήσαν και αρκετοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Μια μηχανή που αντιμετώπιζε το έθνος ως πρόβλημα και όχι ως λύση. Έτσι, αντί εθνικό να είναι η ισότιμη συμμετοχή της χώρας στον διεθνή οικονομικό και πολιτικό καταμερισμό, ως εθνικό και πατριωτικό παρουσιάστηκε ό,τι απομόνωνε τη χώρα από το διεθνές περιβάλλον. Έτσι, αντί εθνικό να θεωρείται η ενίσχυση του παραγωγικού κομματιού αυτής της χώρας, θεωρήσαμε ως τέτοιο ότι απαντάει στο επτά προς δέκα, στο Χόρα, στα Ίμια, στην ΑΟΖ, στους «γυφτοσκοπιανούς», στην απόρριψη όλων των σχεδίων για το κυπριακό, στην επίκληση των εξωτερικών απειλών. Μιλήσαμε για εξωτερικά θέματα και εξωτερική πολιτική, αντί να εντάξουμε τις όποιες εθνικές εκκρεμότητες στο πλαίσιο ενός ισότιμου διαλόγου με τους γείτονες και κυρίως, αντί να τις εναρμονίσουμε με την πορεία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της χώρας. Όπου και όταν ενεργήσαμε με τον δεύτερο τρόπο, είχαμε επιτυχίες όπως η ελληνική προεδρία της διεύρυνσης, το 2003, και η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.
.
Αυτή η λογική του ανολοκλήρωτου έθνους και της ιδεολογίας του, νομιμοποίησε τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, αλλά κυρίως νομιμοποίησε τους θεματοφύλακες του πατριωτισμού, όπως είναι οι απανταχού παρόντες Άκηδες. Σήμερα, με την ενδυνάμωση των Καμμένων, με τη συμμαχία τους με κομμάτια του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ, τη ροπή της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» προς τα εθνικιστικά κελεύσματα, δρέπουμε τους καρπούς ενός κλίματος που καλλιεργήθηκε στους κόλπους των δύο μεγάλων κομμάτων, δυστυχώς όμως (ή και περιέργως;) κυρίως στο χώρο του ΠΑΣΟΚ.
.
Το λεγόμενο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, κύριος εκφραστής του οποίου ήταν ο Άκης, ντύθηκε με μια αριστερή λεοντή και αξίωσε να είναι ο μετρητής και του πατριωτισμού, αλλά και της αριστεροφροσύνης όλων των υπολοίπων εντός και εκτός του κόμματος. Έτσι, ολόκληρη η πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας εγκλωβίστηκε σε ψευτοδιλήμματα. Αντί να εκλάβουμε την εθνική ταυτότητα ως μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής και ανθρωπιστικής ταυτότητας, θεωρήσαμε ως εθνικό ό,τι μας διαχωρίζει και όχι ό,τι μας ενώνει με τους άλλους. Αντί, με τη σειρά του, αριστερό να είναι αυτό που οδηγεί στη μείωση των ανισοτήτων μέσω της οικοδόμησης ενός κράτους υπηρεσιών, θεωρήσαμε πως αριστερό είναι το κράτος των επιδομάτων, κάτι που είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη διαιώνιση και αναπαραγωγή των ανισοτήτων.
.
Δεν υποστηρίζω πως όλοι όσοι επικαλούνταν τον πατριωτισμό ήσαν Άκηδες και διεφθαρμένοι, ίσως μάλιστα πάρα πολλοί απ’ αυτούς να έφαγαν και τα λιγότερα από την πίτα που μοιράστηκε. Το ζήτημα δεν είναι -μόνο- ατομικό, αλλά αφορά τη συγκρότηση ενός συνασπισμού ψευδοπατριωτισμού και ψευδοαριστεροσύνης, το οποίο κράτησε την ελληνική κοινωνία σε λογικές κλειστής κοινωνίας. Κάτι τέτοιο πληρώνουμε σήμερα. Μήπως είναι καιρός να το αλλάξουμε, αντί να συνεχίζουμε να επιβραβεύουμε τους υπαίτιους της πτώσης μας;
.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας και αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ. Το βιβλίο του, «Οι μεγάλες απουσίες: Ελληνική δημοκρατία σε άμυνα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.