Πριν από λίγες ημέρες ένα από τα βασικά στελέχη της κυβέρνησης Κάμερον στην Αγγλία αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το ολίσθημά του ομολογουμένως βαρύ: επιχείρησε να «βάλει στη θέση του» έναν αστυνομικό αποκαλώντας τον… πληβείο! Ο άθλιος σνομπισμός της αγγλικής άρχουσας τάξης.
«Τι σχέση έχει με μας;» ίσως να αναρωτηθείτε. Καμία. Τον θυμήθηκα όμως διαβάζοντας την ανακοίνωση της Ενωσης Συντακτών εναντίον της τροπολογίας με την οποία θα εντασσόταν στον ΕΟΠΥΥ και ο κλάδος υγείας του Τύπου. Οχι για τις θέσεις της επί της ουσίας – αυτές αναμενόμενες. Αλλά για την έκκληση με την οποία τελείωνε το κείμενο προς «γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς και τραπεζοϋπαλλήλους» για κοινό αγώνα. Εμπρός της γης οι κολασμένοι δηλαδή, σε μεταμοντέρνα ελληνική εκδοχή!
Και να σκεφτεί κανείς ότι στο προεδρείο του σωματείου πρώτη δύναμη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αισθάνθηκαν ωστόσο την ανάγκη έστω και μόνο φραστικά να επιδείξουν λίγη αλληλεγγύη στα εκατομμύρια των ασφαλισμένων στον ΕΟΠΥΥ. Μακριά από εμάς και γαία πυρί μειχθήτω. Γι’ αυτό σας λέω, πληβείοι!
Δεν ήταν αυτή η ανακοίνωση, ωστόσο, που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση την εβδομάδα που πέρασε. Μια άλλη, από συνδικαλιστή-δικαστικό, που αναφερόταν στην απόφασή τους να συνεχίσουν με αποφασιστικότητα τον απεργιακό τους αγώνα, έχει ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Διότι όπως μας διαβεβαιώνει, ο αγώνας αυτός δεν θα είναι σε βάρος «των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού», τα οποία έως τώρα «βλέπαμε λίγο ελαστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος».
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς. Το ότι έως τώρα έβλεπαν «ελαστικά» τα ατομικά μας δικαιώματα; Το ότι τα κοινωνικά μας δικαιώματα συγκρούονται με το δημόσιο συμφέρον; Ή μήπως την υπόρρητη απειλή ότι αν δεν υποχωρήσει η κυβέρνηση θα βγάλουν τα μέτρα αντισυνταγματικά; Δηλαδή αν δεν γίνει περικοπή των μισθών τους τα μέτρα θα γίνουν και πάλι συνταγματικά;
Σε πρόσφατα κείμενά του ένας από τους πιο γνωστούς Ελληνες διανοητές, ο Στέλιος Ράμφος, υποστηρίζει ότι η κρίση που περνάμε δεν είναι τόσο δημοσιονομική όσο είναι κρίση στις σχέσεις κοινωνίας και κράτους. Εχουμε μάθει, κοντά δύο αιώνες τώρα, να αντιμετωπίζουμε το κράτος όχι σαν τον εγγυητή του δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι ή πρέπει να είναι, αλλά σαν ένα μέσο για την ικανοποίηση στενών επιχειρηματικών, συντεχνιακών ή τοπικών συμφερόντων. Με αυτή την έννοια η οικονομική κρίση είναι και κρίση της Δημοκρατίας: ως κοινωνία δεν έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε εκείνες τις ευρύτερες συναινέσεις που είναι απαραίτητες για να κάνουμε τις ριζικές τομές που απαιτούνται στους πολιτικούς θεσμούς και στις παραγωγικές δομές.
Δεν το έχουμε πετύχει γιατί έχουμε πάντα έτοιμες βολικές ερμηνείες. Για όλα φταίνε κάποιοι άλλοι. Οι κλέφτες πολιτικοί, οι τραπεζίτες, η Μέρκελ. Και γιατί πάντοτε ταυτίζουμε το γενικό συμφέρον με το δικό μας: οι φαρμακοποιοί αγωνίζονται για φτηνό φάρμακο, οι πανεπιστημιακοί για δημόσια δωρεάν Παιδεία, οι δικηγόροι για την προστασία των δικαιωμάτων μας.
Μερικές σπάνιες φορές αυτό το επίπλαστο προσωπείο αποκτά ρωγμές. Και βλέπουμε μέσα από αυτές τι πραγματικά διακυβεύεται, ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα των πρωταγωνιστών.
Και η εικόνα είναι ανησυχητική. Γιατί όσα πακέτα βοηθείας και αν εγκριθούν, όσοι Φούχτελ και Ράιχενμπαχ και αν έρθουν για «τεχνική βοήθεια», αν η κοινωνία δεν πάρει επάνω της την υπόθεση των αλλαγών μακροπρόθεσμα, τίποτα δεν πρόκειται να πετύχει. Καμία κυβέρνηση μόνη της δεν έχει τέτοια δύναμη.