(ας ληφθεί υπ’ όψη ότι στις Κριτικές Σημειώσεις που ακολουθούν, αποκαλύπτεται ο ένοχος)
Patricia Cornwell
Postmortem
(ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ-2013)
Postmortem (1990)
(Μετάφραση-Επίμετρο: Έφη Φρυδά)
Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο της ιατροδικαστού Σκαρπέτα, για τη συγγραφέα Cornwell. Η ταύτιση μοιάζει απόλυτη και τα χιαστί alter egos παρόντα, από εξώφυλλο σε εξώφυλλο.
Ίσως αυτό να οφείλεται στο επαγγελματικό προηγούμενο της Cornwell, ίσως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ίσως και στην περιήγηση στον εσωτερικό κόσμο της Σκαρπέτα, που μοιάζει, φορές-φορές, με εξομολόγηση, και η Cornwell δίνει την εντύπωση ότι αυτοβιογραφείται.
Το “Postmortem” με άφησε λίγο μπερδεμένο. Σίγουρα δεν αποτελεί σταθμό στην Αστυνομική Λογοτεχνία. Ο μύθος του είναι γραμμικός και σχεδόν προεξοφλήσιμος, ο κακός, κάπου στο τέλος θα ανακαλυφθεί/εξουδετερωθεί/συλληφθεί/σκοτωθεί, ενώ δεν μπορεί να είναι κάποιος από τους χαρακτήρες που παρελαύνουν στην εξέλιξη της ιστορίας (εκτός και αν ακολουθήσει μία υπερβολικά δραστική, έως δύσκολα νομιμοποιούμενη, ανατροπή).
Και αν τα πιο πάνω είναι σωστά, πώς εξηγούνται – ακριβέστερα, πώς δικαιολογούνται – τα 5 σημαντικά βραβεία, που το “Postmortem”, πρώτο βιβλίο της Cornwell, συνέλεξε, μόλις εκδόθηκε; Μία απόπειρα απάντησης, πιο κάτω.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα, από την αρχή:
Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια και ένας σίριαλ κίλερ σε παράκρουση δολοφονεί, με επιταχυνόμενους ρυθμούς, τέσσερις μοναχικές – λευκές, πλην μιάς – γυναίκες, που το μόνο κοινό όσο και μοιραίο, γι’ αυτές, σφάλμα, ήταν το ότι είχαν αφήσει ανασφάλιστο κάποιο παράθυρο στο πίσω μέρος της μονοκατοικίας τους, το βράδυ του φόνου. Τα περιστατικά δεν είναι άμοιρα της πραγματικότητας, όπως σημειώνει στο χρήσιμο Επίμετρο, η Μεταφράστρια Έφη Φρυδά. Στο Ρίτσμοντ, λίγο ενωρίτερα (1987), ο επονομαζόμενος Στραγγαλιστής του Σάουθσάιντ, κατά συρροή δολοφόνος Timothy Spencer, θα δολοφονήσει τέσσερις μοναχικές γυναίκες, αφού τις βασανίσει και βιάσει. Η Cornwell θα θυμάται τον τρόμο που η ίδια αισθανόταν εκείνη την εποχή. Θα τον μετακυλήσει στη Σκαρπέτα. Όπως ακριβώς και τα χαρακτηριστικά των εγκλημάτων του Spencer, στον άγνωστο “Χ” δολοφόνο του “Postmortem”.
Ο άγνωστος “X” δολοφόνος του “Postmortem” και η αναζήτηση του κοινού παρονομαστή, μεταξύ των θυμάτων: Καμία κοινωνική επαφή ή επαγγελματική σχέση μεταξύ τους (μία δασκάλα, μία συγγραφέας, μία ρεσεψιονίστ, μία γιατρός) και οι τέσσερις κάτοικοι διαφορετικών περιοχών της πόλης (σελ. 21).
Και έχουμε, εδώ, εν σπέρματι, ένα πρώτο κλείσιμο του ματιού, στη διερεύνηση του γεωγραφικού – όπως και μέσω της ταυτότητος των θυμάτων – προφίλ του δράστη. Προφίλ, στη διαμόρφωση του οποίου θα συντρέξει και ο χρόνος των δολοφονιών, που, ανεξαίρετα, εκτελούνται τα βράδια της Παρασκευής, προς Σάββατο.
Και, βέβαια, είναι και το modus operandi του δράστη. Η Cornwell θα βάλει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό της Σκαρπέτα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, αυτό της ιχνοσκόπησης “…του ίδιου γυαλιστερού κατάλοιπου στα πτώματα των τριών πρώτων στραγγαλισμένων θυμάτων, περισσότερο στην τρίτη παρά στη δεύτερη υπόθεση, και λιγότερο απ’ όλες στην πρώτη. Δείγματα είχαν σταλεί στο εργαστήριο. Το παράξενο κατάλοιπο δεν είχε ταυτοποιηθεί ακόμη. Ξέρουμε μόνο ότι δεν ήταν οργανικό” (σελ. 36). Το φαινόμενο θα επαναληφθεί και στην τέταρτη δολοφονία. Όσο για τη μη ταυτοποίηση του σχετικού ίχνους, κανείς δεν εκπλήσσεται. Το “Postmortem” γράφτηκε το 1990, δηλαδή κάπου 100 χρόνια πριν από τη σημερινή πρόοδο της ιατροδικαστικής έρευνας, που επέτρεψε στο “Crime Scene Investigation” (“CSI”) να συνιστά, πλέον, κοινοτοπία και απολύτως τρέχοντα όρο της Εγκληματολογίας.
Να σταθούμε λίγο εδώ και στην έρευνα του “εγκληματικού προφίλ του δράστη”, που δεν πρέπει να προσλαμβάνεται επί λέξει, αφού ο όρος καλύπτει και γεωγραφικά και εθνολογικά στοιχεία, ενώ ακόμα και το προφίλ των θυμάτων, συνδράμει στη σκιαγράφηση του εγκληματικού προφίλ του δράστη. Η Cornwell αναθέτει τον ρόλο του σκιαγράφου (profiler) στον Ουέσλεϊ (σελ. 92-98). Και είναι ακριβώς το απόσπασμα που επέλεξα να παρουσιάσω, στο τέλος αυτού του κριτικού Σημειώματος, υπογραμμίζοντας τη μείζονα, ίσως, συνδρομή του “Postmortem” στον “αστυνομικό” αναγνώστη. Την απόπειρα, δηλαδή, εισαγωγής του σε μία, ίσως λιγότερο θεαματική, αλλά σίγουρα περισσότερο τεχνική πρακτική, στην αντιμετώπιση του εγκλήματος. Η Cornwell είναι από τους πιονιέρους αυτής της συγγραφικής τυπολογίας.
Και πάντοτε θα είναι η γιατρός Σκαρπέτα, επί κεφαλής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας της Πολιτείας της Βιρτζίνια, που θα καλείται να αποκρυπτογραφήσει τον αποτρόπαιο γρίφο.
Η Cornwell επιλέγει να παρουσιάζει τη Σκαρπέτα σε άνισες και διάσπαρτες δόσεις: “Είναι μάλλον λευκός και αριθμεί πολύ λιγότερα χρόνια ζωής από τα δικά μου σαράντα χρόνια” (σελ. 11), “Στη μέση υπήρχε ένα πάγκος από ξύλο σφένδαμου, στο κατάλληλο ύψος για ένα άτομο που δεν υπερέβαινε το ένα εξήντα” (σελ. 45), “Η καφεΐνη και η νικοτίνη είναι δύο αδυναμίες μου που ποτέ δεν απαρνήθηκα” (σελ. 55), “Ήμουν εύκολα αναγνωρίσιμη από άποψη εμφάνισης, «ξανθιά» και «ωραία» και δεν ξέρω πώς αλλιώς με είχαν χαρακτηρίσει τα μίντια” (σελ. 88), “όταν όλα πηγαίνουν κατά διαβόλου, εγώ μαγειρεύω” (σελ. 149). Και ένας προβληματικός γάμος που δεν κράτησε πολύ. “Έξη χρόνια ζούσα με τον Τόνι, εκείνος όμως δεν θυμόταν πως έπινα σκέτο τον καφέ μου…” (σελ. 56). Ενώ και η τρέχουσα σχέση της με τον Μπιλ Μπολτζ, δημόσιο κατήγορο στην Πολιτεία της Βιρτζίνια, μόνο αδιατάρακτη δεν ήταν. Και πάλι, όχι στους αντίποδες με την ιδιωτική ζωή της Cornwell-συγγραφέως.
It’s a man’s world και η Σκαρπέτα θα ζει δύσκολα την επαγγελματική της ζωή, ανάμεσα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον με τυπικό εκπρόσωπο τον αρχιφύλακα Πιτ Μαρίνο, που “…ήταν από τη στόφα των σκληρών μπάτσων? ένας ακατέργαστος χοντροκέφαλος ντετέκτιβ που πάω στοίχημα ότι είχε έναν βρομόστομο παπαγάλο για κατοικίδιο και στοίβες πορνογραφικά περιοδικά στο τραπέζι του σαλονιού” (σελ. 19). Αλλά και ο Μπιλ Μπολτζ, δημόσιος κατήγορος στην Πολιτεία της Βιρτζίνια και …υπό εχεμύθεια εραστής της Σκαρπέτα δεν είναι και το μάνα εκ ουρανού? η γυναίκα του θα έχει αυτοκτονήσει με το υπηρεσιακό του πιστόλι και κάποια απόπειρα συνεύρεσης με τη Σκαρπέτα παρά λίγο να υπακούσει στο λήμμα “βιασμός”. Γενικότερα, οι άνδρες του “Postmortem”, αν είναι νέοι, είναι ή αντιπαθείς, ή επικίνδυνοι, ή ομοφυλόφιλοι, ή δολοφόνοι. Για να είναι συμπαθείς θα πρέπει να είναι κάποιας ηλικίας. Ιδιότητες και περιορισμοί που δεν ισχύουν για τον θήλυ πληθυσμό του βιβλίου. Και πάλι, όχι σε αντίφαση, με τον ιδιωτικό κόσμο της Cornwell. Και, βέβαια, υπάρχει η ανιψιά της Σκαρπέτα, η Λούσι – ένας δεκάχρονος διάολος περί τα ηλεκτρονικά και αφέντης του υπολογιστή της Σκαρπέτα, όσο εκείνη λείπει στην Υπηρεσία της – η Λούσι που θα χώνεται εκεί που δεν την σπέρνουν, αφού …«Κάποιος έπρεπε να καθαρίσει τη βάση των δεδομένων σου» (σελ. 49)!…
Το πρώτο τέταρτο του βιβλίου επικεντρώνεται στο τέταρτο έγκλημα. Η γιατρός Λόρι Πίτερσεν θα βρεθεί νεκρή στο δωμάτιό της. Έχει βασανιστεί, βιασθεί και στραγγαλιστεί, από ένα καλώδιο που “…ήταν δεμένο σε ένα διαβολικά δημιουργικό σχήμα που επίσης ταίριαζε με τις τρεις προηγούμενες υποθέσεις” (σελ. 20). Η πόλη είναι πλέον σε παράκρουση, υπό τη μπαγκέτα της Άμπι Τέρνμπουλ, εμβληματικής δημοσιογράφου-δαίμονα, που κανείς, αστυνομικός, δικαστικός ή πολιτικός, δεν τολμά να της γυρίσει την πλάτη.
Οι υποψίες, προεξάρχοντος του Μαρίνο, στρέφονται στον Ματ Πίτερσεν, ηθοποιό και σύζυγο του θύματος. Όλα συγκλίνουν σε αυτόν, η διαμονή του στην πόλη αποκλειστικά τα Σαββατοκύριακα, τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο άγνωστης σύνθεσης γυαλιστερό κατάλοιπο στον ώμο του θύματος, κάποιες παλιές αναπόδεικτες ιστορίες για απόπειρα βιασμού, το ανθρωποφάγο ένστικτο του Μαρίνο. Από την άλλη, είναι και οι περίεργες ιστορίες του Πίτερσεν, όπως αυτή της αλλόκοτης μυρωδιάς, της “…γλυκερής σαν σαπίλα, δυσάρεστης, αψιάς…” που ό ίδιος συνάντησε στην κρεβατοκάμαρα, πριν ανοίξει το φως και δει τη γυναίκα του νεκρή.
Η Σκαρπέτα θα ξεκινήσει με αυτό που ξέρει καλύτερα: Τη συλλογή ιχνών, από τον τόπο του εγκλήματος και το σώμα του θύματος, μεθοδικά, συστηματικά, προσφορά της Cornwell στον τεχνικά ανυποψίαστο αναγνώστη της.
Και η Σκαρπέτα θα συντηρεί τους ενδοιασμούς της, σχετικά με τη ενοχή του Πίτερσεν: “…Ο Μαρίνο είχε έναν ύποπτο. Κάλπαζε στην πορεία που συνήθως καλπάζουν όλοι οι μπάτσοι. Ο σύζυγος μπορεί να είναι άγιος και να απουσιάζει στην άλλη άκρη της Γης όταν δολοφονείται η γυναίκα του, οι μπάτσοι όμως αυτόν υποψιάζονται πρώτα. Άλλο η οικιακή βία – πυροβολισμοί, δηλητηρίαση, ξυλοδαρμοί, μαχαιρώματα – και άλλο το έγκλημα πάθους. Δεν είναι πολλοί οι σύζυγοι που το στομάχι τους αντέχει να δέσουν, να βιάσουν και να στραγγαλίσουν τη γυναίκα τους” (σελ. 39).
Στο πρώτο τέταρτο του βιβλίου, η Cornwell θα αρχίσει να τρέχει, ήδη, μια παράλληλη ιστορία: Την απόπειρα εισβολής άγνωστου χάκερ στον υπολογιστή της Υπηρεσίας της, όπου, μεταξύ άλλων και τα στοιχεία των τριών προηγούμενων υποθέσεων στραγγαλισμών. Ο χάκερ θα καταφέρει να μπει στο σύστημα, όχι όμως και στην υπόθεση Πίτερσεν, αφού τα σχετικά στοιχεία δεν είχαν ακόμη εισαχθεί. Ποιος χάκερ; Από πού; Με ποιον τρόπο; Και γιατί; Το μόνο βέβαιο παραμένει ότι η δημοσιοποίηση της παραβίασης θα συνιστούσε τεράστιο χτύπημα στην αξιοπιστία της Υπηρεσίας και ειδικότερα σε αυτήν της Προϊσταμένης της.
Για να ακολουθήσει η συνάντηση-Ιερά Εξέταση, στο γραφείο του Επιτρόπου Άμπουργκεϊ. Η κατηγορία για ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας σε δέκατο υποθετικό λόγο, αλλά αρκετά σαφής για να πανικοβάλει τη Σκαρπέτα. Ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας, που, πέρα από τη διαρροή στοιχείων, που εγγυούνταν και τη μετάλλαξή τους σε πηχυαίους τίτλους στις εφημερίδες, “…ενδέχεται να ώθησ(αν) τον δολοφόνο να ξαναχτυπήσει τόσο σύντομα. Η δημοσιότητα τον διεγείρει, ασκεί τεράστια πίεση πάνω του. Η παρόρμηση δημιουργείται εκ νέου και αυτός πρέπει να βρει τρόπο να ανακουφιστεί επιλέγοντας το επόμενο θύμα” (σελ. 141). Και η σιβυλλική δήλωση του Άμπουργκεϊ προς τη Σκαρπέτα, κλείνοντας τη συνάντηση: «Επιπλέον, περιμένω από εσάς γραπτή αναφορά επί του θέματος … και στη συνέχεια μένει να δούμε αν χρειάζεται να ληφθούν μέτρα» (σελ. 149). Εμπόλεμη, η κατάσταση…
Ο Άμπουργκεϊ, ο χάκερ, η διάτρητη Υπηρεσία της Σκαρπέτα, το γυαλιστερό κατάλοιπο στα πτώματα, η ανεξήγητη μυρωδιά σαπίλας, ο Μπολτζ με το ένα πόδι στον έρωτα και το άλλο στο τρομερό ενδεχόμενο, ο Μαρίνο με τα δύο πόδια στη μονολιθική λογική του, η Λούσι, ιός-Πρωτέας, ανάμεσα στο πόδια της θείας της, ο δολοφόνος-αερικό ανάμεσά τους, γύρω τους και πουθενά και η Σκαρπέτα στη δίνη ενός μυαλού-καλειδοσκόπιου.
Η απόπειρα σκιαγράφησης του γεωγραφικού προφίλ του δολοφόνου, στη βόλτα-πλοήγηση με τον Μαρίνο στα σπίτια των θυμάτων, θα αποτύχει. Θα αποτύχει; Όχι απόλυτα. Η Σκαρπέτα θα συμπεράνει: «Πιστεύω ότι ο θάνατός τους δεν έχει καμία σχέση με το πού έμεναν» (σελ. 195). Ο Μαρίνο θα συμπεράνει: «Αυτός ο τύπος, όποιος κι αν είναι, έχει μια δουλειά που τον φέρνει σε επαφή με γυναίκες. Αυτό είναι. Είναι πάρα πολύ απλό» (σελ. 183). Δύο συμπεράσματα, μία εξομολόγηση, αυτή του Μαρίνο: «Τον ρώτησα πώς πάει η έρευνα και τι σκεφτόμαστε. Εσύ δεν πρέπει να μαθαίνεις τίποτε. Οι εντολές του Τάνερ είναι να παίρνουμε από σένα ιατρικές πληροφορίες, αλλά να μην σου δίνουμε απολύτως τίποτε…» (σελ. 192). Α! ώστε έτσι, λοιπόν. Κάποιος ενορχηστρώνει την απομάκρυνση της Σκαρπέτα. Τον παροπλισμό της, ίσως;
Και δεύτερο περιστατικό! Ακόμη σοβαρότερο, αφού υποδηλώνει εισβολή στο ψυγείο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας! Ένας φάκελος με σλάιντς από σετ ανάκτησης σωματικών στοιχείων για την υπόθεση Λόρι Πίτερσεν εμφανίστηκε ως δια μαγείας στο ψυγείο, τη στιγμή που η Σκαρπέτα δεν θυμόταν να τον είχε αφήσει εκείνη, εκεί. Κάποιος που είχε πρόσβαση στο ψυγείο;… Και οι ετικέτες που είχε δημιουργήσει ο υπολογιστής, από τη νεκροψία της Πίτερσεν, αυτές που είχαν περισσέψει και που ήταν τώρα στον φάκελο του ψυγείου; Και ποιος είχε μπει στον υπολογιστή και μέσω του προγράμματος, στις ετικέτες; Εκτός από τη Σκαρπέτα, ο Άμπουργκεϊ, ο Τάνερ και ο Μπολτζ. Από τους γνωστούς, τουλάχιστον… Α! και μία λεπτομέρεια. Ανιχνεύτηκε το γυαλιστερό κατάλοιπο στον φάκελο, το ίδιο με αυτό στο σώμα των θυμάτων! Λεπτομέρεια; Η Σκαρπέτα θα αναρωτηθεί: “…Αν κάποιος είχε τοποθετήσει εσκεμμένα τον φάκελο στο ψυγείο και το γυαλιστερό κατάλοιπο προερχόταν από τα δικά του χέρια και όχι από τα δικά μου; Ήταν μια παράξενη σκέψη.
Η δηλητηριώδης φαντασία μου είχε εκτροχιαστεί” (σελ.227).
Τουλάχιστον, θα ταυτοποιηθεί το κατάλοιπο. Το σαπούνι της Υπηρεσίας περιείχε βόρακα, στοιχείο που κάτω από τα λέιζερ της Υπηρεσίας μεταμόρφωνε το αντικείμενο σε λαμπυρίζον χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μόνο που οι τουαλέτες της Υπηρεσίας, όλες, σε όλο το κτίριο, σε όλα τα δημόσια κτίρια της πόλης, χρησιμοποιούσαν σαπούνι περιεκτικότητας βόρακα… Συνολικά, περί τα 10000 άτομα και “Κάπου μέσα σε τούτη τη μεγάλη ανθρώπινη δεξαμενή υπήρχε ένα κύριος Κανένας που είχε μανία με την καθαριότητα” (σελ. 242).
Για να ακολουθήσει η πέμπτη δολοφονία. Και όχι με το οποιοδήποτε θύμα. Αφού πρόκειται για την αδελφή της Άμπι Τέρνμπουλ, της δημοσιογράφου-μαινάδας. Ίδιο modus operandi, βράδυ Παρασκευής προς Σάββατο. Ερίζεται, κατά πόσο στόχος του δολοφόνου ήταν η αδελφή της ή η ίδια η δημοσιογράφος. Τα άρθρα της Τέρνμπουλ θα πρέπει να εξιτάρισαν ιδιαίτερα τον δολοφόνο. Φόνος …“εκ παραδρομής”; Αυτό, θα ανέτρεπε αρκετές ισορροπίες. Για τον μέντορα της Σκαρπέτα, τον ψυχίατρο του ιατροδικαστικού δρα Σπίρο Φόρτοσις-«Είναι πολύ πιθανό να μην το ήξερε ώσπου το είδε στις ειδήσεις, διάβασε στις εφημερίδες ότι η γυναίκα που σκότωσε δεν ήταν η Άμπι» (σελ. 300).
Για πρώτη φορά, ο συνειρμός “οξυουρία=βόρακας” ή αλλιώς “χαρακτηριστική οσμή=ανηλεές πλύσιμο”. Οξυουρία που υποδηλώνει κάποια ανωμαλία στον μεταβολισμό του δράστη και η Cornwell παρασύρει τον αναγνώστη στα δύσκολα, αλλά κρίσιμα για τον πυρήνα της ιστορίας της. Οξυουρία ή διαταραχή ενζύμων που καταλήγει στη συσσώρευση αμινοξέων στο σώμα μετατρέποντάς τα σε δηλητήριο. Στην κλασική της μορφή το άτομο πάσχει από σοβαρή νοητική υστέρηση και σπάνια ενήλικες που πάσχουν από οξυουρία δεν είναι ψυχικά διαταραγμένοι. Η Σκαρπέτα θα αποφανθεί: “Η πιο συνηθισμένη ένδειξη της οξυουρίας είναι η χαρακτηριστική οσμή, μια ιδιαίτερη οσμή σιροπιού σφένδαμου στα ούρα και την εφίδρωση. Τα συμπτώματα θα είναι οξύτερα όταν βρίσκεται σε κατάσταση στρες, η οσμή εντονότερη όταν κάνει αυτό που τον αγχώνει περισσότερο, σαν να λέμε όταν κάνει τους φόνους. Η οσμή διαποτίζει τα ρούχα του. Σίγουρα το φέρει βαρέως, έχει μεγάλο πρόβλημα με αυτό το θέμα….. ..…δεν θα ήταν καθόλου ασυνήθιστο να πλένει μανιωδώς μασχάλες, πρόσωπο και χέρια. Να πλένεται πολλές φορές την ημέρα, όταν βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο που ενδέχεται να προσέξει το πρόβλημά του. Ίσως πλένεται στη δουλειά, όπου μπορεί να υπάρχει ένα μπουκάλι υγρό σαπούνι με βόρακα στην τουαλέτα ανδρών” (σελ. 311-313).
Κι όλα τα πιο πάνω, στη σύσκεψη κορυφής Σκαρπέτα-Ουέσλεϊ-Τέρνμπουλ, με αντικείμενο την παγίδευση του δράστη μέσω ενός άρθρου γραμμένου για να τον υποχρεώσει σε κάποια απρογραμμάτιστη, αυθόρμητη κίνηση, να προκαλέσει το μοιραίο γι αυτόν σφάλμα, εστιάζοντας στην εκτέλεση του λάθος στόχου και υπαινισσόμενο τη νοητική του υστέρηση. Θα πρέπει να είναι ένα εξαιρετικά προσεκτικά γραμμένο κείμενο. Εδώ, η Cornwell γράφει σε απόχρωση “Είναι σημαντικό να μην αμφισβητήσουμε την πνευματική του υγεία… Γιατί κάτι τέτοιο θα μας γυρίσει μπούμεραγκ στο δικαστήριο” (σελ. 319).
Και η Cornwell θα αποφύγει – για χιλιοστά – το προπατορικό. Κάποιος πληροφοριοδότης του Μαρίνο θα του παραδώσει μία «…ωραία σκούρα μπλε φόρμα, που του τη σπάει γιατί είναι καταματωμένη, να πάρει…». Και που, επί πλέον, ανέδιδε “μία διαπεραστική οσμή σφένδαμου και ιδρώτα μαζί”. Πού βρέθηκε η φόρμα; Μα, «…ούτε ένα τετράγωνο από τον τόπο που σκότωσαν τη Χένα Γιάρμποροου», την αδελφή της Τέρνμπουλ (σελ. 318)… Ο ορισμός της σύμπτωσης; Ευτυχώς, όχι. Η Cornwell, σοφά, θα εξαντλήσει τη χρησιμότητα του ευρήματος στην επιβεβαίωση της ομάδας αίματος της Χένα και στην πατρότητα της φόρμας, μέσω της οσμής. Η φόρμα, καθαυτή, δεν οδηγεί στον δράστη, δεν τον κατονομάζει.
Ενώ, με τη συνδρομή τής έως επίφοβα υψηλού Δείκτη Ευφυΐας δεκάχρονης ανιψιάς της, η Σκαρπέτα θα βεβαιωθεί ότι η βάση δεδομένων της Υπηρεσίας παραβιάστηκε, τελικά, “…μονάχα μια φορά, και μάλιστα πρόσφατα” (σελ. 341). Η σαδιστική πλευρά της Cornwell και η εισαγωγή τού αναγνώστη στον μαίανδρο των προ 100ετίας υπολογιστών.
Εξαιρετικά, όλα αυτά, αλλά πού είναι ο κοινός παρονομαστής στο προφίλ των θυμάτων; Γιατί, δεν μπορεί, θα πρέπει να υπάρχει. Το παλιό επιχείρημα του Μαρίνο ότι “ο δράστης έχει μια δουλειά που τον φέρνει σε επαφή με τις γυναίκες” μοιάζει να είναι το τελευταίο εναπομένον προς διερεύνηση. Ποιο από τα δεκάδες επαγγέλματα που προσφέρονται ως απάντηση, είναι το σωστό; Ποια κίνηση των θυμάτων συμπίπτει; Ένα τηλεφώνημα σε κάποιο ντελίβερι, για παράδειγμα; Σε κάποιον τηλεφωνητή νοσοκομείου, για παράδειγμα; ή εταιρίας τηλεφωνίας 24ρης λειτουργίας, για παράδειγμα; Ή στην Άμεσο Δράση; Τολμηρό, αλλά “…νομίζω ότι από την αρχή έτρεμα μήπως ο δολοφόνος ήταν αστυνομικός”, σκέψη της Σκαρπέτα. Ο Μαρίνο είχε πετάξει (άθελά του;) την άκρη μιας φράσης «…του αρέσει η φωνή της, ξέρει και πού μένει» (σελ. 351). Κοινός παρονομαστής, η φωνή;
Και η Σκαρπέτα θα εφοδιασθεί, η αθεόφοβη, με τις μαγνητοταινίες των τηλεφωνικών κλήσεων των δύο τελευταίων μηνών στην Άμεσο Δράση. Οχυρωμένη στο δωμάτιό της, θα αναζητήσει μέσα στο χάος μια κλήση στην Άμεσο Δράση, για βοήθεια; για την αναφορά κάποιας ύποπτης κίνησης; Μια κλήση ενός ή περισσότερων των θυμάτων. Και θα τις βρει! “Τέσσερις από τις πέντε γυναίκες. Όλα τα τηλεφωνήματα είχαν γίνει από το σπίτι τους. Όλες οι διευθύνσεις είχαν βγει στην οθόνη του υπολογιστή της Άμεσης Δράσης. Αν οι κατοικίες ήταν καταχωρημένες στο όνομα των γυναικών, τότε ο τηλεφωνητής ήξερε ότι έμεναν μάλλον μόνες” (σελ. 364). Θα ενεργοποιήσει αμέσως τον Μαρίνο (“…σχημάτισα μανιασμένα τον αριθμό του τμήματος ντετέκτιβ”). Σοφή, πιο σωστά, σωτήρια κίνηση…
Η Σκαρπέτα. Το παρ’ ολίγο έκτο θύμα! Η Cornwell θα περιγράψει, απολύτως ρεαλιστικά, την επίθεση του κατά συρροή δολοφόνου, στο δωμάτιό της! Ναι, η Σκαρπέτα ήταν ο επόμενος στόχος! Η επιτομή της ανατριχίλας, για μερικά, ελάχιστα λεπτά. Μέχρις ότου η γιατρός καταφέρει να τραβήξει το – όπως θα αποδειχθεί, άδειο(!) – πιστόλι της για να απειλήσει τον επίδοξο βιαστή της και το ιππικό, μεταμφιεσμένο σε άγρυπνο και καιροφυλακτούντα Μαρίνο, περίπου αδειάσει το Μάγκνουμ 357 του, επάνω στον Ρόι ΜακΚόρκλ, 27 ετών, αξιωματικό τηλεπικοινωνιών της αστυνομίας, της βάρδιας έξι με δώδεκα τα μεσάνυχτα, έναν “εντάξει” τύπο, που οι συνάδελφοί του “τον πείραζαν γιατί κάθε τόσο πήγαινε στην τουαλέτα – καμιά δεκαριά φορές σε κάθε βάρδια. Έπλενε τα χέρια, το πρόσωπο, τον λαιμό του και κάποτε τον βρήκαν στην τουαλέτα να πλένει όλο του το σώμα με ένα σφουγγάρι” (σελ.377).
Και για τον αναγνώστη που επιμένει να μάθει για το μυστήριο του φακέλου στο ψυγείο, ο συνασπισμός Τέρνμπουλ/ συναδέλφων της Σκαρπέτα θα αποκαλύψει την καταχθόνια εμπλοκή του Άμπουργκεϊ, στα άδυτα της Υπηρεσίας. Και οφθαλμός, αντί οφθαλμού… (βλ. και πιο κάτω).
Ένας από τους κινδύνους που διατρέχει ο αστυνομικός συγγραφέας των πολυσέλιδων μύθων είναι και η εξάντληση. Τόσο του μύθου όσο και η δική του. Το φαινόμενο ανιχνεύεται μέσω της επιτάχυνσης στην αφήγηση, του βαθμού αυθαιρεσίας περί την αφήγηση που δεν απαντάται ενωρίτερα στο βιβλίο, φαινόμενα που σε κάνουν να διερωτάσαι αν ο συγγραφέας άργησε να κλείσει την ιστορία του (ή και βιάστηκε να το κάνει…).
Στην περίπτωση του “Postmortem” έχω την αίσθηση ότι το πιο πάνω φαινόμενο εμφανίζεται τουλάχιστον δύο φορές, και τις δύο στο τέλος του βιβλίου:
α) Ο Άμπουργκεϊ, Επίτροπος της Πολιτείας, ένα μόλις σκαλοπάτι στην ιεραρχία κάτω από τον Κυβερνήτη, εμφανίζεται λυσσώδης και εμπαθής πολέμιος της Σκαρπέτα. Μηχανεύεται και προχωρεί σε πράξεις υπονόμευσης, που, ανεξαρτήτως σκοπού και της προσωπικής επιδίωξης, συνιστούν κακουργηματικές πράξεις. Η Cornwell δεν εξηγεί το κίνητρο αυτής της συμπεριφοράς του Επιτρόπου. Κάτι που ο αναγνώστης εύλογα αναζητεί, αλλά δεν το βρίσκει. Κατ’ επέκταση, οι κινήσεις του Άμπουργκεϊ παραμένουν μετέωρες, καθ’ όλη την παρουσία του στην ιστορία, και
β) Η περίπου από το πουθενά εμφάνιση του Μαρίνο, δευτερόλεπτα πριν την άμεσα απειλούμενη εκτέλεση της Σκαρπέτα μπορεί να ανακουφίζει το κινηματογραφικά προεξοφλούμενο αίσθημα δικαίωσης, για το κοινό, αναγνωστικό ή και σινεφίλ, αλλά πάσχει. Πάσχει γιατί η επέμβαση του αρχιφύλακα γίνεται με επικίνδυνη καθυστέρηση. Πριν πυροβολήσει ο Μαρίνο, ο ΜακΚόρκλ είχε τις άπειρες ευκαιρίες να αποκεφαλίσει τη Σκαρπέτα. Αλλά η Cornwell είχε ανάγκη χώρου για να απογειώσει την αδρεναλίνη του κοινού της.
Κύρια, όμως, πάσχει γιατί ο τρόπος που επιλέγει ο Μαρίνο να παρακολουθήσει τον δολοφόνο είναι από ανορθόδοξος έως επικίνδυνος. Ο Μαρίνο είχε αντιληφθεί την ταυτότητα του δράστη [“…δεν μου είπε ότι αναγνώρισε τη φωνή? όμως την είχε αναγνωρίσει” (σελ. 377)]. Και τι κάνει; Περιμένει τον ΜακΚόρκλ να εμφανιστεί, κρυμμένος έξω από το σπίτι της Σκαρπέτα. Αλλά κανείς δεν τον έχει διαβεβαιώσει ότι το επόμενο θύμα του δολοφόνου θα είναι η γιατρός. Και αφήνει την πόλη ανυπεράσπιστη, θεωρώντας ότι η Σκαρπέτα δεν μπορεί παρά να είναι το επόμενο θύμα, χωρίς μάλιστα να έχει αναθέσει σε κάποιον άλλον, ή και άλλους, την παρακολούθηση του ΜακΚόρκλ! Elementary…
Η Cornwell, στο πρώτο βιβλίο της “σειράς” Σκαρπέτα, αναπτύσσει τον, κατά σημεία, εξαιρετικά ενδιαφέροντα μύθο της δεξιοτεχνικά και αποφασισμένη να εντυπωσιάσει με την πληροφόρηση σε τομείς πρακτικά αχαρτογράφητους, για τον μέσο “αστυνομικό” αναγνώστη ή και τον πέρα του μέσου. Αυτό είναι και καλό και κακό. Καλό γιατί πρόκειται για μία αρκετά πρωτότυπη/ανεξερεύνητη συγγραφική τυπολογία, κακό όταν γίνεται κατάχρηση στη λεπτομέρεια και σε βάρος άλλων ουσιωδών παραμέτρων. Όπως, η σκιαγράφηση των ηρώων της: Για τον αρχιφύλακα Μαρίνο δεν ξέρουμε πρακτικά τίποτε, πέρα από την εξωτερική του εμφάνιση και τον τρόπο λειτουργίας του. Έπειτα, ο ΜακΚόρκλ εμφανίζεται από το πουθενά, μία φιγούρα πρακτικά καρτουνίστικη, ένας από μηχανής “θεός”, με τον βαρύ ρόλο να κλείσει την ιστορία. Νομίζω ότι έχουμε ανάγκη από ένα δεύτερο δείγμα γραφής της Cornwell, πριν “αποφανθούμε”.
Πιο κάτω, το απόσπασμα στο οποίο αναφέρθηκα, στη σελίδα 3. H Cornwell συστήνει τον σκιαγράφο (profiler) Ουέσλεϊ:
“Είχε μεταπτυχιακό στην ψυχολογία και ήταν διευθυντής ενός γυμνασίου στο Ντάλας πριν καταταγεί στο FBI, όπου αρχικά εργάστηκε ως πράκτορας, έπειτα ως μυστικός για να συλλαμβάνει μέλη της Μαφίας, πριν καταλήξει εκεί όπου ξεκίνησε, από μια άποψη. Οι σκιαγράφοι είναι ακαδημαϊκοί, στοχαστές, αναλυτές. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι είναι μάγοι.
Πήραμε τους καφέδες μας και στρίβοντας αριστερά μπήκαμε στην αίθουσα συσκέψεων. Ο Μαρίνο καθόταν σε ένα μακρύ τραπέζι και ξεφύλλιζε έναν παχύ φάκελο. Ξαφνιάστηκα κάπως γιατί, για κάποιον λόγο, πίστευα ότι θα καθυστερούσε.
Πριν προφτάσω να τραβήξω καν μια καρέκλα εκείνος έσπευσε να δηλώσει λακωνικά:
«Πέρασα από το ορολογικό εργαστήριο πριν από λίγο. Θα σ’ ενδιαφέρει ίσως να μάθεις ότι η ομάδα αίματος του Ματ Πίτερσεν είναι Α θετικό, που ανήκει στους μη εκκριτικούς»
Ο Ουέσλεϊ τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Αυτός είναι ο σύζυγος;»
«Ακριβώς. Ένας μη εκκριτικός. Σαν τον τύπο που καθάρισε εκείνες τις γυναίκες»
«Είκοσι τους εκατό του πληθυσμού είναι μη εκκριτικοί» είπα ξερά.
«Ναι» συμφώνησε ο Μαρίνο. «Δύο στους δέκα».
«Σαράντα τέσσερις περίπου χιλιάδες άτομα σε μια πόλη με τον πληθυσμό του Ρίτσμοντ. Είκοσι δύο χιλιάδες αν οι μισοί είναι άντρες» πρόσθεσα.
Ανάβοντας τσιγάρο, ο Μαρίνο με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια πάνω από τη φλόγα του φτηνού αναπτήρα.
«Λοιπόν, ξέρεις κάτι, γιατρέ;» Το τσιγάρο του ανεβοκατέβαινε σε κάθε συλλαβή. «Έχεις αρχίσει να μιλάς σαν δικηγόρος υπεράσπισης».
Μισή ώρα αργότερα, ήμουν στην κεφαλή του τραπεζιού ανάμεσα στους δύο άντρες. Μπροστά μας ήταν απλωμένες οι φωτογραφίες των τεσσάρων δολοφονημένων γυναικών.
Αυτό είναι το πιο δύσκολο το πιο χρονοβόρο κομμάτι της έρευνας? να κάνεις το προφίλ των θυμάτων κι έπειτα του δολοφόνου.
Ο Ουέσλεϊ τον περιέγραφε. Βρισκόταν στο στοιχείο το, και συχνά ήταν τόσο αλλόκοτα ακριβής όταν μελετούσε την ατμόσφαιρα του τόπου του εγκλήματος, που σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν ψυχρή, γεμάτη υπολογισμό οργή (κάποια αρρυθμία στη Μετάφραση, εδώ, ή πρόβλημα στο πρωτότυπο).
«Πάω στοίχημα ότι είναι λευκός» έλεγε τώρα. «Αλλά δεν παίρνω κι όρκο. Η Σεσίλ Τάιλερ ήταν μαύρη, και μια διαφυλετική επιλογή θυμάτων είναι σπάνια, εκτός αν ο δολοφόνος είναι σε πλήρη κατάρρευση». Πήρε μία φωτογραφία της Σεσίλ Τάιλερ, τόσο όμορφη εν ζωή με τη μαύρη επιδερμίδα της. Ήταν ρεσεψιονίστ σε μια εταιρεία επενδύσεων στο Νόρθσαϊντ. Όπως και στην περίπτωση της Λόρι Πίτερσεν, είχαν δέσει και στραγγαλίσει το γυμνό της κορμί πάνω στο κρεβάτι. «Όμως τελευταία έχουμε περισσότερα τέτοια κρούσματα. Τα σεξουαλικά εγκλήματα όπου ο δολοφόνος είναι μαύρος και η γυναίκα λευκή είναι μόδα, όμως σπάνια συμβαίνει το αντίστροφο – δηλαδή λευκοί άντρες που να δολοφονούν μαύρες γυναίκες. Με εξαίρεση τις πόρνες». Έριξε μία ψύχραιμη ματιά στις σκόρπιες φωτογραφίες. Αν ήταν, η δουλειά μας θα ήταν κάπως πιο εύκολη» μουρμούρισε.
«Ναι, αλλά όχι και η δική τους» πετάχτηκε ο Μαρίνο.
«Τουλάχιστον όμως θα υπήρχε μια λογική σύνδεση, Πιτ. Η επιλογή» είπε ο Ουέσλεϊ αγνοώντας το σχόλιο του Μαρίνο και κούνησε το κεφάλι. «Είναι παράξενο».
«Και τι λέει ο Φόρτοσις για όλα αυτά;» ρώτησε ο Μαρίνο αναφερόμενος στον ψυχίατρο του τμήματος που μελετούσε τις υποθέσεις.
«Όχι πολλά» απάντησε ο Ουέσλεϊ. «Του μίλησα για λίγο σήμερα το πρωί. Δεν θέλει να δεσμευτεί. Νομίζω ότι ο φόνος της γιατρού τον έχει κάνει να αναθεωρήσει μερικά πράγματα. Συνεχίζει όμως να πιστεύει ότι ο δολοφόνος είναι λευκός».
Μπροστά μου ξεπήδησε ξάφνου το πρόσωπο που είχα δει στο όνειρό μου. Ένα πρόσωπο λευκό χωρίς χαρακτηριστικά.
«Πρέπει να είναι είκοσι πέντε έως τριάντα πέντε χρονών». Ο Ουέσλεϊ συνέχιζε να κοιτάζει την κρυστάλλινη σφαίρα του. «Επειδή οι φόνοι δεν συνδέονται με κάποιον συγκεκριμένο τόπο, εκείνος πρέπει να μετακινείται με κάποιον τρόπο, με αυτοκίνητο πιστεύω και όχι μοτοσικλέτα, φορτηγό ή βαν. Υποψιάζομαι ότι κάπου κρύβει το όχημα και κάνει πεζός ένα κομμάτι της διαδρομής. Το αυτοκίνητό του είναι παλιότερο μοντέλο, αμερικάνικο μάλλον, σκούρο ή ένα απλό χρώμα, μπεζ ή γκρι, ας πούμε. Δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση αν ήταν ένα αυτοκίνητο από εκείνα ίσως που οδηγούν αστυνομικοί με πολιτικά».
Ο Ουέσλεϊ δεν αστειευόταν. Αυτού του είδους ο εγκληματίας γοητεύεται από τους αστυνομικούς και τους μιμείται ίσως. Η κλασική συμπεριφορά του ψυχοπαθούς μετά το έγκλημα είναι να συμμετέχει στην έρευνα. Θέλει να είναι κοντά στην αστυνομία, να πει την άποψή του, να βοηθήσει τις ομάδες διάσωσης στην έρευνα για το πτώμα που εκείνος πέταξε κάπου στο δάσος. Είναι ο τύπος που δεν το έχει σε τίποτα να συχνάζει στο Σωματείο των Αστυνομικών και να τα πίνει με αστυνομικούς εκτός υπηρεσίας.
Έχει υπολογισθεί ότι οι ψυχοπαθείς αποτελούν τουλάχιστον το ένα τοις εκατό του πληθυσμού. Από γενετική άποψη τα άτομα αυτά είναι ατρόμητα. Είναι χρήστες ανθρώπων και απίστευτα χειριστικοί. Από τη μια είναι εξαιρετικοί κατάσκοποι, ήρωες πολέμου, παρασημοφορημένοι στρατηγοί, διακεκριμένοι δισεκατομμυριούχοι, Τζέιμς Μποντ. Από την άλλη, είναι απίστευτα δαιμονικοί. Νέρωνες, Χίτλερ, Ρίτσαρντ Σπεκ, Τεντ Μπάντι? αντικοινωνικά άτομα, εχέφρονες όμως που διαπράττουν ειδεχθή εγκλήματα για τα οποία δεν αισθάνονται τις παραμικρές τύψεις ούτε αναλαμβάνουν την παραμικρή ευθύνη.
«Είναι μοναχικός» συνέχισε ο Ουέσλεϊ «και δυσκολεύεται με τις στενές σχέσεις, αν και θεωρείται ίσως ευχάριστος ακόμα και γοητευτικός. Δεν συνδέεται ιδιαίτερα με κανέναν. Είναι ο τύπος που ψωνίζει μια γυναίκα σ’ ένα μπαρ και κάνει σεξ μαζί της, το βρίσκει όμως πολύ εκνευριστικό και καθόλου ικανοποιητικό».
«Κάτι μου λέει αυτό» είπε ο Μαρίνο με ένα χασμουρητό.
Ο Ουέσλεϊ ανέπτυξε περισσότερο το προφίλ.
«Αντλεί ακόμα ικανοποίηση από τη βίαιη πορνογραφία, τα αστυνομικά και σαδομαζοχιστικά περιοδικά και πρέπει να είχε βίαιες σεξουαλικές φαντασιώσεις πολύ πριν αρχίσει να τις κάνει πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ίσως άρχισε με εκείνον να κρυφοκοιτάζει από τα παράθυρα σπιτιών και διαμερισμάτων μοναχικών γυναικών. Έτσι έγινε πιο αληθινό. Έπειτα άρχισε να βιάζει. Οι βιασμοί γίνονται όλο και πιο ωμοί και τελικά κορυφώνονται με τον φόνο. Αυτή η κλιμάκωση συνεχίζεται καθώς εκείνος γίνεται όλο και πιο βίαιος με κάθε θύμα. Το κίνητρο δεν είναι πλέον ο βιασμός, αλλά ο φόνος. Και έπειτα ο φόνος δεν αρκεί πια. Γίνεται όλο και πιο σαδιστικός». Άπλωσε το χέρι, αποκαλύπτοντας μια κολλαριστή μανσέτα, και πήρε τις φωτογραφίες της Λόρι Πίτερσεν. Τις κοίταξε μία μία, αργά, με πρόσωπο ανέκφραστο. Ύστερα, σπρώχνοντας ελαφρά τη στοίβα μακριά του, στράφηκε προς εμένα. «Θεωρώ σίγουρο ότι σ’ αυτή την περίπτωση, στην περίπτωση της γιατρού Πίτερσεν, ο δολοφόνος έβαλε στοιχεία βασανισμού. Σωστή εκτίμηση;»
«Σωστή» απάντησα.
«Τι; Που της έσπασε τα δάχτυλα;» Ο Μαρίνο έθεσε το ερώτημα σαν να γύρευε καβγά. «Η Μαφία τα κάνει αυτά, όχι εκείνοι που διαπράττουν σεξουαλικά εγκλήματα. Η γυναίκα έπαιζε βιολί, σωστά; Το σπάσιμο των δαχτύλων μοιάζει μάλλον προσωπικό. Λες και ο τύπος την ήξερε».
«Τα βιβλία χειρουργικής στο γραφείο της, το βιολί…» είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Ο τύπος δεν ήταν ανάγκη να είναι ιδιοφυία για να καταλάβει με ποια είχε να κάνει».
«Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι τα σπασμένα δάχτυλα και πλευρά είναι αμυντικά τραύματα» είπε ο Ουέσλεϊ σκεφτικός.
«Δεν είναι». Ήμουν σίγουρη γι’ αυτό. «Δεν βρήκα τίποτα που να μαρτυρά ότι πάλεψε μαζί του».
«Αλήθεια;» Ο Μαρίνο έστρεψε πάνω μου το ανέκφραστο εχθρικό του βλέμμα. «Για πες μου, είμαι περίεργος τι εννοείς όταν λες αμυντικά τραύματα; Σύμφωνα με την αναφορά σου, είχε πολλούς μώλωπες».
«Καλό παράδειγμα αμυντικών τραυμάτων» απάντησα κοιτώντας τον κατάματα «είναι σπασμένα νύχια, γρατζουνιές, τραύματα σε χέρια και μπράτσα που θα ήταν εκτεθειμένα αν το άτομο επιχειρούσε να αποκρούσει χτυπήματα. Τα τραύματά της δεν συνάδουν με κάτι τέτοιο».
«Συμφωνούμε όλοι λοιπόν ότι ήταν πιο βίαιος αυτή τη φορά» συνόψισε ο Ουέσλεϊ.
«Η σωστή λέξη είναι κτηνώδης» έσπευσε να διευκρινίσει ο Μαρίνο λες και αντλούσε κάποια ικανοποίηση από αυτό. «Αυτό λέω από την αρχή. Η περίπτωση της Λόρι Πίτερσεν είναι διαφορετική από τις άλλες τρεις».
Προσπάθησα να συγκρατήσω την οργή μου. Τα τρία πρώτα θύματα δέθηκαν, βιάστηκαν και στραγγαλίστηκαν. Δεν ήταν κτηνώδες αυτό; Έπρεπε δηλαδή να τους σπάσουν και τα κόκκαλα;
«Αν υπάρξει και άλλο θύμα, τα σημάδια της βίας και του βασανισμού θα είναι εντονότερα» προέβλεψε ζοφερά ο Ουέσλεϊ. «Σκοτώνει από καταναγκασμό, προσπαθώντας να ικανοποιήσει μια ανάγκη. Όσο περισσότερο το κάνει, τόση μεγαλύτερη γίνεται η ανάγκη του, τόσο κορυφώνεται η έντασή του, επομένως η παρόρμησή του γίνεται εντονότερη. Αναισθητοποιείται όλο και περισσότερο και κάθε φόνος χρειάζεται κάτι περισσότερο για να τον ικανοποιήσει. Επιπλέον, ο κορεσμός είναι προσωρινός. Τις μέρες και τις εβδομάδες που ακολουθούν η ένταση μεγαλώνει, ώσπου βρίσκει τον επόμενο στόχο, την επόμενη γυναίκα. Την παρακολουθεί και το ξανακάνει. Το διάστημα ανάμεσα στους φόνους μπορεί να γίνει μικρότερο. Και τελικά ενδέχεται να κλιμακωθεί και να τον πιάσει φονική μανία, σαν τον Τεντ Μπάντι».
Σκέφτηκα το χρονικό πλαίσιο. Η πρώτη γυναίκα δολοφονήθηκε στις 19 Απριλίου, η δεύτερη στις 10 Μαΐου, η τρίτη στις 31 Μαΐου. Η Λόρι Πίτερσεν δολοφονήθηκε μια βδομάδα αργότερα, στις 7 Ιουνίου.
Τα υπόλοιπα απ’ όσα είπε ο Ουέσλεϊ ήταν σχετικά προβλέψιμα. Ο δολοφόνος προερχόταν από «δυσλειτουργική οικογένεια» και ίσως τον κακοποιούσε, σωματικά ή ψυχικά, η μητέρα του. Με το θύμα εκδραμάτιζε τον θυμό του, ο οποίος ήταν αναπόσπαστος με τη σαρκική επιθυμία.
Ο δείκτης ευφυΐας του ήταν άνω του μετρίου, ήταν ψυχαναγκαστικός, πολύ οργανωμένος και σχολαστικός. Είχε ίσως τάση προς την ιδεοληψία, με φοβίες και τελετουργική συμπεριφορά σχετικά με την καθαριότητα, την τάξη, τη διατροφή του – όλα όσα του προσέφεραν μια αίσθηση ελέγχου του περιβάλλοντός του.
Είχε μια δουλειά, χειρωνακτική μάλλον – ήταν μηχανικός, τεχνίτης, εργάτης στις οικοδομές ή κάτι τέτοιο…
Παρατήρησα ότι το πρόσωπο του Μαρίνο κοκκίνιζε όλο και περισσότερο. Κοίταζε ανήσυχος γύρω την αίθουσα συσκέψεων.
«Για εκείνον» συνέχισε ο Ουέσλεϊ «το καλύτερο κομμάτι όλων είναι αυτό που προηγείται, η φαντασίωση, αυτό το κάτι στον περίγυρο που ενεργοποιεί τη φαντασία του. Πού ήταν το θύμα όταν αυτός την εντόπισε;»
Δεν ξέραμε. Αλλά κι εκείνη, αν ήταν ακόμη ζωντανή, μπορεί να μην ήξερε να μας πει. Ίσως η επαφή να ήταν άνευ σημασίας, ασαφής όπως όταν ο δρόμος σου διασταυρώνεται με έναν ίσκιο. Ίσως εκείνη ήταν στο εμπορικό κέντρο, ίσως περίμενε το φανάρι οδηγώντας το αυτοκίνητό της.
«Τι ήταν αυτό που του έδωσε το έναυσμα;» συνέχισε ο Ουέσλεϊ. «Γιατί αυτή τη συγκεκριμένη γυναίκα;»
Και πάλι δεν ξέραμε. Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν ότι όλες οι γυναίκες ήταν ευάλωτες γιατί ζούσαν μόνες. Ή έμοιαζαν να ζουν μόνες, όπως στην περίπτωση της Λόρι Πίτερσεν” (σελ. 92-98).
- Εδώ, ένα μικρό άλμα στην εξιστόρηση του μύθου: Ο Μπιλ Μπολτζ, δημόσιος κατήγορος ο ίδιος και το έτερο ήμισυ μιας προβληματικής ερωτικής σχέσης με τη Σκαρπέτα, αναφέρεται σε όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης – αλλά και τόσο συχνά – ως προδιαγραφών άσκησης σεξουαλικής βίας, που ο αναγνώστης περίπου αποκλείει να είναι αυτός ο δολοφόνος. Όσο για τον αρχιφύλακα Πιτ Μαρίνο, τον οποίο η Σκαρπέτα, υπό το κράτος υπέρτατης πνευματικής/ψυχολογικής πίεσης/εξουθένωσης, προς στιγμή, θα στοχοποιήσει (σελ. 352-353), εύκολα θα “αθωωθεί”.
- Ο Spencer θα είναι ο πρώτος δολοφόνος στις ΗΠΑ, που θα καταδικασθεί, στη βάση των ευρημάτων DNA.
- H Cornwell αντιμετώπισε σφοδρή κριτική στο Ρίτσμοντ, για το “Postmortem”, στη βάση τού ότι περιέγραψε συγκεκριμένες υποθέσεις εγκλημάτων που είχαν απασχολήσει την πόλη, κριτική στην οποία η ίδια απάντησε ότι “έγραψα για τύπους εγκλημάτων, όχι για συγκεκριμένες περιπτώσεις δολοφονιών”
- Να σημειωθεί ότι αν και το Criminal Profiling, βασικό αντικείμενο της Δικαστικής Ψυχολογίας (Forensic Psychology), συχνά επικαλύπτεται ή και επικαλύπτει την Ανακριτική/Αστυνομική μεθοδολογία (Forensic Science ή Police Science), αλλά και τη Δικαστική Ψυχιατρική (Forensic Psychiatry), το γεγονός παραμένει ότι “η συμβολή του δικαστικού ψυχολόγου στον ακριβέστερο δυνατό προσδιορισμό των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του άγνωστου δράστη είναι μεγάλη”.
- Όχι στους αντίποδες της Cornwell, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται η συγγραφέας στις φωτογραφίες.
- Τον Τάνερ, της τριανδρίας Άμπουργκεϊ-Μπολτζ-Τάνερ.
- Ευχαριστίες, εδώ, στην Cornwell, που συνδέει το ελληνικό στοιχείο με γιατρό και όχι ασθενή…
- Σας προτρέπω να ξαναδιαβάσετε το απόσταγμα της σκέψης του Φόρτοσις, στις σελίδες 296-300.
- Η υπογράμμιση, δική μου.
- Richard Speck (1941-1991) και Ted Bundy (1946-1989), περιβόητοι κατά συρροή δολοφόνοι.