Η γνωστή ατάκα της «Μαριλού» από την κωμική σειρά «Η τούρτα της μαμάς»[1] συμπυκνώνει τη νοσταλγική ευημερία μιας ολόκληρης εποχής αλλά και την ελαφρότητα της ταξινόμησής του σε μια κορνίζα του παρελθόντος. Κι όμως · στο ring tone που έχει η Μαριλού στο κινητό της ακούγεται ακόμη το γνωστό σύνθημα : «το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο δυνατό».[2] Κατά κάποιο τρόπο, και οι δύο «ατάκες» παραμένουν επίκαιρες, ακριβώς επειδή οι πρόσφατες εκλογές για την ηγεσία ΠΑΣΟΚ ίσως αποδειχτούν καθοριστικές για το μέλλον του. Μετά από το φαινόμενο «εξαέρωσης» του ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της κρίσης (pasokification), καθώς και μετά την απόπειρα της σταδιακής σταθεροποίησής του (από την ηγεσία Φώφης Γεννηματά έως την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη) το ΠΑΣΟΚ, σε αυτή τη συγκυρία, αντιμετωπίζει μια σειρά από νέες προκλήσεις, που μπορεί να μετατρέψουν την παρελθοντική νοσταλγία σε έναν παροντικό δυναμισμό. Αν και, για την ώρα, η συζήτηση περιορίζεται στην οργανωτική αναδιάρθρωση των κομματικών οργάνων, το διακύβευμα είναι πολύ ευρύτερο και οι προκλήσεις είναι πολύ πιο σύνθετες.
Η πρώτη πρόκληση αφορά το αντιπολιτιτευτικό κύρος του ΠΑΣΟΚ, και, άρα, τη στάση του απέναντι στο κυβερνητικό έργο. Στην πενταετία της διακυβέρνησης της ΝΔ, μπορεί πλέον να ελεγχθεί, με μετρήσιμα μεγέθη, τόσο η περίφημη «κανονικότητα» όσο και η αποτελεσματικότητα του «επιτελικού κράτους». Μπορεί, επίσης, να μετρηθεί η απόσταση ανάμεσα στους ρυθμούς ανάπτυξης και στην πτώση της πραγματικής αγοραστικής αξίας των μισθών. Η Ελλάδα είναι μία από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης και θα βρεθεί μάλλον στην τελευταία θέση της κατάταξης, σε περίπτωση που η Βουλγαρία βελτιώσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Τέλος, ενώ το κράτος δικαίου δεν αποκλίνει από τους άλλους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, υπάρχει μια σαφής θεσμική υποχώρηση σε ό,τι αφορά την κοινωνική λογοδοσία. Από την υπόθεση των υποκλοπών έως την τραγωδία στα Τέμπη, το νήμα της κρατικής αδιαφορίας ή της γραφειοκρατικής «διεκπεραίωσης» προσβάλλει τους πολίτες, που ζητούν διαφανείς και άμεσες πολιτειακές εγγυήσεις για τη λειτουργία μιας σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά τη μετατροπή της αξιόπιστης αντιπολίτευσης σε ορατή κυβερνητική προοπτική μέσα από μια πειστική ατζέντα μεταρρυθμίσεων. Το σημείο αυτό είναι πολιτικά κρίσιμο, καθώς η ΝΔ, και ιδιαίτερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανίστηκε συχνά ως τολμηρός εκφραστής μεταρρυθμιστικών αλλαγών, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του «κεντρογενούς» ακροατηρίου να πειστεί από το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ, ακριβώς επειδή η «κανονικότητα» έμοιαζε να είναι μια αναβαθμισμένη εκδοχή της «μη στασιμότητας». Το ΠΑΣΟΚ αφενός μεν δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί θετικά στις «ήπιες μεταρρυθμίσεις» (καταψήφισε το νομοσχέδιο για την «επιστολική ψήφο» και το νομοσχέδιο για τα «μη κρατικά-μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια»), αφετέρου δε, δεν μπόρεσε, έως τώρα, να θέσει στο προσκήνιο τις «δίκαιες μεταρρυθμίσεις», που απορρέουν από την ιδεολογική του ταυτότητα. Ως ένα κόμμα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να επιμένει περισσότερο σε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις, που προωθούν την παραγωγή πλούτου με στόχο την αναδιανομή του, που στηρίζουν το διοικητικά λειτουργικό κράτος έτσι ώστε να προστατεύεται ο/η πολίτης, που θωρακίζουν τους θεσμούς με συνθήκες ασφαλείας και «ανθεκτικότητας» για όσες και όσους, λόγω των πολλαπλών κρίσεων, βρίσκονται σε δυσμενή ή ευάλωτη θέση. Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να «βαφτίζει» μεταρρύθμιση τη διαχείριση επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων αλλά οφείλει να εξηγήσει ποιο είναι το συνολικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του, για να το εφαρμόσει ως κυβέρνηση.
Τέλος, η τρίτη πρόκληση αφορά την ίδια την κομματική ασυμμετρία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Μετά την πλήρη αποτυχία της απλής αναλογικής, πρέπει να αποκατασταθεί ένας νέος δικομματισμός, που θα οδηγεί σε εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης, με ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες και πολιτική πολυσυλλεκτικότητα. Ο εκφραστής αυτού του εναλλακτικού πόλου εξουσίας –ιδίως μετά τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.- δεν μπορεί παρά να είναι το ΠΑΣΟΚ, με την προϋπόθεση ότι θα πάψει να λειτουργεί σαν ένα «μικρομεσαίο» κόμμα και θα αποκτήσει «συνείδηση παράταξης». «Συνείδηση παράταξης», παρατηρούσε παλαιότερα ο Γιάννης Βούλγαρης «είναι εκείνη η διάσταση της πολιτικής που υπερβαίνει τον καθημερινό κομματικό ανταγωνισμό και δένεται με τις βαθύτερες ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας στη συγκεκριμένη ιστορική φάση».[3] Δίπλα σε όλα αυτά, είναι πολύ σημαντικό για το ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει μια νέα πολιτισμική ηγεμονία. Την ώρα που η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται την οικονομική ανασφάλεια και τις ταυτοτικές ρηγματώσεις ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να δώσει μια μεγάλη πολιτισμική μάχη απέναντι στην ακροδεξιά και την απαξίωση της πολιτικής.
Τελικά, σε αυτές τις εκλογές, το ΠΑΣΟΚ ίσως να μην έψαχνε μόνο αρχηγό. Ίσως να έψαχνε -και να ψάχνει ακόμη-, έστω και αντιφατικά, τους δικούς του δρόμους της ανανέωσης. Η νέα κατανομή ρόλων που έκανε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον Παύλο Γερουλάνο και στην Άννα Διαμαντοπούλου δείχνει πως το νέο μοντέλο ηγεσίας δημιουργεί καινούργιες προσδοκίες για ένα κόμμα που θέλει να εκφράσει τη μεγάλη δημοκρατική προοδευτική παράταξη. Τα «ωραία χρόνια» του ΠΑΣΟΚ μπορεί και να είναι μπροστά μας.