Πολλοί θεωρούν πως η καταστροφική φράση του, «λεφτά υπάρχουν», καθόρισε όλη την κυβερνητική πορεία του ΠΑΣΟΚ και διαμόρφωσε τις συνθήκες απαξίωσής του από το πολιτικό και εκλογικό σώμα. Θεωρείται πως αυτή η φράση το εμπόδισε στη συνέχεια να διαμορφώσει μια άλλη πολιτική, προσαρμοσμένη στο γεγονός πως «λεφτά δεν υπήρχαν». Η αναγκαία προσαρμογή στην απουσία χρημάτων, έγινε αντιληπτή ως προδοσία των ιδεών του, οι οποίες για μερικούς ανάγονταν στην ιδεολογία του «μοιράζω χρήματα που δεν έχω».
Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο σύνθετα από την κατάρα μιας φράσης. Γιατί πριν φτάσει σ’ αυτή τη φράση, το ΠΑΣΟΚ είχε ξεκινήσει από μια άλλη φράση, που ποτέ δεν ειπώθηκε έτσι καθαρά, αλλά ενυπήρχε στη σκέψη της ηγετικής του ομάδας κατά την οκταετία 2004-2012. Αυτή η «ανείπωτη φράση» ήταν πως «η πολιτική δεν υπάρχει» ή πως ακόμη και αν υπάρχει, δεν είναι και τόσο αναγκαία.
Στο ΠΑΣΟΚ αυτής της οκταετίας, κυριάρχησε μια αντίληψη η οποία μετέτρεψε την πολιτική από έκφραση της γενίκευσης των επιμέρους συμφερόντων, από την τέχνη της ομογενοποίησης των διαφορετικών συμφερόντων, στην «τέχνη» του περαιτέρω κατακερματισμού των ειδικών συμφερόντων. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται να μην υπάρχουν διαμεσολαβητικοί κρίκοι ανάμεσα στον ηγέτη και τους πολίτες. Η σχέση ηγέτη και μελών του κόμματος δεν νομιμοποιούνταν από τις ιδέες, την κομματική ζωή στις αντίστοιχες τοπικές οργανώσεις, μέσα από τη γενική βούληση των κομματικών μελών και των ψηφοφόρων του, όπως δηλαδή γίνεται σε κάθε σοβαρό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η νομιμοποίηση της σχέσης ηγέτη, κομματικών μελών, ψηφοφόρων και πολιτών, περνούσε μέσα από την απευθείας σχέση ηγέτη και επιμέρους συμφερόντων. Αυτή η αντίληψη για την πολιτική, έβλεπε το πρότυπο λειτουργίας της στις ΜΚΟ και όχι στα κόμματα, στο βαθμό που οι πρώτες επικεντρώνονται σε συγκεκριμένου χαρακτήρα δράσεις και οι πρωτοβουλίες τους αφορούν κυρίως περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης ζητήματα. Το πολιτικό κόμμα, αντιθέτως, επικοινωνεί απευθείας με την εθνική επικράτεια και τη λαϊκή κυριαρχία, μέσα από διαμεσολαβούμενες σχέσεις αντιπροσώπευσης.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ για δύο μοντέλα αντίληψης για την πολιτική, όπως αυτά περιγράφονται από την Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της: «Για την Επανάσταση». Το ένα μοντέλο, είναι αυτό της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτό έχει ως βάση του τη λογική του κοινωνικού συμβολαίου και της λαϊκής κυριαρχίας και εκφράζεται από τον μετασχηματισμό των επιμέρους συμφερόντων και δικαιωμάτων των πολιτών, μέσω της εκλογικής συναίνεσης, στη γενική βούληση του κυρίαρχου λαού. Το άλλο μοντέλο, είναι αυτό που εκφράζεται από την Αμερικανική Επανάσταση. Αυτό κινείται στη βάση εκείνης της κοινωνικής συμφωνίας, που νομιμοποιείται από τη δύναμη των αμοιβαίων υποσχέσεων και συμφωνιών μεταξύ των αποίκων και εκφράζεται πρώτα απ’ όλα σε περιφερειακό-τοπικό επίπεδο. Η Αμερικανική Χάρτα των Δικαιωμάτων, επεδίωκε να θεσπίσει περιοριστικούς ελέγχους στην ήδη υπάρχουσα κεντρική πολιτική εξουσία. Αντιθέτως, η Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δημιουργούσε μια νέα κεντρική πολιτική εξουσία.
Το αίτημα της διαβούλευσης, της κοινωνικής συμφωνίας, της επίλυσης επιμέρους προβλημάτων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά και η ανάδειξη σημαντικών αιτημάτων της σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα, η σεξουαλικότητα, η απόρριψη του ρατσισμού, η ανάδειξη των δικαιωμάτων των μεταναστών και των μειονοτήτων, η καταπολέμηση ειδικών μορφών κοινωνικής ανισότητας -ζητήματα δηλαδή που έμεναν έξω από το βεληνεκές της λαϊκής κυριαρχίας- θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα σημαντικό βήμα για την ανανέωση της πολιτικής ζωής του τόπου. Αυτές όμως οι προσπάθειες, κατέρρευσαν μέσα σ’ ένα γενικευμένο κλίμα πριγκιπικής απαξίωσης της πολιτικής ως διαμεσολαβούμενης σχέσης αντιπροσώπευσης, σ’ ένα καθεστώς που η διαβούλευση και τα δημοψηφίσματα, από μέσα της πολιτικής, έγιναν σκοποί της.
Αυτό το όλο οικοδόμημα, βεβαίως, στηρίχτηκε επίσης στην πλήρη απαξίωση της πιο επιτυχημένης κυβερνητικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ, της περιόδου Σημίτη και στη σταδιακή διολίσθηση στα νάματα της περιόδου του «παιδιού της αλλαγής». Ο συνδυασμός μετανεωτερικού και βαθέος ΠΑΣΟΚ, δημιούργησε το πρώτο πολιτικό κόμμα που δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική. Έτσι φτάσαμε στο «λεφτά υπάρχουν», φτάσαμε δηλαδή σ’ έναν ηγετικό πυρήνα που δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τα γενικά συμφέροντα που διακυβεύονταν από την κρίση.
Όπως έγραφα σ’ ένα άρθρο μου στο Βήμα Ιδεών την ημέρα των εκλογών του 2009, «το μόνο πολιτικό ζητούμενο των σημερινών εκλογών αφορά το αίτημα της αντικατάστασης της πιο αναποτελεσματικής μεταπολιτευτικής κυβέρνησης, από την κλίση του ρήματος «μπορώ» σ’ όλα τα πρόσωπα. Από τον πολιτικό λόγο απουσιάζει η περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, η ανάλυση των αναγκών και η σύνδεση των προτεινόμενων λύσεων με την κοινωνική διαστρωμάτωση, η κατάθεση σεναρίων για διέξοδο από την κρίση και προπαντός, η συνειδητοποίηση του βάθους της κρίσης και των δομικών περιορισμών της πολιτικής παρέμβασης. Σήμερα, για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ είναι αλήθεια πως προτείνει μέτρα, τα οποία όμως δεν σχηματίζουν ένα ενιαίο συνεκτικό σώμα. Γιατί δεν διευκρινίζεται με ποιους θα υλοποιηθούν, ποιους θα ωφελήσουν και ποιους θα βλάψουν, σε ποιο βαθμό και μέχρι πότε θα ωφελούν όποιους ωφελούν, ή θα βλάπτουν όποιους βλάπτουν. Προτείνονται μέτρα που σε τελική ανάλυση δεν έχουν “συναίσθηση της πραγματικότητας”. Πολύ φοβάμαι – έγραφα- πως σήμερα η διαφαινόμενη προοπτική της Ελλάδας είναι να συνεχίσει να κυβερνάται από ανθρώπους χωρίς ιδιότητες». Διευκρινίζω εδώ πως κατά τον Ρόμπερτ Μούζιλ, άνθρωπος χωρίς ιδιότητες είναι αυτός που δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας. Στο ομώνυμο βιβλίο του ενώ η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, ένα χρόνο πριν από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, κατέρρεε, η ελίτ της ασχολούνταν με γιορτές και ιωβηλαία του γηραιού Αυτοκράτορα.
Αυτό -τηρουμένων των αναλογιών- ζούσαμε στο ΠΑΣΟΚ της προαναφερθείσας οκταετίας και κυρίως στην Ελλάδα της τελευταίας διετίας. Έχω ήδη εκφράσει την ελπίδα πως, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μου με σημεία του πολιτικού λόγου του Ευάγγελου Βενιζέλου, αυτός μπορεί, όπως ο ίδιος έγραψε από εδώ, τη Μεταρρύθμιση, να μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε κοίτη της Κεντροαριστεράς. Δηλαδή να ξανακάνει αυτό το κόμμα πολιτικό κόμμα, που θα εκφράζει τη γενική βούληση και τα καθολικά συμφέροντα, να επαναφέρει το κεντρικό πρόταγμα της πολιτικής, το οποίο είναι η υπεράσπιση του γενικού συμφέροντος και η έκφραση της γενικής βούλησης μέσα από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Το παλαιό συμβόλαιο του πολιτικού συστήματος, με τις δυνάμεις του κρατισμού και του λαϊκισμού, οδήγησε τη χώρα ως τη σημερινή τραγική κατάσταση. Το νέο συμβόλαιο του πολιτικού συστήματος και κυρίως του ΠΑΣΟΚ, πρέπει να γίνει με την παραγωγική και δημιουργική Ελλάδα του αποτελεσματικού δημόσιου τομέα και του ανταγωνιστικού και εξωστρεφούς ιδιωτικού. Έχω όμως εδώ μια ένσταση, η οποία μπορεί να φαίνεται ήσσονος σημασίας, αλλά δεν είναι. Το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να αντικαταστήσει τον επίσης απολιτίκ όρο Κεντροαριστερά, με τον βαθύτατα πολιτικό όρο, που λέγεται σύγχρονη ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία.