Το μέλλον του ΠΑΣΟΚ και το μέλλον της κεντροαριστεράς – όσο αυτό επηρεάζεται από το ΠΑΣΟΚ – κρέμεται από τις απαντήσεις που θα δοθούν, από τα μέλη του και τα στελέχη του σχετικά με τις αιτίες της πτώσης του. Αν οι απαντήσεις μπορέσουν να εξηγήσουν σωστά την καμπύλη του, σίγουρα θα συνοδευτούν και από την απαραίτητη γενναιότητα που χρειάζεται ώστε να το επαναφέρουν σε τροχιά ανάταξης, πάντα με κριτήριο την ανάταξη της χώρας.
Είναι φανερό ότι οι ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ ανήκουν χοντρικά σε δύο κατηγορίες
Η μία είναι αυτή που έτρεξε πίσω από το μύθο ότι φταίει το μνημόνιο για την κρίση και όχι οι δομές του σπάταλου και αντιπαραγωγικού κράτους. Η οποία όμως δεν χρεώνει στο ΠΑΣΟΚ μόνο την ευθύνη για το μνημόνιο αλλά και τις παθογένειες του συστήματος και δηλώνει ότι δεν του εμπιστεύεται την αποκατάσταση που επαγγέλλεται.
Η άλλη είναι εκείνη που αναγνωρίζει τον ευρωπαϊκό μονόδρομο για τη σωτηρία, παίρνει τις αποστάσεις της από το λαϊκισμό, είναι διαθέσιμη να συνδράμει την αποκατάσταση των παραγόντων που δημιουργούν κρίσεις, αλλά επίσης δεν εμπιστεύεται το ΠΑΣΟΚ. Προτίμησε τη ΔΗΜΑΡ στις προηγούμενες εκλογές και το ΠΟΤΑΜΙ στις πρόσφατες, ενώ ένα ποσοστό ψήφισε ΝΔ η οποία είχε την δυναμική να ηγηθεί της σωτηρίας
Οι δύο αυτές κατηγορίες δεν έχουν βεβαίως απόλυτα στεγανά, αλλά έχουν κοινό παρανομαστή.
Δεν εμπιστεύονται το ΠΑΣΟΚ.
Σχεδόν όλοι όσοι δεν δραπέτευσαν από τον κεντροαριστερό χώρο και πολλοί από τους σκεπτικούς μετανάστες παραδέχονται την μεγάλη συμβολή του στην υπόθεση της σωτηρίας.
Όμως, είναι άλλο μέγεθος η ικανότητα να σταθεί στην σωστή πλευρά ενώπιον μιάς πιθανής καταστροφής και άλλο να πείσει ότι και την μετά μνημονίου εποχή θα έχει και την πρόθεση να παραμείνει στη στρατηγική της αποκατάστασης και στην πολιτική των μεταρρυθμίσεων.
Το ακροατήριο είναι καχύποπτο.
Η ένσταση και η αμφιβολία έρχεται από το ίδιο το παρελθόν του. «Κυβέρνησε και δεν τα έκανε, γιατί να το πιστέψουμε;» Ακόμη και τώρα που έχουν αποχωρήσει οι κορυφαίοι της λαϊκίστικης πλευράς του, εκείνοι που έχουν παραμείνει δεν μπορούν να πείσουν ότι θα ηγηθούν μιας σαρωτικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής.
Εννοείται ότι δεν συμμεριζόμαστε καθόλου την τρομαχτική θεωρία της πολιτικής ευθανασίας όλων των παλιών πολιτικών, καθότι πολλοί εξ’ αυτών αντιστάθηκαν και πρόσφεραν, και στο παρελθόν και στο παρών. Ούτε όμως μπορούμε να αγνοήσουμε την πραγματικότητα της καχυποψίας των πολιτών, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι πολλοί εξ αυτών κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια.
Από την αρχή δε του εγχειρήματος της ενότητας της δημοκρατικής παράταξης, με κορμό το ΠΑΣΟΚ η οποία θα μπορούσε να εγγυηθεί ένα νέο πειστικό συμβόλαιο, υποστηρίξαμε την πλευρά που έθετε δύο όρους για την επιτυχία.
- Τη διαμόρφωση ενός σαφούς και αιτιολογημένου προγράμματος, που να φτάνει έως τη μορφή νομοσχεδίων, μαζί με τις προδιαγραφές ενός νέου δημοκρατικού κόμματος που θα είχε κατευθύνσεις δημιουργικής δράσης και αποφασιστικού λόγου.
- Την ανάδειξη μιάς ηγεσίας που να εκπροσωπεί τις συνιστώσες της ενότητας η οποία δεν θα προερχόταν από παλιότερες κυβερνητικές θητείες, ως συμβολισμός αλλά και ουσία, για την ανανέωση και τον επαναπροσδιορισμό
Αυτά δεν έγιναν. Ίσως η πορεία της ενότητας να είχε ήδη ξεκινήσει αν η ΔΗΜΑΡ δεν είχε αρνηθεί τη συμμετοχή της, αλλά σε κάθε περίπτωση, επιμένουμε να θεωρούμε εγγύηση προσανατολισμού αυτούς τους δύο όρους.
Στο δια ταύτα
Το ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΉ ΠΑΡΑΤΑΞΗ συρρικνώθηκε.
Η απόφαση του Βενιζέλου να παραιτηθεί στο συνέδριο που ορίστηκε για τον Μάιο, δίνει την ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ-ΔΠ να διορθώσει πειστικά την ταυτότητά του και να διεκδικήσει την χαμένη εμπιστοσύνη.
Στο σταυροδρόμι που έφτασαν τα πράγματα, άποψή μας είναι ότι η πραγματικότητα βοά για τη λύση που πρέπει να δοθεί.
– Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να συγχωνευτεί με τις συνιστώσες που συμμετέχουν στη Δημοκρατική Παράταξη, να αποχτήσει νέο όνομα, να διαμορφώσει πλήρες πρόγραμμα και να κατοχυρώσει καταστατικά ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, στα πλαίσια πού ήδη αναφέραμε.
– Ο νέος πρόεδρος να προέρχεται από εκείνα τα μέλη του που δεν έχουν κυβερνητικό παρελθόν.
Αν πρόκειται να έρθει στην προεδρία ένα πρόσωπο από τα παλιά, φρονούμε ότι θα γράψει και τον επίλογο στην ιστορία του. Αφού ο Βενιζέλος που υπήρξε ικανός και έντιμος στα χρόνια της κρίσης και είναι μακράν ο ευφυέστερος πολιτικός της εποχής μας, δεν μπόρεσε να πείσει, κανένας άλλος δεν θα μπορέσει. Είναι εξόφθαλμο ότι και τα πλέον καταξιωμένα και άφθαρτα στελέχη του με κυβερνητικές θητείες, δεν έχουν ακροατήριο. Οι πολίτες δεν πρόκειται να παρακολουθήσουν πχ τη Φώφη ή το Λοβέρδο, χωρίς φυσικά να τους υποτιμούμε προσωπικά και το εξηγήσαμε.
Το ίδιο μήνυμα επίσης έχουν στείλει και πολλά στελέχη της κεντροαριστεράς τα οποία παρ’ όλο που μοιάζει να συμφωνούν επί της ουσίας με την πολιτική του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια, προτίμησαν να κρατήσουν τις αποστάσεις τους και εντάχθηκαν σε παραπλήσιους χώρους.
Ένα νέο κόμμα, με νέα ηγεσία, που θα βασιστεί στον κορμό του ΠΑΣΟΚ, μπορεί να θεμελιώσει την μεταρρυθμιστική του ταυτότητα και να επανακτήσει την εμπιστοσύνη της βάσης.
Μέγιστη επιδίωξη δε, οφείλει να είναι η ενότητα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου την οποία μ’ αυτούς τους όρους θα έχει τις καλύτερες πιθανότητες να την επιτύχει. Επειδή βεβαίως αυτό είναι που χρειάζεται η χώρα. Μια ενωμένη προοδευτική παράταξη θα αποχτήσει άλλη δυναμική και θα μπορέσει να παίξει τον ιστορικό ρόλο της.
Αν ωστόσο καταφέρουν και αναδείξουν ηγέτη από τα πράσινα ράφια του παρελθόντος, αυτά που ο πολίτης – καλώς ή κακώς – τα έχει ταυτίσει με τη μούχλα, τότε μάλλον θα έχει αποχτήσει αρχηγό τού τίποτα, καθότι το κόμμα δεν θα ζήσει την επόμενη μέρα.
Παράλληλα θα έχουν δικαιώσει τους φόβους και τους δισταγμούς του λαού και πολλών στελεχών τής κεντροαριστεράς, για τις πραγματικές του προθέσεις.
Φυσικά η ιστορία θα συνεχιστεί και χωρίς τον πράσινο ήλιο, οι υγιείς προοδευτικές δυνάμεις μέσα και έξω από τους κόλπους του δεν προβλέπεται να παροπλιστούν, αλλά θα έχει χαθεί πολύτιμος πολιτικός χρόνος. Και η χώρα τον χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε.