Το μεγάλο μειονέκτημα του ΠΑΣΟΚ από το 2004 έως το 2012 ήταν πως μετετράπη στο πρώτο μεγάλο πολιτικό κόμμα, το οποίο αγνοούσε και περιφρονούσε την πολιτική. Το σημαδιακό για τη σημερινή κατάληξη του ΠΑΣΟΚ 2007, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κώστα Σημίτη «Η Δημοκρατία σε κρίση;». Εκεί ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριζε πως η κρίση αντιπροσώπευσης που οφειλόταν στην παραίτηση των πολιτικών από την πολιτική μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Ενα χρόνο αργότερα, ο Βενιζέλος στο δικό του βιβλίο «Προς μία μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία», υποστήριζε πως η κρίση της πολιτικής εκφράζεται μέσα από την υποβάθμιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των θεσμών της. Ο τόπος συνάντησης και των δύο πολιτικών ήταν η θέση τους πως η αμφισβήτηση της πολιτικής ως συλλογικού αγαθού συναντά την κρίση της Δημοκρατίας. Πέντε χρόνια αργότερα, οι συνθήκες Βαϊμάρης στις οποίες ζει η ελληνική δημοκρατία κάνουν αυτές τις προβλέψεις να φαντάζουν σχεδόν επιθυμητές καταστάσεις. Μακάρι να είχε μείνει η ελληνική δημοκρατία σε αυτό το επίπεδο.
Γι’ αυτή την εξέλιξη φταίει βεβαίως το σάπιο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αλλά και εκείνη η αντίληψη για την πολιτική που επικράτησε στο ΠΑΣΟΚ, η οποία το οδήγησε απροετοίμαστο στη σφαγή τού «λεφτά υπάρχουν». Ο λόγος του ΠΑΣΟΚ αυτή την περίοδο δεν αφορούσε τα τεράστια ζητήματα που εγείρονται από την άσκηση της εξουσίας. Στη θέση της προάσπισης των συλλογικών συμφερόντων της κοινωνίας και των διαμορφωμένων σε αυτήν κοινωνικών τάξεων, το ιδεολογικό πρόταγμα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ τοποθετούσε έναν γενικόλογο καταγγελτικό «των άλλων» λόγο. Λόγο που αφορούσε δήθεν τις μικροκοινωνίες και την αφυδατωμένη από τα πολιτικά της χαρακτηριστικά κοινωνία των πολιτών. Αυτός ο τρόπος σύλληψης της πραγματικότητας μετέτρεπε την αρχική δυσπιστία προς το κόμμα διαμεσολαβητή και εκφραστή γενικών συμφερόντων, σε μια βαθύτερη άρνηση του ρόλου του. Σε αυτή τη βάση είχαμε αυτό που η Χάνα Αρεντ ονόμαζε αμερικανική σύλληψη της πολιτικής, την αντίληψη δηλαδή που αντιμετωπίζει τις κοινωνικές επιταγές ως άθροισμα – σε τοπικό επίπεδο – ατομικών επιλογών και όχι ως τον χώρο όπου εκπροσωπούνται συλλογικά συμφέροντα.
Ετσι η διαβούλευση μετατράπηκε από μέσο σε σκοπό της πολιτικής. Οταν όμως η πολιτική παρουσιάζεται ως διαφορά αντιλήψεων και όχι ως χώρος μετατροπής του ειδικού συμφέροντος σε γενικό, τότε νομιμοποιείται η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τα κόμματα στις ΜΚΟ, ως φορέων θεματικών ενδιαφερόντων που μπορούν να επιλυθούν με διάλογο και συμμετοχή. Ο δρόμος από τη δημοκρατία των κομμάτων στη δημοκρατία της κοινής γνώμης είναι ανοιχτός. Οταν τα κόμματα παύουν να διαμεσολαβούν συμφέροντα, τότε και οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεν νομιμοποιούνται να λαμβάνουν αποφάσεις. Σε αυτή την περίπτωση, το κέντρο βάρους πέφτει στα «δημοψηφίσματα» αντί στην εκφρασμένη μέσω των εκλογών θέληση της λαϊκής κυριαρχίας.
Είναι αυτονόητο πως μια τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια της κρίσης της πολιτικής, γι’ αυτό και αναζητεί ενόχους σε εξωτερικούς παράγοντες όπως τα ΜΜΕ και τα περίφημα εξωθεσμικά κέντρα. Οταν η πολιτική και οι πολιτικοί αναζητούν τα αίτια της κρίσης σε εξωπολιτικούς παράγοντες και όταν ταυτόχρονα ανάγουν την πολιτική σε ζήτημα που αφορά την αδιαμεσολάβητη σχέση ηγέτη και πολιτών, είναι φυσικό επόμενο η κρίση αντιπροσώπευσης να μετατρέπεται σε κρίση της δημοκρατίας. Αυτό ζούμε σήμερα.
Το ΠΑΣΟΚ μετά τις 18 Μαρτίου θα έχει νέο πρόεδρο τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Πολλοί κατά καιρούς έχουν εκφράσει τις ενστάσεις για το πρόσωπό του, ενστάσεις που δεν συμμερίζομαι, αλλά τώρα το μείζον δεν είναι η προσωπική μου γνώμη για τον νέο ηγέτη αλλά η διερεύνηση των δυνατοτήτων που ανοίγει αυτή η επιλογή. Αν η πολιτική είναι η τέχνη της έκφρασης των συλλογικών συμφερόντων και όχι των επιμέρους απόψεων της μιας ή της άλλης πλευράς, τότε νομίζω πως ο Ευάγγ. Βενιζέλος είναι από τη στόφα εκείνου του ηγέτη που μπορεί να εκφράσει συλλογικά συμφέροντα, όσο και να διαφωνεί κανείς με κάποιες πλευρές του, που αφορούν επιμέρους ζητήματα. Γιατί το μέλλον του ΠΑΣΟΚ θα περάσει μέσα από την ικανότητα του κόμματος να προασπίσει συλλογικά συμφέροντα. Αυτή είναι η άποψή μου για το θέμα και την έχω δημόσια εκφράσει όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες» στις εκδ. Πόλις