ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 1980, λίγους μήνες πριν τη θριαμβευτική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1981, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρατηρητής ένας συλλογικός τόμος με τίτλο ΠΑΣΟΚ και εξουσία, σε επιμέλεια του υπογράφοντος. Το βιβλίο είχε ένα μεγάλο ερωτηματικό στο εξώφυλλο και περιείχε 24 κείμενα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, από διανοητές όλου του πολιτικού φάσματος. Ξεκινούσε με τρία κείμενα του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχαν δημοσιευτεί στο κομματικό έντυπο Εξόρμηση, με τους εύγλωττους τίτλους «Ο ευρωκομμουνισμός δεν είναι ο δρόμος για το σοσιαλισμό στην Ελλάδα», «Η εθνική ανεξαρτησία βασικός στόχος» και «Ο ελληνικός δρόμος για το σοσιαλισμό».
Ανάμεσα στα ονόματα που συμμετείχαν με κείμενά τους στον συλλογικό τόμο ήταν οι Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Νίκος Πουλαντζάς, Άγγελος Ελεφάντης, Μάκης Καβουριάρης, Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, Μάριος Νικολινάκος, Νίκος Μουζέλης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Γιάννης Λούλης, Κώστας Κόλμερ και άλλοι.
Στα κείμενα που έγραψαν διανοητές από τον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς ήταν σαφής η διαφοροποίηση ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούσαν ότι μια συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ ήταν ευκταία και έπρεπε να υλοποιηθεί (Πουλαντζάς) και σε εκείνους που απέκλειαν κάθε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ λόγω του λαϊκιστικού, τριτοκοσμικού και αρχηγοκεντρικού χαρακτήρα του (Ελεφάντης).
Το βιβλίο προκάλεσε αρκετές συζητήσεις γιατί ήταν η πρώτη απόπειρα σφαιρικής αντιμετώπισης του φαινομένου ΠΑΣΟΚ αλλά και των θεωρητικών θέσεων του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο τελευταίος, σε μια έμπρακτη επίδειξη δυσανεξίας στις αντίθετες απόψεις, δεν δίστασε να ζητήσει από τον διανομέα του εκδότη και σημαίνων στέλεχος του ΠΑΣΟΚ να αποσύρει τα αντίτυπα του βιβλίου από τα βιβλιοπωλεία, όπερ και εγένετο.
Έκτοτε, με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, οι σχέσεις των δύο πολιτικών χώρων ταλαντώνονταν ανάμεσα στις δύο θέσεις που περιγράψαμε παραπάνω. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έριχνε συχνά λάδι στη φωτιά, όπως όταν μιλώντας για το Λεωνίδα Κύρκο αναφέρθηκε στην «Αριστερά των σαλονιών», ενώ από την ευρύτερη Αριστερά οι καταγγελίες για τον διχαστικό, λαϊκιστικό και αντιευρωπαϊκό χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ άφηναν ελάχιστα περιθώρια για οποιαδήποτε προσέγγιση και συνεννόηση. Ακόμα και πραγματικά φιλολαϊκές αποφάσεις του ΠΑΣΟΚ, όπως η δημιουργία του ΕΣΥ, ο πολιτικός γάμος, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το δικαίωμα ψήφου στα 18, συναντούσαν συχνά την άρνηση ή τη διατύπωση αβάσιμων επιφυλάξεων.
Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, απέκλειε κάθε δυνατότητα διαλόγου και συνεργασίας. Έχοντας επενδύσει σ’ έναν διχαστικό, λαϊκότροπο, αντιδεξιό ριζοσπαστισμό, είχε βρει έναν στέρεο δίαυλο επικοινωνίας με κοινωνικά στρώματα «μικρομεσαίων», που η κοινωνική τους ζήτηση καλυπτόταν πλήρως από την πολιτική προσφορά του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ δηλητηρίασε τη δημόσια σφαίρα με τον ακραίο διχαστικό του λόγο. Την πρακτική αυτή αντέγραψε και μιμήθηκε η Νέα Δημοκρατία, με αποτέλεσμα έναν βαθύτατο κοινωνικό διχασμό, που οδήγησε στην ύπαρξη των πράσινων και γαλάζιων καφενείων.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το να κυριαρχήσει το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική ζωή και να ηγεμονεύσει στην ελληνική κοινωνία την οκταετία 1981-1989, έχοντας «λεηλατήσει» τόσο την παραδοσιακή Αριστερά του ΚΚΕ όσο και την ανανεωτική, που στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Μια Αριστερά που δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι αυτή η κοινωνική κινητικότητα, που έφερε τους ηττημένους του Εμφυλίου στο προσκήνιο, είχε και μια θετική διάσταση που δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Αυτή η αμοιβαία καχυποψία χτύπησε κόκκινο με τα γεγονότα του 1989 και τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας της Αριστεράς (που είχε προσωρινά ενωθεί) με τη Νέα Δημοκρατία. Ήταν πλέον η πλήρης διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσα στους δύο χώρους.
Το χάσμα αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό όταν στον Συνασπισμό ανέλαβε πρόεδρος ο Νίκος Κωνσταντόπουλος (1993-2004) και στο ΠΑΣΟΚ ο Κώστας Σημίτης (1996-2004). Ο πρώτος αρνήθηκε, ρητά και κατηγορηματικά, οποιαδήποτε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, ενώ ο δεύτερος έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να προσεγγίσουν οι δύο πολιτικοί χώροι όχι στη βάση μιας παρωχημένης λαϊκομετωπικής λογικής, αλλά στη βάση συγκεκριμένων πολιτικών συγκλίσεων. Ήταν μια σημαντική στιγμή που πέρασε ανεκμετάλλευτη, με ευθύνη της τότε ηγεσίας του Συνασπισμού.
Ακολούθησε μια περίοδος ανατροπής. Ο Συνασπισμός μεταλλάχθηκε σε ΣΥΡΙΖΑ και υιοθέτησε μια ακροαριστερή ριζοσπαστική ρητορεία, καταγγέλλοντας διαρκώς το ΠΑΣΟΚ, που εισέπραττε, αδίκως, όλο και περισσότερο την αποδοκιμασία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, που αρνιόταν να δει τα αίτια της επικείμενης κρίσης, καθώς και τις ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Το πρώτο μνημόνιο του 2010 οδήγησε σε βανδαλισμούς από ακροδεξιούς και ακροαριστερούς και στους «αγανακτισμένους».
Αποκορύφωμα, ο προπηλακισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια στη Θεσσαλονίκη, στις 28 Οκτωβρίου 2011, με την ενεργό συμμετοχή κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς την επόμενη ημέρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, χάρη στις προσπάθειες του Ευάγγελου Βενιζέλου, είχε πετύχει τη μεγαλύτερη παγκοσμίως διαγραφή χρέους, που ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2012. Το ίδιο το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης τέθηκε εν αμφιβόλω με τον χαρακτηρισμό όσων διαφωνούσαν σε «εθνοπροδότες» και «γερμανοτσολιάδες».
Οι διπλές εκλογές του 2012 άλλαξαν άρδην το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, προσπάθησε ανεπιτυχώς να σώσει ό,τι σωζόταν από τη λαϊκιστική επέλαση. Ο παραδοσιακός δικομματισμός έπνεε τα λοίσθια, κάτι που επιβεβαιώθηκε με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 και το ΠΑΣΟΚ σε πρωτοφανή εκλογική συρρίκνωση.
Μετά από τις εκλογές του 2015 και τον σχηματισμό κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους ακροδεξιούς Ανεξάρτητους Έλληνες το ΠΑΣΟΚ παραπαίει πολιτικά και οργανωτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται το τρίτο μνημόνιο και αρχίζει και αυτός να εισπράττει την κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία αποτυπώνεται στο εκλογικό αποτέλεσμα του 2019, που αναδεικνύει ως πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ΠΑΣΟΚ με ΣΥΡΙΖΑ να αθροίζουν μαζί περίπου το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτή η σύντομη σκιαγράφηση της πολυκύμαντης σχέσης του ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά (πλην ΚΚΕ) αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεδομένου ότι προσφάτως έχει αρχίσει μια συζήτηση για την «ενότητα της Κεντροαριστεράς», για την προσέγγιση και συνεργασία, δηλαδή συγκόλληση, των δύο χώρων στη βάση μιας αντιδεξιάς ρητορείας, που στόχο έχει «να φύγει από την εξουσία ο Μητσοτάκης».
Μια τέτοια άποψη αγνοεί και παραγνωρίζει την κυβερνητική εμπειρία των δύο κομμάτων. Υποτιμά την ανάγκη ενός ενδελεχούς πολιτικού αναστοχασμού. Προκειμένου να υπάρξει οποιαδήποτε συνεργασία, πρέπει πρώτα να συζητηθεί σε βάθος το κυβερνητικό αποτύπωμα των δύο κομμάτων. Πρέπει να συζητηθεί η ανεμελιά του ΠΑΣΟΚ στην αρχή της κρίσης, καθώς και η κυβερνητική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ που παρά λίγο να οδηγήσει τη χώρα στα βράχια. Πρέπει να συζητηθεί ο ακραίος λαϊκισμός, η διχαστική ρητορεία, οι ανεύθυνες διακηρύξεις, οι καταστροφικές αποφάσεις, η δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ισοζύγιο της κυβερνητικής πρακτικής του ΠΑΣΟΚ είναι εντέλει θετικό, σε αντίθεση με το αντίστοιχο ισοζύγιο του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι καταφανώς αρνητικό.
Το ζήτημα της Δημοκρατίας πρέπει να είναι το κυρίαρχο σε μια τέτοια συζήτηση. Είναι αμφίβολο εάν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ευδοκιμήσει σε μια χώρα όπου η πολιτική των συνεργασιών είναι στα σπάργανα και η κουλτούρα των συναινέσεων ανύπαρκτη. Σε μια χώρα όπου τα προσωποπαγή αρχηγικά κόμματα στερούνται πολιτικής ιδεολογίας.
Πώς θα μπορούσε να υλοποιηθεί ένας τέτοιος πολιτικός αναστοχασμός;
Θα έπρεπε η συζήτηση να ξεκινήσει από τις θέσεις των δύο κομμάτων στο ζήτημα του σεβασμού και της διεύρυνσης του κεκτημένου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που δεν είναι άλλο από τον σεβασμό των κανόνων του παιγνιδιού. Η χώρα αυτή υπέφερε τα τελευταία 50 χρόνια από τον ακραίο διχαστικό λόγο, που πολλές φορές δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμα και την πολιτική βία.
Δεν θα είναι μια εύκολη συζήτηση. Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ κάτι τέτοιο θα σήμαινε ταυτοτική αμφισβήτηση και ενδοσκόπηση.
Αντίθετα, εάν η συζήτηση περί ενωμένης Κεντροαριστεράς μείνει στο επίπεδο μιας αντιδεξιάς συγκόλλησης ή ευκαιριακής συνεργασίας, τότε είναι σαφές ότι θα στερείται οποιασδήποτε πολιτικής βιωσιμότητας λόγω των αγεφύρωτων διαφορών που υπάρχουν. Μια τέτοια εξέλιξη θα τροφοδοτεί για πολλά χρόνια την κυριαρχία αλλά και την ηγεμονία της συντηρητικής παράταξης και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Θα μοιάζει με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, που συγκροτήθηκε για τις πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία, με επικεφαλής τον Ζαν-Λικ Μελανσόν, με κύρια στόχευση εναντίον της Μαρίν Λεπέν, το οποίο κλυδωνίζεται από την επαύριον των εκλογών του 2024, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη.
Τούτων λεχθέντων, μπορούμε να διατυπώσουμε μια ευρύτερη παρατήρηση τόσο για την ελληνική όσο και για την ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά. Μοιάζει να στερείται πολιτικού προτάγματος, κάτι που την οδηγεί σε οργανωτικού χαρακτήρα συνεργασίες, χωρίς πολιτική συγκολλητική ουσία. Μπορεί να εντοπίσει κανείς το ίδιο φαινόμενο στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ, στις έντονες εσωκομματικές τους διεργασίες.
Επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ότι όταν δεν μπορείς να μιλήσεις πολιτικά, μιλάς γενικά και αόριστα για ενότητα. Οι συγκολλήσεις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε διασπάσεις. Ακριβώς όπως έγινε στις εκλογές του 1974 με το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Υποκύπτοντας στο «καθολικό αίτημα» των ψηφοφόρων τους για ενότητα, σχημάτισαν την Ενωμένη Αριστερά, που διαλύθηκε την επόμενη ημέρα των εκλογών λόγω αγεφύρωτων ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών.
Παρόμοια φαινόμενα συναντάμε πολλές φορές στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, με πλέον χαρακτηριστικό τη «Συμμαχία των Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων» στις εκλογές του 1977, που επίσης διαλύθηκε αμέσως μετά.
Ακριβώς όπως γίνεται στις μέρες μας με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία.
Πηγή: www.tovima.gr