ΠΑΣΟΚ: Η σούπα δεν μεγαλώνει τη βάση

Κώστας Πετρουλάς 22 Μαϊ 2013

«Δεν χαρίζουμε την κοινωνική μας βάση στο ΣΥΡΙΖΑ», λέει ο κ. Βενιζέλος. Αλλά ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ σας τη χαρίζει, είναι μάλλον η προφανής απάντηση. Επειδή ακριβώς παρακολουθεί με επιτυχία εκείνη την πλευρά σας που δεν έχετε αποφασίσει αν ήταν καλή ή κακή. Για να φέρετε πίσω την κοινωνική βάση, κ. Βενιζέλο, πρέπει να ανακαλύψετε ή να αποκαλύψετε τι ακριβώς είσαστε κι αυτό να είναι πειστικό.

Το μόνο που μπορεί να προσδίδει στο ΠΑΣΟΚ επί του παρόντος υπόσταση, είναι η ορθή επιλογή της συγκυβέρνησης. Αγκομαχά κάτω από την τρόικα -μαζί με τους άλλους δύο εταίρους- να διεκπεραιώσει το μίγμα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, με στόχο να σώσει τη χώρα κι αυτό το πιστώνεται. Φυσικά, από την επιτυχία ή όχι της κυβέρνησης, θα εξαρτηθούν πολλά για την μοίρα των κομμάτων που την αποτελούν, αλλά όχι όλα.

Αν επιτύχει αυτή η κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ θα πάρει κι αυτό ένα κομμάτι προίκας. Για να πάρει όμως και χρίσμα αξιοπιστίας, για να αποχτήσει δηλαδή εκείνη την φυσιογνωμία που θα την εμπιστευτούν οι πολίτες, οφείλει να αποδείξει τι θα έκανε αν δεν υπήρχε η τρόικα. Στο συνέδριο δεν μας διαφώτισε και ούτε η πολιτική του μας διαφωτίζει. Οι γενικόλογες διακηρύξεις, δεν λένε τίποτε και σε κανέναν. Τι θα σκιαγραφούσε, κατά τη γνώμη μας, τη φυσιογνωμία του; Αφ’ ενός, να επιδοκιμάσει αναλυτικά τις σωστές πολιτικές τής ιστορίας του και να κριτικάρει εξ ίσου αναλυτικά τις λαθεμένες. Όχι ως τίτλους ειδήσεων, αλλά εστιασμένα και με σαφήνεια. Αφ’ ετέρου, να εκτεθεί με καθαρές προτάσεις προς όλες τις πλευρές της πολιτικής.

Δεν το έκανε και δεν το κάνει. Για ποιο λόγο; Επειδή αυτά υπακούουν σε κάποια στρατηγική, την οποία μας βάζει στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι δεν την έχει ο κ. Βενιζέλος. Κι αν την έχει και μας την κρατάει μυστικό, σίγουρα την ακυρώνει, εφ’ όσον δεν την στηρίζει με τις ανάλογες πολιτικές. Αν υπολογίζει στην εξαιρετική εφυΐα του να κυβερνήσει το καράβι χωρίς να ξέρει πού θέλει να το πάει, εφ’ όσον τα καταφέρει και πείσει, θα κάνει ζημιά στη χώρα του. Διότι στην ιστορία, οι ευφυείς πολιτικοί που βοήθησαν τη χώρα τους, είχαν και προορισμό. Αλλιώς την κατέστρεψαν καλύτερα από τους ανεπαρκείς. Η επιστροφή στο δόγμα, να περνάει καλά το πλήρωμα στην κρουαζιέρα, κάνοντας και καμιά γιορτούλα για μερικούς οικείους επιβάτες, φαντάζει πια εφιάλτης.

Και για να μην υπάρχει καμιά παρεξήγηση, όταν μιλάμε για καθαρές προτάσεις, δεν εννοούμε την δικηγορία της δεκαετίας του 60. Δηλαδή πολύ σάλτσα για να μην βλέπεις τι τρως. Όταν μας έχει, π.χ., φτάσει ως χώρα στο απροχώρητο η μη απονομή δικαιοσύνης, επειδή καθυστερεί τόσο ώστε να γίνεται εξ ορισμού άδικη κι επειδή μπορεί να βγάζει αποφάσεις αθωότητας εκείνων που δέρνουν μπροστά στα μάτια μας το Γερμανό πρόξενο, περιμένουμε να ακούσουμε τι ακριβώς θα κάνει γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το αν αρέσει στη συντεχνία των δικαστικών και των δικηγόρων. Όταν όλοι ξέρουμε πως η αθλητική βία θα καταπολεμηθεί εφ’ όσον ένα ιδιώνυμο θα στείλει χωρίς εφέσιμη ποινή τους δράστες στη φυλακή, αν τους συλλάβουν κι αν τους δικάσουν, οφείλει να το προτείνει ως σχέδιο νόμου. Επίσης, πρέπει να μας πει αν ο ευρύτερος δημόσιος τομέας θα διοικείται από κομματικά στελέχη, αν χρειάζεται να γίνουν αλλαγές σε νόμους που αναδεικνύουν τον εργατοπατερισμό αντί για τον υγιή συνδικαλισμό, αν θα γκρεμίσει τα αυθαίρετα, αν θα επιτρέψει στα ξένα πανεπιστήμια να έρθουν στην Ελλάδα και για να μην το κουράζουμε άλλο, για όλα.

Υποψιαζόμαστε βέβαια, όπως μάλλον και ο ίδιος, πως αν τολμήσει να διακηρύξει με σαφήνεια την πολιτική του, όποια κι αν είναι αυτή, θα υποστεί σοβαρούς κραδασμούς τουλάχιστον στην κορυφή του. Διότι δεν υπάρχει πια σ’ αυτό το κόμμα κεντρική ιδέα, όχι μόνο τώρα, αλλά από πολλά χρόνια πριν. Πολλά στελέχη του πήραν τον δρόμο τους, μαζί με την ανάλογα διαπαιδαγωγημένη βάση του, αλλά κι αυτοί που έμειναν, είναι χωρισμένοι σε δύο κύρια μετερίζια. Σε εκείνους που ιδεολογικά (;) επιμένουν στο ευεργετικό κράτος – πυλώνα πασών των συναλλαγών, που είναι δεμένο με το συντεχνιακό νταραβέρι, και στους άλλους που ανέκαθεν υπήρξαν μειοψηφία ή που επαναπροσδιορίστηκαν και πρεσβεύουν μια έγκυρη και σύγχρονη κεντροαριστερά. Ο εθισμός, δε, στην ατομική εξυπηρέτηση, αφορά σχεδόν το σύνολό του και μάλλον οι λιγότεροι είναι διατεθειμένοι να ξύσουν από πάνω τους την ψώρα της αναγωγής στη μονάδα και να δουν από την αρχή το συλλογικό συμφέρον. Όμως υπάρχουν αυτοί οι λιγότεροι. Και πολλοί εξ αυτών είναι ικανοί και έμπειροι. Μένει να δούμε τι θα κάνει η ηγεσία του και πού θα βασιστεί.

Το σίγουρο είναι ότι δεν έχει περιθώρια να διακηρύξει κρατιστικές πολιτικές, ούτε να λαϊκίσει ασύστολα εφ’ όσον συμμετέχει στην κυβέρνηση. Αυτό τον δεσμεύει και ξέρει καλά ότι ο ίδιος και το κόμμα θα χαθούν μαζί με την χώρα αν αποτύχει αυτή η κυβέρνηση. Οπότε μένουν δύο δρόμοι. Ο ένας είναι η καθαρή κριτική και αυτοκριτική της ιστορίας του, μαζί με τις καθαρές πολιτικές προτάσεις που προαναφέραμε. Αυτό, αν υποθέσουμε ότι παρακολουθεί την μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, θα συνιστούσε μια εκσυγχρονιστική και προοδευτική πολιτική. Ταυτόχρονα όμως, θα φέρει και την διάσπασή του σε επίπεδο στελεχών, με πρώτους, πολλούς απ’ όσους προέρχονται από την συνδικαλιστική-συντεχνιακή δεξαμενή και έχουν όλα τα προσόντα να επιλέξουν ως τελευταίο καταφύγιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά η ταυτότητα εκείνων που θα παραμείνουν και πολλών άλλων που θα προστεθούν, εκτιμούμε ότι θα έχει τα ποιοτικά χαραχτηριστικά να σηκώσει το βάρος της ανασυγκρότησης. Άλλωστε, το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να έχει μεγάλη βάση, με στοιχειώδη έστω οργανωτική συσπείρωση και η οποία είναι κατά τη γνώμη μας, προοδευτικότερη από μέγα μέρος της ηγεσίας του.

Ο άλλος δρόμος, είναι αυτός που ήδη βαδίζει ο κ. Βενιζέλος. Δεν διασαφηνίζει τη στρατηγική του, αν έχει βέβαια κι αν τον ενδιαφέρει να έχει, ώστε να χωράνε όλοι στο μαγαζί, ακόμη κι αυτοί που καταψηφίζουν στη Βουλή την κυβερνητική πολιτική του και οι άλλοι που προτείνουν ανιμνημονιακή χρεοκοπία. Νομίζει πως έτσι σώζει το κόμμα. Λες και τα κόμματα ευημερούν από αθροίσματα ετερόκλητων μνηστήρων της εξουσίας. Δεν έλειπαν τα πολλά στελέχη από την Ένωση Κέντρου τής μεταπολίτευσης που μηδένισε το κοντέρ της και εξαφανίστηκε. Η στρατηγική έλειπε. Φρονούμε πως αν επιμείνει στην τακτική τού «μα σα και τα σα μάσατα», θα έχει την ίδια τύχη με εκείνη του μακαριστού Κέντρου. Διότι αποκλείεται να μην ξέρει το χάος που χωρίζει τον Παναγιωτακόπουλο από τον Αυγερινό και την Γκερέκου από το Γιανίτση. Όλα τα ξέρει και η συγκράτηση των πάντων στη Βαβυλώνα είναι επιλογή του.

Όμως αυτό δεν είναι κόμμα. Είναι μια σούπα ετερόκλητων υλικών, άγευστη και άνοστη. Δεν πρόκειται να την ξαναδοκιμάσει η παθούσα πρώην κοινωνική του βάση. Πλην αν η στρατηγική του είναι να επανέλθει σε πρώτη ευκαιρία στις αντιμεταρρυθμιστικές πολιτικές εκείνων που αντιπολιτεύονται τη σημερινή κυβέρνηση. Όμως πιστεύουμε πως κι έτσι να σκέφτεται, δεν θα του βγει. Αν η μοίρα της χώρας είναι να βουλιάξει αμέσως μετά την τρόικα, στον ίδιο βάλτο που την έφτασε ως εδώ, αυτό θα το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Καμμένο και τις λοιπές «αντιμνημονιακές» δυνάμεις. Το ΠΑΣΟΚ θα μείνει στην απ’ έξω γιατί τους χαλάει την πιάτσα λόγω παρελθόντος. Κι αν πρόκειται να αλλάξουμε πορεία και να αναλάβει τις τύχες μας η κεντροαριστερά της αποκατάστασης, το ΠΑΣΟΚ πάλι θα λείπει. Η σούπα, εξ ορισμού, δεν μπορεί και δεν θέλει να ορίσει τέτοια στρατηγική.

Αν συνεχίσει έτσι, το πιθανότερο είναι ότι η προοδευτική βάση που του έχει απομείνει, μαζί με μια μερίδα στελεχών, θα το εγκαταλείψει λίγο πριν μηδενίσει την κάβα του και αυτοδιαλυθεί. Κι ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του θα προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο ούτως ή άλλως χρωστάει τους δηλωμένους αντιμνημονιακούς, τούς συντεχνιακούς και τους κουμπάρους που ονειρεύονται το παλιό φαγοπότι. Μοιραία, σε πρώτο χρόνο, θα συμπαρασύρει και ένα μέρος της ισχνής βάσης του. Πλην αν το ξανασκεφτεί, ή κάποια άλλη ηγεσία αναδειχτεί μετά από σφαγές και ορίσει στο κόμμα μια σαφή στρατηγική.

Ούτως ή άλλως, η κουβέντα για την τύχη του ΠΑΣΟΚ έχει νόημα μόνο στο βαθμό που μπορεί να υπηρετήσει το συμφέρον του πολίτη και της χώρας. Το ζητούμενο είναι μια εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, απ’ όπου κι αν προέλθει και όχι ο συναισθηματισμός ενώπιον οποιασδήποτε σημαίας. Τα οπαδικά φετίχ τα εξαντλούν οι πολίτες στη σημαία της αθλητικής ομάδας τους.