Την δεκαετία του 70, στην Ελλάδα, υπήρχε ένα κόμμα την ύπαρξη του οποίου οι περισσότεροι κάτω των 60 ετών είμαι βέβαιος ότι αγνοούν: το ΚΚΕ εσωτερικού. Με όλα τα θετικά και τα αρνητικά του είχε μια πρωτοτυπία. Αν και κόμμα της αντιπολίτευσης, υποστήριζε τη συνεργασία των δημοκρατικών κομμάτων, τουλάχιστον στα ζητήματα τα οποία σχετίζονταν με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την ανασυγκρότηση των θεσμών. Ονόμαζε την πολιτική αυτή «Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα».
Με δεδομένο το προβληματικό παρελθόν της χώρας μετά τον Εμφύλιο καθώς και το γεγονός ότι μόλις πρόσφατα είχε πέσει η Χούντα, θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι η πολιτική αυτή εξέφραζε το αυτονόητο. Συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης είχε δεχθεί ανελέητη πολεμική. Η πολιτική του πρόταση έμεινε έτσι στην ιστορία ως μια πρώτη δειλή προσπάθεια για να υπάρξει ένα κλίμα συναίνεσης στην πολιτική μας ζωή η οποία απέτυχε παταγωδώς. Το ίδιο το ΚΚΕ εσωτερικού φυτοζώησε για λίγα χρόνια ακόμα ως ότου αυτοδιαλύθηκε. Ο κόσμος του ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους, άλλοι πήγαν στο ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, άλλοι στον Συνασπισμό, πολλοί παραμένουν ανένταχτοι.
Ανάλογη τύχη είχε και η Ένωση Κέντρου όπως και τα σχήματα που την διαδέχθηκαν, τα οποία υπερφαλαγγίστηκαν από το ΠΑΣΟΚ. Η αδιάλλακτη ρητορική του Ανδρέα εκείνης της εποχής αποδείχθηκε πολύ πιο ελκυστική για τους ψηφοφόρους.
Όπως ήταν ίσως φυσικό μετά από αυτές τις εμπειρίες, σε όλη τη διάρκεια των χρόνων της μεταπολίτευσης δεν υπήρξε καμία άλλη απόπειρα υιοθέτησης ενός διαφορετικού πολιτικού λόγου. Επικράτησε σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό η ρητορική οξύτητα, ο λαϊκισμός, η καταγγελία και η σκανδαλολογία. Ακόμα και όταν ξέσπασε η μεγάλη κρίση το 2010, η συμπόρευση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αποδείχθηκε βραχύβια και θνησιγενής. Επιβλήθηκε από μια εξαιρετική συγκυρία και δεν είχε συνέχεια. Όσο για το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, είχε την ίδια τύχη με το ΚΚΕ εσωτερικού. Ο συναινετικός του λόγος δεν βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση. Αντιθέτως επικράτησε ο Σύριζα στην χειρότερη μάλιστα εκδοχή του. Συμπορεύτηκε με την ακροδεξιά και συνέβαλε στις βίαιες εκδηλώσεις της εποχής.
Προφανώς πίσω από αυτές τις εξελίξεις μπορεί κανείς να βρει και άλλες αιτίες ή λάθη να υιοθετήσει πιο σύνθετες ερμηνείες. Το γεγονός παραμένει ωστόσο ότι σε όλη τη διάρκεια της πεντηκονταετίας, η πολιτική μας ζωή χαρακτηρίστηκε από την ακραία πόλωση. Ο Τάκης Παππάς μάλιστα, στο πρόσφατο βιβλίο του «Παράδοξη χώρα», θεωρεί ότι αυτή ήταν η βασική αιτία για τις πολύ χαμηλότερες επιδόσεις της Ελλάδας συγκριτικά με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Χώρες δηλαδή οι οποίες ξεκίνησαν στο ίδιο επίπεδο με την Ελλάδα, σήμερα ωστόσο μας έχουν αφήσει πολύ πίσω σε όλους τους δείκτες της ανάπτυξης. Τα κόμματα τόσο στην Ιρλανδία όσο και στην Πορτογαλία, χειρίστηκαν με πολύ μεγαλύτερη ωριμότητα τις εσωτερικές τους αντιπαραθέσεις ενώ όταν μπήκαν στα μνημόνια απέφυγαν τις ακρότητες και συνέβαλαν στην επιτυχημένη εκτέλεση των προγραμμάτων σταθεροποίησης.
Για την Ελλάδα, ένα πρώτο παράδοξο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι οι κυβερνήσεις, παρά την πόλωση, μετά το 1990 ακολούθησαν σε γενικές γραμμές τις ίδιες πάνω κάτω πολιτικές σε βασικά ζητήματα. Φυσικά όχι το ίδιο επιτυχημένα και με πολλά πισωγυρίσματα. Ακόμα και ο Σύριζα όμως, μετά το πρώτο εξάμηνο συμμορφώθηκε απολύτως στις απαιτήσεις του δικού του Μνημονίου. Κι όλες οι κυβερνήσεις αποδείχθηκαν τελικά το ίδιο ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες παθογένειες που μας φρενάρουν. Οι αντιστάσεις έχουν αποδειχθεί ισχυρότερες και πολύ βαθύτερες από την πολιτική βούληση. Μπορεί να αγανακτούμε για παράδειγμα για τις φωτιές, ποιος πιστεύει στ αλήθεια ωστόσο ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση ή ο υπουργός, θα αλλάξουν και οι επιδόσεις της Πυροσβεστικής; Η διαχρονικότητα ορισμένων υπουργών ή στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε κυβερνήσεις τόσο του Σύριζα όσο και της ΝΔ, αποδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο πόσο ψευδεπίγραφες και προσχηματικές είναι σε πολλές περιπτώσεις οι κομματικές αντιπαραθέσεις.
Έχει ενδιαφέρον, κι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα δεύτερο παράδοξο, ότι η εμπειρία της κρίσης δεν μας άλλαξε μυαλά. Επιδείξαμε μια θαυμαστή ικανότητα να επιστρέψουμε στη ρητορική της καταγγελίας και στην πόλωση. Η κανονικότητα αντιμετωπίζεται σαν μια επιστροφή στο παρελθόν όπου αναβιώνουν οι ίδιες παθογένειες τα ίδια αιτήματα και οι ίδιες καλλιεργούμενες προσδοκίες που μας οδήγησαν στην κρίση.
Το τρίτο παράδοξο είναι ότι από αυτή την πόλωση δεν βγαίνουν κερδισμένα τα κόμματα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, όπως είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν. Τη φθορά της κυβέρνησης μοιάζει να την καρπώνονται περισσότερο τα ακροδεξιά μορφώματα που στις ευρωεκλογές ξεπέρασαν το 15%. Αποδεικνύονται οι πιο αυθεντικοί κληρονόμοι των αγανακτισμένων.
Το τέταρτο και τελευταίο παράδοξο είναι ότι κανείς από τον χώρο των προοδευτικών κομμάτων δεν βλέπει ή δεν τολμά να δει αυτό το πρόβλημα. Και για μεν τον Σύριζα δεν έχει καν νόημα να συζητάμε. Έτσι κι αλλιώς διαλύεται ενώ πριν διαλυθεί μιλούσε για «καθεστώς» Μητσοτάκη, θυμίζοντας μας ότι ποτέ του δεν άλλαξε στο παραμικρό. Στο ΠΑΣΟΚ όμως; Όλοι μοιάζει να ακολουθούν την πεπατημένη, κανείς δεν τολμά να πει αυτό που πολλοί Έλληνες πια καταλαβαίνουν: αν δεν υπάρξει μια συντονισμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική για την ανάπτυξη της χώρας δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα στα οποία με ταχύτητα μπαίνουμε. Μια στρατηγική που ξεπερνά χρονικά τον εκλογικό κύκλο αλλά και τις δυνατότητες κάθε κόμματος ξεχωριστά. Με δυο λόγια αν δεν διαμορφωθεί ένα πλαίσιο συναίνεσης, τουλάχιστον από εκείνες τις δυνάμεις που μπορούν να δούνε το αύριο. Μοιάζει αυτονόητο τουλάχιστον για όποιον δεν φορά κομματικές παρωπίδες. Το αυτονόητο ωστόσο το έχουμε εξορίσει από την πολιτική.
Ο αντίλογος φυσικά είναι ότι κάτι τέτοιο δεν αποδίδει ούτε στις εσωκομματικές εκλογές ούτε στην αντιπαράθεση με τη ΝΔ. Η εμπειρία του παρελθόντος αυτό δείχνει. Είναι όμως εξίσου φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος διψά για έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο. Περισσότερο ίσως σήμερα που η κυβέρνηση δείχνει ότι κινδυνεύει να μπει αν δεν έχει ήδη μπει, σε μεταρρυθμιστικό τέλμα. Μένει να φανεί αν και ποιος μπορεί να καλύψει το κενό που θα δημιουργηθεί.
Πηγή: www.athensvoice.gr