Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη καταδικαστεί σε ήττα από τις ευρωεκλογές και το Κίνημα Αλλαγής είχε αυτοανακηρυχθεί ως «υπεύθυνη αντιπολίτευση», οι πολίτες δεν είχαν άλλο δρόμο παρά να δώσουν αυτοδυναμία στη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προκειμένου να αποφύγουν την πιθανότητα νέας αδιέξοδης – λόγω της απλής αναλογικής – εκλογικής αναμέτρησης.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ανακουφισμένος από το σημαντικό ποσοστό που διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρίστηκε ότι δεν υπέστη «στρατηγική ήττα». Δεν λέει την αλήθεια. Ο στόχος του να μην επιτύχει η ΝΔ κοινοβουλευτική αυτοδυναμία ώστε να ξαναγίνουν άμεσα εκλογές με απλή αναλογική για να επανέλθει στο προσκήνιο δεν εκπληρώθηκε. Θα υποχρεωθεί να δοκιμαστεί επί μια τετραετία στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ό,τι αυτό μπορεί μα σημαίνει για την αντοχή και την συνοχή του κόμματός του.
Γι’ αυτό άλλωστε και έσπευσε στο διάγγελμά του να προκαταλάβει τις εσωκομματικές εξελίξεις ανακοινώνοντας την μετεξέλιξη του «κόμματος διαμαρτυρίας» που μας κυβέρνησε επί 4 χρόνια σε «προοδευτική δημοκρατική παράταξη». Πρόκειται για το χρονικό μιας προαναγγελθείσας μετατροπής για την οποία ο απερχόμενος πρωθυπουργός μας είχε προϊδεάσει με την επιμονή του σε πασοκικές μεταγραφές αλλά και στους επετειακούς εορτασμούς προς τιμήν του Ανδρέα Παπανδρέου.
Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο αδιέξοδο στον σοσιαλδημοκρατικό και κεντρώο μεταρρυθμιστικό χώρο από έναν ρετρό ανταγωνισμό για την γνήσια διαδοχή του ΠΑΣΟΚ μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής. Έναν ανταγωνισμό που θα οδηγήσει αναγκαστικά σε μεγαλύτερη πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ με παράλληλη συριζοποίηση του ΚΙΝΑΛ.
Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με την κρίση και έχει ανάγκη από συναινέσεις για μεγάλες αλλαγές και ριζικές μεταρρυθμίσεις. Έχει ανάγκη από τολμηρές προτάσεις και διεξόδους. Έχει ανάγκη από μια υπεύθυνη, ουσιαστική και μαχητική προοδευτική αντιπολίτευση που θα αναζητάει την δικαίωσή της στην αναμέτρησή της με τις προκλήσεις του μέλλοντος και όχι με τις ιδεοληψίες του παρελθόντος.