Θέλετε να παραμείνει η χώρα στο ευρώ «πάση θυσία»; Το ερώτημα τίθεται εκ του πονηρού. Από τη σκοπιά της τυπικής λογικής κανένα νόμισμα δεν μπορεί να αξίζει κάθε θυσία. Ούτε το ευρώ. Πολιτικά, ωστόσο, αξίζει πράγματι να κάνουμε όσες «θυσίες» χρειάζεται για να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη. Απλώς η διατύπωση του ερωτήματος είναι λάθος και μοιραία οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Μπορούμε ίσως να το καταλάβουμε καλύτερα αν αλλάξουμε… ήπειρο.
Τα τελευταία χρόνια μια σειρά από πόλεις και πολιτείες των ΗΠΑ είτε βρέθηκαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, όπως η Καλιφόρνια, είτε κήρυξαν χρεοκοπία, όπως το Ντιτρόιτ. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ συνέχισε να χρηματοδοτεί τις τράπεζες ακριβώς όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι τοπικές αρχές, ωστόσο, αφέθηκαν λιγότερο ή περισσότερο μόνες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα κόβοντας δημόσιες υπηρεσίες, απολύοντας δασκάλους και αστυνομικούς και αυξάνοντας τους φόρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα πλήρωσαν τους μισθούς με υποσχετικές (IOUs), τις οποίες πολλές μεγάλες τράπεζες αρνήθηκαν να κάνουν δεκτές. Για τους πολίτες το κόστος ήταν μεγάλο. Ουδείς ποτέ διανοήθηκε, ωστόσο, να προτείνει έξοδο από το δολάριο και τύπωμα χρήματος. Πολύ περισσότερο καμία τοπική αρχή δεν είπε στην κεντρική κυβέρνηση είτε μου χρηματοδοτείς τα χρέη, είτε αποχωρώ. Με άλλα λόγια το πλαίσιο των λύσεων που αναζητήθηκαν ήταν εξαρχής δεδομένο.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις διαπραγματεύσεις με την Ευρωζώνη. Οταν οι πολιτικοί επαναλαμβάνουν ότι η λύση του Grexit δεν είναι στο τραπέζι, υπογραμμίζουν μια κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση. Οτι δηλαδή όποιο και αν είναι το κόστος της παραμονής της Ελλάδας δεν μπορείς να αρχίσεις να ξηλώνεις το πουλόβερ αν θέλεις πράγματι να προχωρήσει η πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης. Προφανώς οι ΗΠΑ είναι μια ομοσπονδία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται ακόμα πολύ μακριά από τη θεσμική της ολοκλήρωση. Ως χώρα, όμως, έχουμε κάνει εδώ και δεκαετίες την επιλογή της συμμετοχής σε αυτό το πολιτικό σχέδιο. Πρόκειται για μια πολιτική και οικονομική επιλογή, αλλά ταυτόχρονα και για μια επιλογή ταυτότητας: είμαστε πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με πλήρη δικαιώματα και συμμετοχή. Την επιλογή αυτή δεν τη διαπραγματευόμαστε. Οπως ακριβώς δεν διαπραγματευόμαστε και την εθνική μας ταυτότητα. Κι όταν στις δημοσκοπήσεις οι πολίτες απαντούν ότι θέλουν ευρώ έστω και με επώδυνα μέτρα, τουλάχιστον ένα μέρος τους αυτό ακριβώς εννοεί.
Είναι αλήθεια ότι τη συμμετοχή στο ευρώ δεν τη βλέπουν όλοι με αυτόν τον τρόπο. Μια άλλη μεγάλη ίσως μερίδα ενδιαφέρεται κυρίως για τις οικονομικές επιπτώσεις μιας επιστροφής στη δραχμή. Ομως στην πραγματικότητα και αυτοί απαντούν υπέρ της παραμονής με κάθε θυσία. Γιατί μπορεί οι «κόκκινες γραμμές» να είναι επιθυμητές, για παράδειγμα στις επικουρικές συντάξεις, όλοι ωστόσο κατανοούν ότι αν βγούμε από το ευρώ τότε το «κούρεμα» όχι μόνο στις επικουρικές αλλά και στις κύριες συντάξεις, όπως και στους μισθούς και στις καταθέσεις, θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Μια τρίτη μερίδα πολιτών, είτε συμμερίζεται αυτές τις απόψεις είτε όχι, αντιμετωπίζει το ζήτημα μέσα από τη σκοπιά της εθνικής ανεξαρτησίας. Τυπικά έχουν δίκιο. Μόνο που την εθνική μας ανεξαρτησία την περιορίζουν, εκτός από τους κανόνες της Ευρωζώνης, οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του ΟΗΕ αλλά και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ή του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου, που μπορεί να απαγορεύσει επιδοτήσεις ή να επιβάλει αύριο ακόμα και την εισαγωγή μεταλλαγμένων. Μπορούμε αν θέλουμε να μη μετέχουμε σε αυτούς τους οργανισμούς. Το ότι τους αποδεχόμαστε και αποδεχόμαστε τους κανόνες τους και τον συνακόλουθο περιορισμό της εθνικής μας ανεξαρτησίας είναι μια πολιτική και οικονομική επιλογή στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά πως έξω από τους οργανισμούς αυτούς τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Η πορεία των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, από την Κίνα και το Βιετνάμ έως την Κούβα, που επιδιώκουν με κάθε κόστος να ενσωματωθούν σε αυτό το διεθνές σύστημα, το αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Οσοι, λοιπόν, δεν είναι απλώς θύματα εθνικο-λαϊκιστικής προπαγάνδας και επικαλούνται τέτοια επιχειρήματα, στην πραγματικότητα διαφωνούν με την ευρωπαϊκή επιλογή της χώρας.
Αυτή είναι η τέταρτη κατηγορία πολιτών. Πιστεύουν στα αλήθεια ότι η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα οικονομικά, πολιτισμικά, πνευματικά ή ό,τι άλλο εκτός Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μπορεί να μισούν τον «καπιταλισμό» και να βρίσκονται στην ακροδεξιά ή την ακροαριστερά. Είναι το πολιτικό υπόβαθρο των αγανακτισμένων που κατάφερε να βγει από το περιθώριο χάρη στην κρίση. Παριστάνουν ότι την πολεμούν, αλλά στην πραγματικότητα ζουν από την κρίση. Δεν θα μας παρασύρουν.