Το πρώτο θέμα συζήτησης είναι το Μακεδονικό. Μετά από 25 περίπου άγονα χρόνια επετεύχθη μια συμφωνία που προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη τις σχέσεις Ελλάδας και Φυρομακεδονίας – που η διεθνής πρακτική έχει τακτοποιήσει από καιρό – ώστε οι δύο χώρες να μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους αλλά και στα πλαίσια των θεσμοθετημένων δομών της διεθνούς κοινότητας. Η συμφωνία αυτή δεν είναι αυτή που θα έγραφε η ελληνική πλευρά αν συζητούσε… μόνη της, βάζει ωστόσο κανόνες όρια και όρους που επιτρέπουν τη διμερή και διεθνή συμβίωση.
Η συμφωνία συναντά τριών ειδών αντιδράσεις. Η πρώτη, αναμενόμενη φυσιολογικά, από τους εθνικιστικούς συλλαλητηριακούς κύκλους των δύο χωρών που αναζητούν μειοδότες και προδότες για να τους κρεμάσουν. Η δεύτερη και πολύ σημαντική είναι η ενθουσιώδης και ανακουφιστική υποδοχή της συμφωνίας από σύσσωμη τη διεθνή κοινότητα. ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ένωση και όλο σχεδόν το φάσμα των δημοκρατικών ευρωπαϊκών κομμάτων εκφράζουν τη στήριξή τους και καλούν τα Ελληνικά κόμματα να στηρίξουν την πορεία υλοποίησης της συμφωνίας.
Υπάρχει και το τρίτο είδος αντίδρασης στηριγμένο καθαρά στην εθνική μας κομματικοκρατούμενη ιδιομορφία. «Δεν μας νοιάζει τι λέει η συμφωνία. Αυτό που προέχει είναι να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ και να γίνει κυβέρνηση η ΝΔ». Η λογική αυτή υιοθετείται ακόμα και από δυνάμεις που έχουν κάνει σημαία τους την εθνική συνεννόηση για το μέλλον της χώρας. Πρόκειται για την έκφραση της απόλυτης περιφρόνησης των εθνικών προτεραιοτήτων και των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας.
Στην περίπτωση που η συγκεκριμένη συμφωνία καταφέρει να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που θα συναντήσει εκατέρωθεν και φτάσει τελικά – με τις όποιες κριτικές στα αδύνατα σημεία της και τις όποιες βελτιώσεις μπορεί να γίνουν – προς ψήφιση στην Ελληνική Βουλή, θα πρέπει να κυρωθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία του σώματος. Αυτό όμως είναι ένα βήμα αρκετά μακρινό.
Το δεύτερο θέμα συζήτησης είναι η πρόταση μομφής που κατέθεσε η ΝΔ, όπως είχε το θεσμικά προβλεπόμενο δικαίωμα. Η πολιτική χρησιμότητα της πρωτοβουλίας θα κριθεί προφανώς εκ του αποτελέσματος. Η τοποθέτηση ωστόσο των πολιτικών δυνάμεων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης απέναντι σ’ αυτήν πρέπει να είναι σαφής και κατηγορηματική.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο, φαίνεται να αναπολεί ξανά τα συνδικαλιστικά τερτίπια των φοιτητικών αμφιθεάτρων. Επιδιώκει να αξιοποιήσει την πρόταση μομφής – που γίνεται ουσιαστικά για τη συμφωνία – και να την μετατρέψει σε επιβράβευση της γενικότερης πολιτικής της συριζανελικής διακυβέρνησής της. Από πολλούς προβάλλεται δε και το επιχείρημα ότι, όσοι δεν θέλουν να θεωρηθεί η ψήφος τους ως έγκριση της πολιτικής της κυβέρνησης, μπορούν να ψηφίσουν «παρών». Να δώσουν δηλαδή με έμμεσο στην ουσία τρόπο, με αφορμή την συζήτηση για τη συμφωνία, ένα συνολικό συγχωροχάρτι για την τυχοδιωκτική διακυβέρνηση από τον Γενάρη του ‘15.
Μια παρόμοια στάση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την δημοκρατική-προοδευτική αντιπολίτευση. Γιατί δεν είμαστε μόνο σήμερα παρόντες. Ήμασταν παρόντες όλα αυτά τα χρόνια, που η Βαρουφακιάδα φόρτωνε τη χώρα με νέα δυβάσταχτα χρέη, που γινόταν το αντιευρωπαϊκό δημοψήφισμα, που χτιζόταν το πελατειακό κράτος των «αγανακτισμένων», που γινόταν το μεγάλο ντου για τον έλεγχο της ενημέρωσης και της δικαιοσύνης, που οι «Ανεξάρτητοι»του Καμμένου ψεκάζαν λαϊκισμό τους πολίτες, που, που, που…
Η Ελλάδα βρίσκεται στο πιο δύσκολο μεταπολιτευτικό σταυροδρόμι. Η αλλαγή της πολιτικής της κατεύθυνσης είναι επείγουσα και αναγκαία. Η αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας, από μια νέα πλειοψηφία δηλαδή. Γι αυτό και η υπερψήφιση της πρότασης μομφής στη σημερινή ψηφοφορία είναι μονόδρομος.