Όλα δείχνουν, και μακάρι να διαψευστώ, ότι καμία συμφωνία δεν είναι προ των πυλών.
Όπως μάλιστα, δήλωσε ευρωπαίος αξιωματούχος στα ΝΕΑ (5 Απριλίου) σε ρεπορτάζ της Έλενας Λάσκαρη και του Μανώλη Σπινθουράκη: “Καλοκαίρι χωρίς δόση, θα αλλάξει τα δεδομένα στην οικονομία και θα πρέπει να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή”.
Η κυβέρνηση κάνει και με αυτήν την αξιολόγηση αυτό που έκανε με όλες τις προηγούμενες. Κρατάει καθυστερήσεις, μήπως και αποφύγει τα πολλά γκολ. Μόνο, που στις καθυστερήσεις κατορθώνει και “τρώει” περισσότερα γκολ, απ’ όσα στον κανονικό αγώνα. Με τη “διαπραγμάτευση” Βαρουφάκη κατορθώσαμε να δεχθούμε 85 δισ. χρέος.
Με την πρώτη αξιολόγηση της δεύτερης φοράς Αριστερά απαξιώθηκαν εντελώς οι τράπεζες και κατέρρευσαν οι όποιες επενδυτικές ελπίδες. Η κυβέρνηση έχει γραμμένα στο χαρτί τα πολιτικά σαρδάμ που εκφωνεί. Ακόμη και το λάθος της αποδοχής πλεονασμάτων στο 3,5% το κάνει με λάθος τρόπο. Χωρίς βεβαίως, σ’ αυτήν την περίπτωση να ισχύει, κάτι σαν τις δύο αρνήσεις που κάνουν μια κατάφαση, πως τα δύο λάθη κάνουν ένα σωστό.
Υπάρχει απάντηση σ’ αυτήν την καταστροφική πολιτική; Μήπως, η απάντηση λέγεται Κυριάκος Μητσοτάκης; Αυτός κεφαλαιοποιεί το κυρίαρχο δίλημμα στην κοινωνία: “Συνεχίζουμε με τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εξουσία ή τον διώχνουμε και ακολουθούμε αυτόν που υπόσχεται καθαρά την απομάκρυνσή του;”. Αν το δίλημμα αυτό παραμείνει και θα παραμένει, όσο κάποιοι άλλοι βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως συγγενή δύναμη της Κεντροαριστεράς, ο κ. Μητσοτάκης θα κερδίζει άνευ αγώνος.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη, και αυτό είναι πολύ ανησυχητικό γι’ όλους όσοι είτε οψίμως, είτε εδώ και πολλά χρόνια επικαλούνται τη Σοσιαλδημοκρατία. Ο κ. Μητσοτάκης εκούσια ή ακούσια “σερφάρει” -το πόσο επιδέξια θα το δείξει το αποτέλεσμα- στα κύματα μιας κοινωνίας που θα την ονόμαζα “αγριεμένη” και η οποία ζητά όχι απλώς την απόλυση των δημόσιων υπαλλήλων, αλλά την κατάργηση του δημόσιου τομέα συνολικά. Επιπροσθέτως, αυτή η κοινωνία ενοχοποιεί όλους όσοι δεν παρακολουθούν τους ρυθμούς της αγοράς και ζουν με “επιδόματα” ή χρησιμοποιούν τις κοινωνικές υπηρεσίες. Για τη φτώχεια των μεσαίων ένοχοι είναι οι φτωχοί, υποστηρίζουν όλοι αυτοί. Ο κοινωνικός αυτοματισμός στο φουλ των μηχανών του υπερφιλελευθερισμού.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η Δημοκρατική Συμπαράταξη προχωρά στο συνέδριό της. Αυτό θα μπορούσε αφενός να δώσει απαντήσεις στην ανικανότητα της κυβέρνησης και στις κατά της επιχειρηματικότητας ιδεοληψίες της και αφετέρου στην “αγριεμένη κοινωνία”, που μισεί ο,τιδήποτε εκπροσωπεί το δημόσιο.
Τα συνέδρια όμως, είναι για τα μέλη των κομμάτων, αυτό που είναι οι εκλογές για τους πολίτες. Πυρήνες δημοκρατίας. Τα συνέδρια ενώνουν, στηρίζουν και ανανεώνουν τις ηγεσίες, εμπνέουν τις κοινωνίες όταν σ’ αυτά οι σύνεδροι ψηφίζουν πολιτικές θέσεις και ηγετικές ομάδες. Όταν ενοποιούν “διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις και ψυχές”. Όταν δεν είναι συνέδρια-συγκεντρώσεις χιλιάδων ατόμων, αλλά συνέδρια το πολύ 600 ατόμων, όπως του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, το οποίο -ταυτοχρόνως- για μείζονα θέματα, όπως ο σχηματισμός κυβέρνησης, δεν προαποφασίζει, αλλά ερωτά τα μέλη του. Τέλος, τα συνέδρια απαντούν καθαρά στο μείζον ερώτημα της εποχής τους.
Αυτό στη σημερινή Ελλάδα είναι το ποια πρέπει να είναι η επόμενη κυβέρνηση, η οποία θα έχει και την τελευταία ευκαιρία να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια. Εδώ, δεν χωρούν εκ των προτέρων αποκλεισμοί του ενός ή του άλλου, ούτε συνταγές πλυντηρίων της σημερινής κυβέρνησης του τύπου “κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης”. Η οποιαδήποτε συνεργασία εξαρτάται από το αν αυτή εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και αυτό σήμερα ταυτίζεται με την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Αν αυτό ισχύει, και στη ΔΗΣΥ το δέχονται όλοι, τότε αυτή οφείλει να συναινέσει σε οποιαδήποτε συνεργασία εγγυάται την παραμονή της χώρας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Το δίλημμα δεν είναι με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ, με τους δύο μαζί ή με κανένα, το δίλημμα εξακολουθεί να είναι “κυβέρνηση που θα μας κρατά μέσα στην Ευρώπη ή ακυβερνησία που θα μας πετά έξω”, με δεδομένη και την επερχόμενη καταστροφική “απλή αναλογική”.
Η ΔΗΣΥ για να κάνει την υπέρβασή της, χρειάζεται ένα συνέδριο, όπως το περιέγραψα. Όχι ένα συνέδριο κομματικών πατριωτισμών, στοίχισης πίσω από προκατασκευασμένα μπλοκ, αλλά ένα συνέδριο σύγκλισης-ενοποίησης προγραμματικών προτάσεων και ιδεολογικών ρευμάτων. Η ΔΗΣΥ δεν μπορεί να είναι μια ασπόνδυλη ιδεολογικά παράταξη, παραδομένη στους τακτικισμούς και στους τακτικιστές. Μόνο τότε θα εμπνεύσει το συνέδριό της όλους όσοι τη βλέπουν, αλλά δεν την ακούν. Αν δεν “προκάμει” κάτι τέτοιο, ας πάει το συνέδριο λίγο αργότερα.