Αναρωτιέται ο φίλος μου Κώστας Αναγωστόπουλος, εάν υπάρχει πιθανότητα, κάποιος νέος, να καταλάβει τι σήμαινε για μας, ν’ ακούμε τη Ντόιτσε Βέλε, του Μπακογιάννη.
Καλέ μου φίλε, πριν από αυτό, υπάρχει ένα ερώτημα μάλλον πιο θεμελιώδες.
Επιθυμούν, ίσως, κάποιοι, να καταλάβει ο νέος και η νέα, τι σήμαινε όλο τούτο το νταλαβέρι; Ή μάλλον συμφέρει η αποσιώπηση και εξαφάνιση του;;;
Το χω πρόσφατο, γι αυτό αναρωτιέμαι…
Σε όλη την Ευρώπη, οι πόλεις δίνουν στις οδούς ονόματα, θέλοντας να τιμήσουν πρόσωπα, που τίμησαν την πόλη, την πατρίδα. Πρόσωπα που γενικά οφείλουμε να τιμούμε.
Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, πριν από κάποια χρόνια, όταν η ιστορική μνήμη ήταν εναργής και όχι εν υπνώσει, ο Δήμος της πόλης έκανε μια μεγάλη προσπάθεια, ν’ αναβιώσει μνήμες και να τιμήσει πρόσωπα, που τίμησαν την πόλη μας και δεν έπρεπε να λησμονηθούν…
Έτσι, και για τον Μηνά Πατρίκιο, που εκλεχτήκε δυο φορές Δήμαρχος, μια με τον Παπαναστασίου και μια με τη Δημοκρατική Αριστερά, το ‘ 56, του επεφύλαξαν την τιμή, να δώσουν το όνομα του, στο πάρκο, απέναντι σχεδόν από το αρχοντικό του. Ένα από τα ωραιότερα αρχοντικά της πόλης μας.
Προχθές το είδα σε εισαγωγικά και αναρωτήθηκα ποια είναι πραγματικά η αιτία. Η επίσημη απάντηση που έλαβα ήταν, σε ποιον να πεις σήμερα βρε φίλε μου, ότι είναι το πάρκο Πατρικίου και να γνωρίζει τι ήταν και ποιός ήταν ο Πατρίκιος.
Μα αυτός είναι ο λόγος, αμνήμονες, που δεν βάζουμε νούμερα στους δρόμους μας, αλλά, δίνουμε ονόματα που τιμούμε.
Εσύ βέβαια καλέ μου φίλε Κώστα Αναγνωστόπουλε, ήρθες σε ημερομηνίες πολύ πιο κοντινές, αλλά και πολύ πιο επικίνδυνες. Γιατί εδώ σε αυτή τη χώρα, κάποιοι που δεν έχουν ούτε μνήμη, ούτε τσίπα, που δεν απόκτησαν ποτέ τους στοιχειώδες ήθος, είναι ικανοί ν΄ απαιτήσουν, να τιμηθεί η μνήμη των φονιάδων, του Μπακογιάννη.
Η αιτία, κατά την γνώμη μου φίλε, είναι το απύθμενο μίσος κατά της γνώσης. Ίδιον των ναζί, όποιας απόχρωσης.