—του Νικόλα Σεβαστάκη—
Στην εφηβεία μας ντρεπόμασταν που φορούσαμε γκρίζα υφασμάτινα παντελόνια και το γυαλισμένο με τη βούρτσα παπούτσι της παρέλασης. Τότε, στο μεταχουντικό σχολείο της βαθιάς επαρχίας (πριν και αυτή μετονομαστεί πασοκιστί σε «περιφέρεια» και αναβαθμιστεί με τις επιδοτήσεις), είχαμε λόγους να βλέπουμε στη μπάντα, στον δήμαρχο, στους αξιωματικούς των «Ενόπλων δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας», ένα χαρμάνι γραφικότητας και αυταρχισμού.
Αλλά η μέρα της παρέλασης δεν ήταν μόνο αυτό, δεν ήταν μια ζοφερή μέρα καταπίεσης. Οι λόγοι των επισήμων, η γκραν κάσα και τα φάλτσα τρομπόνια της φιλαρμονικής, οι ξανθές, άψογα μακιγιαρισμένες, κυρίες των αξιωματικών, οι εκπρόσωποι του εμπορικού μας κόσμου, όλα αυτά ήταν ένας κάπως δυσάρεστος πρόλογος. Το κύριο μέρος της ημέρας ήταν κορίτσια που τα αναζητούσαμε μες στο πλήθος καταστρώνοντας σχέδια γι’ αυτά — συνήθως ερήμην τους. Πάνω απ’ όλα ήταν η καφετέρια που γέμιζε από την αιώνια μαθητική χάβρα και τα αναιδή ντουμάνια των μουλωχτών τσιγάρων μας. Τη δεκαετία του ΄80 η παρέλαση έγινε εμφανώς πιο χαλαρή, με λιγότερο γκρίζα παντελόνια και παπούτσια που άρχιζαν να αποσκιρτούν από το κλασικό στιλ. Μπορούσες ευκολότερα να επινοήσεις λόγους απουσίας, να απέχεις…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art