Ξέρω ότι ο τίτλος παραπλανά. Όχι μόνο διότι σ’ αυτό το σάιτ δε νομίζω να μπαίνει κείμενο χρυσαυγίτικου προσανατολισμού, αλλά γιατί φαντάζομαι πως όσοι με ξέρουν θα δυσκολευτούν να πιστέψουν ότι τιτλοφορείται άρθρο μου με τον τρόπο αυτό. Κι όμως ο τίτλος είναι έτσι και περιγράφει μια πραγματικότητα.
Αναφέρομαι σε πραγματικό περιστατικό που βίωσα προ ημερών. Η καλύτερη φίλη της μικρής μου κόρης είναι από τη Σρι Λάνκα. Κάθε Παρασκευή το απόγεμα, μετά το σχολείο, η κόρη μου πάει στο σπίτι της και άλλες μέρες αντίστροφα. Κάθε φορά συνεννοούμαστε με την οικογένεια της μικρής, που μένει λίγο πιο μακριά, για το ποιος γονιός θα φέρει το παιδί σπίτι και διάφορες άλλες μικρές διευθετήσεις οικογενειακού τύπου, κοινωνικά αδιάφορες και ασήμαντες για τρίτους. Σημαντικές για μας, βέβαια.
Λίγο καιρό πριν, πήγα σπίτι της μικρής να πάρω τη δικιά μου προετοιμασμένος για το συνηθισμένος ματς: «μπαμπά να μείνω», «όχι θα φύγουμε» κ.λπ. Ερχόμουν από μια ανοιχτή δημόσια συζήτηση, από τις πολλές που διοργανώνονται στην Αθήνα, με αντικείμενο το ζήτημα της μετανάστευσης, το Δουβλίνο ΙΙ ή ΙΙΙ, την κράτηση των δίχως χαρτιά, τις απωθήσεις στα σύνορα, το Φαρμακονήσι κ.λπ., δηλαδή μαυρίλα. Απόγνωση. Τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πράγμα; Ο πρωθυπουργός να δηλώνει περήφανος που εισήγαγε τη λέξη «λαθρομετανάστης» στην Ευρώπη, ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. να λέει «να τους κάνουμε το βίο αβίωτο», ο κόσμος να αδημονεί για λύσεις στα καθημερινά προβλήματα του κέντρου της πόλης, κάποιοι να θεωρούν συλλήβδην ρατσιστές όσους κατοίκους αγανακτούν με τη μιζέρια σπρώχνοντάς τους στη ναζιστική αγκαλιά και άλλα τέτοια δύσκολα πολιτικά ζητήματα. Πολύ δύσκολα και αδιέξοδα.
Μ’ αυτά στο κεφάλι, χτυπάω το κουδούνι της σριλανκέζικης οικογένειας. Μου ανοίγουν τα μικρά και πάω στο σαλόνι όπου η οικοδέσποινα κάθεται με μια άλλη μαμά που είχε φέρει επίσης την κόρη της. Τα πιτσιρίκια παίζουν μέσα. Οι μαμάδες μιλούν χαμηλόφωνα, εμφανώς προβληματισμένες και συνάμα αμήχανες με την παρουσία μου. Από αμηχανία και εγώ, ρώτησα αν διακόπτω. Οι γυναίκες που πριν μιλούσαν με ενωμένα σχεδόν τα πρόσωπα, τραβήχτηκαν η μια απ’ την άλλη σαν μπήκα και τακτοποιήθηκαν στις καρέκλες τους με τον κλασικό στήσιμο της –καθώς πρέπει– γλώσσας του σώματος.
Κάθομαι κι εγώ λίγο, λέμε κάτι άσχετα για το σχολείο – πόσο αδιάφορος για τα παιδιά είναι ένας δάσκαλος, πόσο δυσκολεύονται στα μαθηματικά, πού θα πάνε εκδρομή και κάτι τέτοια που ενδιαφέρουν μόνο γονείς και μάλιστα περισσότερο μαμάδες. Βαρέθηκα, παίρνω τη μικρή μου και φεύγω με σαφή την αίσθηση ότι κάτι διέκοψα πριν στην κουβέντα τους. Μικρό το κακό πάντως, καθώς δεν είχα και μεγάλη διάθεση να κάτσω. Τουναντίον.
Λίγες μέρες μετά, βρήκα στο δρόμο τη μαμά από την Κεϋλάνη και της ζήτησα συγνώμη που τις διέκοψα με απώτερο ανομολόγητο στόχο να μάθω τι λέγανε. Μου απαντά, μιας και πλέον είμαστε κάμποσο καιρό παρέα μέσω των παιδιών: «Προβλήματα. Προβλήματα με τον άντρα της. Δεν καταλαβαίνεις; Τι να πει μπροστά σου;» Πάνω-κάτω, αυτό είχα καταλάβει κι εγώ, αλλά μου το επιβεβαίωσε.
Καταλήγω. Ήμουν όντως παρείσακτος στο σπίτι της ξένης οικογένειας. Όχι όμως για το λόγο που νομίζει η άκρα δεξιά που μιλάει για Έλληνες παρείσακτους υπό καθεστώς εισβολής των ορδών των μεταναστών κι άλλες τέτοιες μπαρούφες. Ένιωσα παρείσακτος διότι διέκοψα δύο γυναίκες, μια ξένη με μια Ελληνίδα, όπου η τελευταία ενδεχομένως άνετα να βρίζει και τους μετανάστες σε άλλες στιγμές της. Η γυναίκα αυτή, στη δύσκολη στιγμή της, ήθελε γυναικεία αυτιά και λόγια συμπόνιας. Ποσώς την ένοιαζε αν είναι ελληνικά ή ξένα.
Τι εννοώ; Ότι όλα αυτά είναι αυτό που δείχνουν. Κοινές, αδιάφορες ιστορίες. Το μεγαλύτερο κομμάτι των μεταναστών στη χώρα τούτη είναι no news, good news. Σαν κι εμάς. Κανονικές, μέτριες ζωές. Θυμάμαι πιο παλιά που αριστερές ομάδες αλληλεγγύης φώναζαν πως «οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα. Έχουν προβλήματα». Σκέφτομαι ότι ήταν λάθος. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, κι ο ντόπιος προβλήματα έχει. Γιατί να φορτωθεί κι αυτά των μεταναστών; Δεν χρωστάει. Μπορεί όμως να έχει τα ίδια προβλήματα. Κοινά προβλήματα, τα περισσότερα δημοσίως αδιάφορα. Αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε σαν μιλάμε για μετανάστευση στη χώρα τούτη. Το ξεχνάμε, όμως. Κάποιοι από αλληλεγγύη στους καταπονημένους κι άλλοι από μίσος στους ξένους. Μερικές κλασικές γυναικείες στιγμές, γυναικείες κουβέντες, μπορεί και να μας το θυμίζουν.