Ο πολιτικός ρυθμός της χώρας γίνεται προεκλογικός. Το «μακεδονικό» και τα πρώτα βήματα υπό καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης» μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος θα αποτελέσουν ασφαλώς κεντρικά θέματα του κομματικού ανταγωνισμού -ελπίζοντας βεβαίως ότι δεν θα προκύψει κάποια σοβαρή επιπλοκή στα ελληνοτουρκικά ή κάτι άλλο σημαντικό και απρόοπτο. Και τα δύο ζητήματα θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν μια νέα αρχή για τη χώρα. Όμως, ούτε οι πολιτικές δυνάμεις ούτε η κοινωνία, μετά τα οκτώ χρόνια της βαθύτερης κρίσης που γνώρισε ευρωπαϊκή χώρα στη σύγχρονη ιστορία, είναι έτοιμες να ανταποκριθούν στην πρόκληση. Το ερώτημα λοιπόν είναι πολύ μετριοπαθέστερο: θα επαναληφθεί και στη νέα φάση η ελληνική κακοδαιμονία που θέλει τον κομματικό ανταγωνισμό να γίνεται αυτόνομος παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης αντί υγιούς εξόδου από αυτήν; Θα πάμε αντάμα με τα γνωστά μας φαντάσματα του αμυντικού εθνικισμού και του άκρατου λαϊκισμού; Τα σημάδια είναι ανησυχητικά όπως δείχνουν και το «μακεδονικό» και δημαγωγία για τη δήθεν «έξοδο από τα μνημόνια».
Έχω υποστηρίξει (ΤΑ ΝΕΑ 27-28/1/2018) και υποστηρίζω ότι το περίφημο «μακεδονικό» πρέπει να λυθεί. Η Ελλάδα μόνο να ωφεληθεί έχει, χωρίς να διατρέχει κανέναν κίνδυνο από τη Βόρεια Μακεδονία ή από κάποιον μελλοντικό «μακεδονικό αλυτρωτισμό». Η συμφωνία των Πρεσπών είναι ένας επιτυχής συμβιβασμός και θα ήταν ευχής έργον να προχωρήσει ομαλά και στις δύο χώρες. Η προσπάθεια του Ζάεφ πρέπει να στηριχτεί από τις ευρωπαϊκές χώρες. Από την άλλη, το «μακεδονικό» εγκαταστάθηκε στην ελληνική πολιτική ζωή, επιδρά ήδη στους κομματικούς συσχετισμούς, προκαλεί μετατοπίσεις βουλευτών, διαλύει τους ΑΝΕΛ, περιπλέκει την εκλογική γεωγραφία κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Πρωτίστως όμως αναθερμαίνει τον αμυντικό εθνικισμό και τροφοδοτεί μια επικίνδυνη κοινωνική δυναμική που μπορεί να παγιδέψει τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τους πρωταγωνιστές του. Ο Α.Τσίπρα την ίδια στιγμή που αναλάμβανε τη θετική πρωτοβουλία να το επιλύσει, την ίδια στιγμή το χρησιμοποιούσε μικροκομματικά, χωρίς ίσως να υπολογίζει το μέγεθος των αντιδράσεων. Από ό,τι μάλιστα διαρρέουν οι ΑΝΕΛ, δεν αποκλείεται να το εντάξει στα προεκλογικά παιχνιδάκια με κίνδυνο να το αφήσει εκκρεμές και να το πασάρει στους επόμενους μαζί με τόσα άλλα. Ο Κ.Μητσοτάκης από την άλλη, κινδυνεύει να παγιδευτεί στα κέρδη που αποκόμισε ευθυγραμμιζόμενος με την πλειοψηφική διάθεση της κοινής γνώμης. Δεν πιστεύω ότι μπορούσε να κάνει αλλιώς χωρίς να διαλύσει την παράταξή του, αλλά το πρόβλημά του τώρα είναι πώς θα δαμάσει τους δαίμονες που εξαπολύονται, πρωτίστως στην Βόρεια Ελλάδα. Ο αμυντικός εθνικισμός αποτελεί θερμοκήπιο ενός μελλοντικού εκτροχιασμού και μιας πιθανής διχαστικής περιπέτειας της παράταξής του.
Αν το «μακεδονικό» αναθερμαίνει τον αμυντικό εθνικισμό, η δημαγωγία για το τέλος των μνημονίων που διακινεί η κυβέρνηση, αναπαράγει όλο το ρεπερτόριο του κομματικού λαϊκισμού στην πιο επικίνδυνη εκδοχή του. Γιατί συσκοτίζει την κατάσταση αντί να δρομολογεί την κοινωνία στην αναγκαία εθνική προσπάθεια ανασυγκρότησης. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, δεν κατάφερε να βγει από τα μνημόνια στεκόμενη στα πόδια της. Η συμφωνία της 21ης Ιουνίου δεν είναι απλώς τέταρτο μνημόνιο, είναι ασφυκτικός κορσές που παρατείνει ένα υφεσιακό περιβάλλον, με αντίτιμο μια επισφαλή διευθέτηση του χρέους η οποία θα παρασυρθεί στην επόμενη αστάθεια των διεθνών αγορών. Τρεις ήταν οι βασικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη. Η κρίση μέσα στην κρίση που σημειώθηκε την τριετία 2015-18 με τις επιλογές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η αναξιοπιστία του συνολικού πολιτικού συστήματος που αντιμετωπίζεται από τους δανειστές ως διαρκής κίνδυνος μελλοντικού δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Η γερμανική εθνικιστική αντίληψη που βάζει στο λοιμοκαθαρτήριο την Ελλάδα για να ξορκίσει για άλλη μια φορά την «Ευρώπη των χρηματικών μεταβιβάσεων»– το ίδιο άλλωστε είχαν κάνει το 2010 στην αρχή της κρίσης. Αυτή τη μεσοπρόθεσμη παγίδευση της χώρας γιόρτασε η κυβέρνηση στο Ζάππειο. Προσωπικά δεν μού έκανε εντύπωση η γραβάτα, αλλά το ότι όλοι οι κυβερνητικοί συμπεριφέρονταν σαν να έπαιζαν ρόλους σε θεατρικό έργο. Σαν να ήταν ηθοποιοί του εαυτού τους. Σαν virtual reality με σκοπό να εμποδίσει τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και να διευκολύνει την προεκλογική παροχολογία ενός συστήματος εξουσίας που θέλει να κρατήσει τις δυνάμεις του. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ απειλεί να μετακυλήσει το πρόβλημά του στη χώρα. Παρότι έγινε μνημονιακή κυβέρνηση, δεν μπόρεσε ούτε θέλησε ώς τώρα να διοχετεύσει τον λαϊκισμό του σε μια νέα μεταρρυθμιστική φυσιογνωμία. Εξού και οι επιδόσεις του στα εκτός μνημονίου πεδία, ήταν είτε οπισθοδρομικές, είτε ανύπαρκτες, είτε πλήρως αναποτελεσματικές.
Είναι απτοί λοιπόν οι κίνδυνοι, η Ελλάδα να πάρει τη στροφή μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος παρέα με τα οικεία φαντάσματά της. Τον λαϊκισμό που μονίμως ενδημεί και κατά καιρούς γιγαντώνεται. Αναδρομικά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η τελευταία ενσάρκωσή του στο «Αντιμνημόνιο» περιείχε κατεξοχήν συντηρητικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν μια «εξέγερση κατά των ελίτ», αλλά μια αμυντική διαμαρτυρία για την απώλεια των κεκτημένων που μοιραία επέφερε η κρίση. Κατά τούτο είχε περιορισμένη μεταρρυθμιστική δυναμική, εκτονώθηκε στο κομματικό επίπεδο, παράγοντας αυτό που συνήθως παρήγαγε στην χώρα μας: πολιτική πόλωση και εμφυλιοπολεμικού τύπου διχασμό. Και στη συνέχεια, μαζική διάψευση και γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης στην πολιτική και στους θεσμούς.
Από κοντά έρχεται και το δεύτερο γνωστό από παλιά φάντασμα. Ο αμυντικός εθνικισμός που κατά καιρούς πυροδοτείται στη χώρα μας. Πόσω μάλλον που σήμερα η εθνική εσωστρέφεια συνιστά διεθνή τάση και εκδηλώνεται από τις ΗΠΑ ως την Ιταλία και την ανατολική Ευρώπη. Η εθνική ιδέα, ο εθνικισμός, ο πατριωτισμός, είχαν ανέκαθεν ακατανίκητη ισχύ στην νεοελληνική ιστορία, αλλά δεν είχαν πάντα αμυντικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, συχνά συνδυάστηκαν και ενέπνευσαν μεγάλες εθνικές στιγμές: από τον φιλελεύθερο εθνικισμό του Ελευθέριου Βενιζέλου και την εθνική αντίσταση επί κατοχής, ως τη ραγδαία μεταπολεμική ανάπτυξη και τη μεταπολιτευτική ένταξη στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» που άφηνε πίσω τα άγη του Εμφυλίου και της δικτατορίας. Και η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός συνέβαλε ουσιαστικά ώστε διάφορες χώρες (π.χ. στην Ανατολική Ασία) να εκτιναχθούν από την καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα είναι να επικρατήσει ένα κλίμα αμυντικού εθνικισμού, να εκτονωθεί για άλλη μια φορά η εθνική μας ανασφάλεια σε ψεύτικους και αδύναμους αντιπάλους όπως ο «μακεδονικός αλυτρωτισμός» και η Βόρεια Μακεδονία. Αντιθέτως, χρειαζόμαστε έναν νέο δημιουργικό συνδυασμό πατριωτισμού και «επιθυμίας εθνικής ανάπτυξης» που θα επουλώσει την επικρατούσα ταπεινωτική εικόνα της Ελλάδας ως εξαίρεσης – μιας χώρας που έμεινε μόνο αυτή επί χρόνια στα μνημόνια, μιας χώρας που συνεχίζει να βρίσκεται στο λοιμοκαθαρτήριο γιατί οι δανειστές αντιμετωπίζουν τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες σαν έναν εσμό ανεύθυνων δημαγωγών.
Για να σταθεί ξανά η Ελλάδα στα πόδια της χρειάζεται να αναμετρηθεί με τα μόνιμα φαντάσματά της. Και σε αυτό κρίνονται σήμερα κόμματα και ηγεσίες.