Στο τέλος των διακοπών, τα όποια καλά νέα (προοπτική πλεονάσματος στην Ελλάδα, επίσημη έξοδος της Ευρωζώνης από την ύφεση) θα ζυγιστούν στην πράξη μαζί με την πρόοδο της πραγματικής οικονομίας, τις αντοχές της κοινωνίας και τη συνειδητοποίηση της Ευρώπης ότι, ιδίως μετά τις γερμανικές εκλογές και ενόψει ευρωεκλογών, ο πολιτικός της δρόμος πρέπει να αλλάξει. Αυτές οι εξελίξεις και αυτό το ζύγισμα, παρότι οι συνθήκες τους διαμορφώνονται τώρα, είναι ακόμα μπροστά μας. Εκείνο που έχει συντελεστεί, και δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο, είναι κάποιες βαθιές αλλαγές, δυστυχώς προς το χειρότερο, σε τομείς που δεν σχετίζονται άμεσα με την κρίση -εκτός εάν πιστεύουμε ότι όλα στη ζωή προσδιορίζονται από τα χρήματα, οπότε οι πολιτικοί θα πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα και η Δημοκρατία να παραδεχθεί ότι ηττήθηκε.
Ανθρώπινα δικαιώματα, περιβάλλον και πρόνοια, είναι οι τρεις τομείς στους οποίους παρατηρείται, στην Ελλάδα, η μεγαλύτερη υποχώρηση τα τελευταία χρόνια. Ας ξεχωρίσουμε την τελευταία ως πιο άμεσα επηρεαζόμενη από τη δημοσιονομική περιστολή, αν και από κυβερνήσεις που θα έκαναν επιλογές ουσίας θα μπορούσε να περιμένει κανείς να μην υπάρξουν περικοπές στα στοιχειώδη του κοινωνικού κράτους (πρωταρχικής υποχρέωσης της Πολιτείας, κατά το Σύνταγμά μας) και πάντως να μην πληγεί τόσο (ανεπανόρθωτα;) η «περίθαλψη της διαφορετικότητας» (χρόνιες, σπάνιες και ψυχικές παθήσεις, δομές για ηλικιωμένους χωρίς μέσα, παιδιά με δυσκολίες ή ειδικές ανάγκες).
Τίποτα όμως δεν δικαιολογεί -ασφαλώς όχι η οικονομική κρίση, αλλά ούτε η αντιμετώπιση του πραγματικά κρίσιμου ζητήματος των μη νόμιμων μεταναστών- την ολοένα και πιο απάνθρωπη λειτουργία των κέντρων κράτησης και των φυλακών. Έντεκα καταδίκες στα τρία τελευταία χρόνια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ασφαλώς δεν περιποιούν τιμή στη χώρα μας. Ούτε τα επίσημα λόγια της εκπροσώπου της Διεθνούς Αμνηστίας, ότι μπροστά στον τρόπο «υποδοχής» των προσφύγων, «είχαμε δυσκολία να πιστέψουμε ότι βρισκόμαστε ακόμα στην Ευρώπη». Δεν υπάρχει καμία νομοτέλεια να περάσει από τη χώρα μας το εξπρές του μεσονυκτίου. Αντίθετα, έχουμε όλοι, και πρώτη η πολιτική ηγεσία, την υποχρέωση να πάρουμε άμεσα βελτιωτικά μέτρα έναντι αυτών τους οποίους μπορεί «να μη θέλουμε», δεν παύουν ωστόσο να είναι άνθρωποι και να αξίζουν ανθρώπινης μεταχείρισης. Αν η Αμυγδαλέζα αφεθεί να γίνει κανόνας, ή δεν διορθωθεί, τότε το πρόβλημα δεν θα είναι οι εξεγέρσεις των «κρατουμένων», αλλά ο εξευτελισμός του κράτους μας και, ακόμα σημαντικότερα, της συλλογικής μας αξιοπρέπειας.
Πιο αφανής, λιγότερο εξευτελιστική, αλλά εξίσου σημαντική για τη λειτουργία του κράτους μας και για την ποιότητα της ζωής μας, είναι η προϊούσα χαλάρωση των μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας. Στο όνομα της «οικονομικής ανάπτυξης» -που ούτως ή άλλως δεν θα έρθει αν δεν αλλάξει ο τρόπος αντιμετώπισης της ύφεσης από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση- τίθενται σε διακινδύνευση ακόμα και οι ανεπαρκείς κατακτήσεις της εικοσαετίας πριν από την κρίση. «Απλοποίηση» των διαδικασιών τουριστικής εκμετάλλευσης, «ειδικά καθεστώτα», διάλυση του συστήματος των προστατευόμενων ζωνών, επέλαση ξενοδοχείων και τουριστικών κατοικιών προς τη θάλασσα: τα αποτελέσματα είναι μπροστά στα μάτια μας και, ακόμα και αν επιμένουμε να τα κρατάμε κλειστά, θα έπρεπε να φτάσει στα αυτιά μας η φωνή της WWF, που στην τελευταία ετήσια έκθεση της, κάνει λόγο για «την πιο σημαντική περιβαλλοντική υποχώρηση όλων των εποχών στην Ελλάδα». Και πάλι κανείς δεν αρνείται τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, αλλά και πάλι δεν υπάρχει καμία νομοτέλεια για μια ανεπίστρεπτη καταστροφή.
Ζητήματα δευτερεύοντα, απλές «παράπλευρες απώλειες», θα πουν ίσως κάποιοι. Λάθος: δείγματα αψευδή τού ποιοι είμαστε και πού πάμε.