Το πράγμα έχει αρχίσει να γίνεται φανερό εδώ και αρκετό καιρό. Τώρα με την επικύρωση της συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και «θεσμών» για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, αλλά και με την εν γένει παρουσία του Τσίπρα, αποκαλύπτεται σιγά σιγά το νέο «παραμύθι» της συγκυβέρνησης.
Αυτό είναι η έμφαση στην «ανάπτυξη», με όλα τα επικουρικά εργαλεία της, την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, την καινοτομία, την εξωστρέφεια, με την απαραίτητη αύρα του «success story». Παράλληλα η επίδειξη συναινετικού πνεύματος, με την πρόσκληση στην αντιπολίτευση αλλά και όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις του τόπου να δουλέψουν όλοι μαζί ώστε να φέρουν την ανάκαμψη και το ξεπέρασμα της κρίσης με το τέλος των μνημονίων, αφού οι «αγορές» είναι στην επόμενη γωνία, μετά ένα χρόνο.
Θα έλεγε κανείς, αν αγνοήσει τους πρωταγωνιστές, ότι έχουμε γυρίσει στο 2013/2014.
Για να μην μπερδευόμαστε λοιπόν, η κυβερνώσα παράταξη, διατηρεί μερικά από τα στοιχεία του προηγούμενου «παραμυθιού», της αντιμνημονιακής του περιόδου. Ναι, θα επιδιώξουμε την ανάπτυξη, αλλά αυτή θα είναι «δίκαιη», θα λειτουργεί «για τους πολλούς», όχι «για τους λίγους», θα παταχθούν οι πελατειακές σχέσεις, τα δίκτυα οικονομικής επιρροής μεγαλοπαραγόντων, η διαπλοκή και η διαφθορά που την συνοδεύει.
Με άλλα λόγια αυτό που θα διαχωρίζει πλέον τους «καλούς», την κυβερνώσα παράταξη, από τους «κακούς» παλαιούς, είναι ότι το οικονομικό παιχνίδι θα στηρίζεται μεν στους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, αλλά αυτοί θα είναι καθαροί, ίδιοι για όλους, θα φτιαχτεί ένα «επίπεδο χωράφι» ισονομίας, μακριά από την κακή εποχή της εκμετάλλευσης των ισχυρών, την οποία εκπροσωπεί υποτίθεται το «παλαιό» πολιτικό σύστημα και ιδίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Πρόκειται για μια βολική κατασκευή που κλείνει το μάτι στην φιλελεύθερη αντίληψη για την οικονομία και βρίσκει τελευταία ανταπόκριση σε αρκετούς παράγοντες της οικονομικής ζωής. Είναι ενδιαφέρον ότι βρίσκει υποστήριξη και από κύκλους τους οποίους κατά τα άλλα ζωγραφίζει σαν υπεύθυνους της προηγούμενης κακής περιόδου, τους πλέον ισχυρούς.
Δεν είναι περίεργο. Από την στιγμή που ο «ισχυρός» της ημέρας, ο κάτοχος της κυβερνητικής εξουσίας, θέλει να κάνει business, θα βρει πάντα συνεταίρους ακόμη και μεταξύ των πλέον ισχυρών. Το πιστοποιεί μέχρι και η εμπειρία του Λένιν, τον οποίο έχει μελετήσει καλά ο κατά τα άλλα αδιάβαστος πρωθυπουργός μας.
Το νέο παραμύθι της συγκυβέρνησης Σύριζα – Ανελ είναι μία παραλλαγή μιας εξυγίανσης του καπιταλιστικού συστήματος έτσι ώστε αυτό να αποκτήσει μεγαλύτερη ηθική νομιμοποίηση μέσα από την εξάλειψη των ανισοτήτων, τόσο μέσω του αποκλεισμού των μεγάλων μεγεθών να εκμεταλλεύονται την δεσπόζουσα ισχύ τους, όσο και μέσω της ευέλικτης αναδιανομής των κερδών που επιτυγχάνεται με την βαριά φορολογία των κερδών.
Όλα αυτά μπορεί και να ακούγονται καλά, σε όσους θα ήθελαν να αναγνώσουν καλές προθέσεις. Δεν έχουν όμως καμία σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί το ζήτημα της ισχύος, σε μία χώρα σαν την μικρή και εξαρτημένη δική μας, σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένο, με την Ελλάδα μέτοχο των Ευρωπαϊκών κανόνων και μέλος της Ένωσης, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Η οικονομική ισχύς των εγχωρίων παικτών είναι μικρή. Αν θέλει κανείς επενδύσεις μεγάλες κλίμακας, και από τέτοιες ακριβώς εξαρτάται η υπόθεση «ανάπτυξη» στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να ενδώσει στις απαιτήσεις οικονομικών μεγαθηρίων μπροστά στις οποίες οι υποτιθέμενες ή και πραγματικές επιρροές των εγχωρίων παικτών της «διαπλοκής» είναι αστεία ανέκδοτα. Το ζήτημα της δικτυώσεως, της χρήσης οικογενειακών και άλλων μορφών επιρροής στην κατανομή των οικονομικών πόρων είναι ένα ζήτημα πολύ πιο ευρύ από την απλοϊκή, εργαλειακή χρήση που κάνει το νέο κυβερνητικό μυθιστόρημα, διαπνέει και διαπερνά όλη την κοινωνική μας οργάνωση, είναι πανταχού παρόν στην διανομή εξουσιών από την ύστερη εποχή του Βυζαντίου, έχει ιστορικό βάθος αιώνων. Και είναι εμφανές και στην σημερινή συγκυβέρνηση, σε όσους έχουν την πληροφόρηση και την αντικειμενική θέαση των πραγμάτων.
Το κυβερνητικό παραμύθι, των ίσων ευκαιριών, είναι απλά μία ψευδής αφήγηση, αφού συγγενείς, φίλοι, κομματικοί σύντεκνοι, νέμονται σήμερα το κράτος, ίσως πιο ξεδιάντροπα, πιο πελατειακά, από κάθε άλλη φορά. Η δε μάχη ενάντια στην διαπλοκή είναι απλά μία προσπάθεια να αντικατασταθούν οι παλαιοί προνομιακοί επιχειρηματικοί εταίροι της πολιτικής εξουσίας, με άλλους, νέους ή «ριγμένους» παλιούς, έτσι ώστε να ελέγχονται οι «δουλειές» από το πολιτικό κέντρο εξουσίας, όπως είναι η παλιά συνταγή της κεντρικά, κρατικά, διευθυνόμενης οικονομίας.
Η όλη αφήγηση έχει και άλλες εγγενείς αντινομίες. Πως θα υπάρξουν νέοι παίκτες στο οικονομικό παιχνίδι, αν η εξοντωτική φορολογία απαγορεύει κάθε συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της απομένουσας κερδοφορίας όταν αυτή η κερδοφορία δημεύεται για τις ανάγκες της «δικαιοσύνης» και της αναδιανομής; Πως θα γίνουν επιχειρήσεις χωρίς επιχειρηματίες, όταν αυτοί βρίσκονται σε συνεχή προσωπικό διωγμό μέσω του συνδυασμού των κατηγοριών για πολιτική διαπλοκή, της υπερφορολόγησης των μερισμάτων τους, και της εν γένει εχθρικής προσωπικής τους αντιμετώπισης; Η «δίκαιη» ανάπτυξη υποκρύπτει ένα κυνήγι μαγισσών, εκείνο της «άδικης» ανάπτυξης, για την οποία θα κατηγορηθεί όποιος θα ξεχωρίσει λόγω επιχειρηματικής μεγέθυνσης.
Η μάχη εναντίον των «ανισοτήτων» είναι η παλαιότερη μάχη του σοσιαλιστικού στρατοπέδου ενάντια στην ελεύθερη οικονομία. Στις σημερινές συνθήκες η σοσιαλιστική αδιέξοδη ιδεοληψία μεταλλάσσεται σε μία αποδοχή της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας αρκεί αυτή να είναι «δίκαιη», δηλαδή να μην δουλεύει πρώτα και κύρια για τον εαυτό της.
Νέες λέξεις για να καλυφθεί μια παλαιά, αποτυχημένη, συνταγή.
Αν υπάρχει κάτι θετικό στην νέα προσπάθεια εύρεσης εναλλακτικού συνεγερτικού μύθου είναι ότι αυτός είναι ο ίδιος μύθος με εκείνον του αντιπάλου, που κατά τα άλλα δαιμονοποιείται σαν «το κακό», παλαιό πολιτικό σύστημα. Επομένως το έδαφος σύγκρουσης (και σύγκρισης) είναι πλέον κοινό. Με την μόνη προσθήκη της απαίτησης να πιστέψει κανείς πως ο Τσίπρας και η παρέα του είναι καλύτεροι σαν άνθρωποι.
Όποιος το πιστεύει, ελεύθερα. Η αφέλεια είναι εγγενές χαρακτηριστικό πολλών ανθρώπων.
Στην πολιτική όμως, είναι θανάσιμο αμάρτημα.