Παραίτηση;

Κώστας Μποτόπουλος 16 Μαρ 2016

Η παραίτηση είναι σαν το διαζύγιο. Ξέρεις ότι υπάρχει αλλά ξεκινάς ελπίζοντας ότι δεν θα το χρειαστείς ποτέ. Όταν όμως νιώσεις ότι το χρειάστηκες, πρέπει επίσης να ξέρεις ότι δεν υπάρχει επιστροφή.

Υπάρχουν πολλά είδη παραιτήσεων, ή «παραιτήσεων», και ακόμα περισσότεροι λόγοι. Στην ουσία πάντως θα μπορούσαν να χωρέσουν όλες σε δύο κατηγορίες: στις παραιτήσεις που, όπως έλεγε ο Γέρος της Δημοκρατίας, «ενίοτε γίνονται δεκτές» και όσες απλώς αναφέρονται για να αναφερθούν. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα διαβήματα μετά από σοβαρές πράξεις ή παραλείψεις, που εκθέτουν το δημόσιο πρόσωπο που τις διέπραξε ή το πολιτικό όργανο το οποίο εκπροσωπεί. Το πόσο αισθάνεται εκτεθειμένο το «αντιπροσωπευόμενο» όργανο ή πρόσωπο εξαρτάται από την πολιτική κουλτούρα και την προσωπική ευαισθησία του: ο Βίλι Μπράντ είχε παραιτηθεί από την Καγκελαρία γιατί ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του είχε κατηγορηθεί για πράξεις που καμία σχέση δεν είχαν με τον ίδιο, ήταν όμως πολύ σοβαρές (κατασκοπία) για την κυβέρνηση και το πολίτευμα. Με πιο στενό σύνδεσμο πράξης-προσώπων θυμόμαστε τις ομαδικές «παραιτήσεις» -κατόπιν άνωθεν εντολής- ως συνέπεια του επεισοδίου Οτσαλάν. Πιο κοντά στιες μέρες μας, με ακόμα στενότερο προσωπικό σύνδεσμο, Υπουργός της σημερινής κυβέρνησης δεν έκρινε σκόπιμο να παραιτηθεί, ούτε ο Πρωθυπουργός να του το επιβάλλει, για βαριά σύγκρουση συμφέροντος σε θέμα δημοσίου συμφέροντος (ανάμιξη δικηγορικής του εργασίας με υπουργικά του καθήκοντα σχετικά με τους συμβασιούχους).

Υπάρχουν βέβαια και «παραιτήσεις» που υποκρύπτουν έξωθεν πίεση που δεν έχει καμία σχέση με πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων (είμαι, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου σε ανεξάρτητες αρχές, παθών και άρα το γνωρίζω καλά), όπως και «παραιτήσεις» που είναι φτηνές επιδείξεις ή πρόσχημα για ηρωικές εξόδους. Για να δικαιολογεί το όνομά της και να δικαιολογείται πολιτικά, η παραίτηση οφείλει να είναι ανάληψη ευθύνης και παραδοχή κρίσιμου σφάλματος, όχι αναγκαστικά συγγνωστού. Η ευαισθησία δεν αποδεικνύεται με δάκρυα αλλά με προσήλωση στους κανόνες της Δημοκρατίας και του πολιτεύματος.

Σε ποια κατηγορία ανήκει και τι αποτελέσματα θα έχει η αιτούμενη, και από τον μικρό κυβερνητικό εταίρο, παραίτηση του αναπληρωτή Υπουργού Μετανάστευσης; Ο Γιάννης Μουζάλας για πολλά μπορεί να κατηγορηθεί αλλά όχι για έλλειμμα ενεργητικότητας, πάθους με το αντικείμενο και ευαισθησίας. Του λείπει προφανώς η πολιτική πείρα και τα απαραίτητα για τη δουλειά που ανέλαβε στοιχεία καλού μάνατζερ (γιατρός είναι ο άνθρωπος), ενώ είναι αναντίρρητο ότι οι υποδομές και γενικά η υποστήριξη που του έχει διατεθεί από την κυβέρνηση, πέρα από κάποιες φραστικές γενικολογίες, είναι λιγότερο από ανεπαρκή. Είναι επίσης φανερό, εκ του αποτελέσματος, που οφείλεται σε όλες τις παραπάνω αιτίες αλλά και στο τεράστιο μέγεθος του προβλήματος που έχει να αντιμετωπίσει, ότι ο μέχρι στιγμής μόχθος του δεν έχει οδηγήσει σε βελτίωση του θέματος της αρμοδιότητας του, μάλλον το αντίθετο έχει συμβεί.

Είναι όμως άραγε λόγος να ζητείται η παραίτηση του για μια αποστροφή του λόγου του εκτός πολιτικής ορθότητας; Μήπως η απαραίτητη κριτική θα έπρεπε να επικεντρωθεί στη θέση του ότι «επίτηδες» η κυβέρνηση δεν δημιουργεί, ειδικά στην Ειδομένη, δομές που θα αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες σαν ανθρώπινα όντα; Και μήπως, λέγοντας αυτό, δεν εκθέτει, πολύ περισσότερο από τον ίδιο, τον εν κυβερνήσει συνάδελφό του, ο οποίος δημόσια χαρακτήρισε την κατάσταση στην Ειδομένη «τιμητική» για την Ελλάδα;

Το πρόσφατο επεισόδιο, σε μια σοβαρή κυβέρνηση, θα έπρεπε να οδηγήσει στην παραίτηση του κυρίου Μπαλτά και όχι του κυρίου Μουζάλα, σε ένα ξερίζωμα του εθνικιστικού κηρύγματος (και των εκπροσώπων του εντός της εξουσίας) και σε μια πλήρη αναθεώρηση του περί Προσφυγικού λόγου και πράξεων. Σε μια σοβαρή κυβέρνηση, δηλαδή σε μια άλλη από αυτή μας κυβερνά.