Τελικά, ο κ. Τσίπρας είναι πάρα πολύ «ικανός» πολιτικός. Όχι όμως για τους λόγους που νομίζουν μερικοί. Όχι γιατί κατόρθωσε να φέρει ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό του λαού προς τις θέσεις της Αριστεράς, αλλά γιατί εγκατέλειψε τις θέσεις της ανανεωτικής και δημοκρατικής Αριστεράς, χωρίς πολλοί να το αντιληφθούν, για να καταλάβει τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ της 3ης του Σεπτέμβρη.
Δεν είναι «ικανός» επειδή πήρε ένα κόμμα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και το έφθασε στο 17%, στη βάση της ατζέντας της παραδοσιακής ανανεωτικής αριστεράς, αλλά επειδή αυτό το πέτυχε εγκαταλείποντας την ατζέντα της. Μέσα σε λίγα χρόνια, μετατόπισε προς τον λαϊκισμό ένα κόμμα, όπως ο Συνασπισμός, το οποίο κινούνταν σε θέσεις φιλοευρωπαϊκές, σαφέστατα αντιεθνικιστικές, ένα κόμμα ανοικτό στην ελεύθερη αγορά και στην ανοικτή κοινωνία της ανεκτικότητας, προσανατολισμένο στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο κράτους πρόνοιας και υπηρεσιών. Από ένα κόμμα, το οποίο πριν ακόμα και από τον Σημίτη μιλούσε για την ανάγκη του προοδευτικού εκσυγχρονισμού στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικογένειας, κατασκεύασε ένα κόμμα που διαχωρίζει τους Έλληνες σε γνήσιους και σε λιγότερο γνήσιους, που ζητά δηλώσεις μετανοίας, ζητά εθνικοποιήσεις και κρατικοποιήσεις και κυρίως ένα κόμμα, το οποίο αδιαφορεί καθαρά για τη θέση της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, όσο και αν ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ το κατατάσσει στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ο κ. Τσίπρας είναι ένας αρχηγός που προτείνει στους πολίτες το «αντιδημοκρατικό» μοντέλο Τσάβες και τους πείθει. Τους πείθει γιατί ανακάλυψε μια ακόμη φλέβα στην ελληνική πραγματικότητα, την ανάγκη πολλών να εκφράζονται μέσα από την ειρωνεία και την ισοπέδωση των επιχειρημάτων της αντίπαλης πλευράς, μέσα από τον κουτσαβάκικο και ισοπεδωτικό λόγο. Τηρουμένων των αναλογιών και σαφώς σ’ ένα κατώτερο επίπεδο, ο αυριανισμός ξαναβρήκε την έκφρασή του στο στιλ Τσίπρα. Σ’ ένα στιλ που εκτός απ’ όλα όσα παραπάνω ανέφερα, εγκατέλειψε μια σημαντική παράμετρο της παπαγιαννάκειας Αριστεράς. Εγκατέλειψε την αρχή της ευγενικής πολιτικής συμπεριφοράς, του πολιτικού πολιτισμού και κυρίως εγκατέλειψε την αρχή που ο Παπαγιαννάκης έλεγε πάντα στους φίλους του: «Παιδιά, ψύχραιμα, μπορεί να κάνουμε και λάθος».
Έτσι, με μεθοδικό τρόπο, ξεκίνησε έναν πόλεμο θέσεων κατά του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και κατέλαβε τις θέσεις που εγκατέλειπαν πανικόβλητοι οι οπαδοί του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Ο Σύριζα του Τσίπρα έγινε το καφενείο των αλληλοπαρηγορούμενων οπαδών του κρατικοδίαιτου μηχανισμού (φυσικά και δεν εννοώ τους δημόσιους υπαλλήλους γενικά), η κρήνη στην οποία ξεδιψούν και ανακουφίζονται οι ανήσυχες για το πολιτικό και οικονομικό τους μέλλον «λαϊκές πασοκικές ψυχές», οι οποίες βλέπουν πως η αναγκαία αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και όχι βεβαίως το ιδιαίτερα προβληματικό μνημόνιο, τους κλείνει το δρόμο προς τον παράδεισο του κρατισμού – κρατισμός, τονίζω πάλι, δεν είναι το δημόσιο, αλλά η εκμετάλλευσή του για ιδιοτελείς πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Δεν είναι τυχαίο που οι μεγαλοπαράγοντες του βαθέως ΠΑΣΟΚ στην επαρχία, αλλά και στις αστικές περιοχές, με περισσό ζήλο προωθούσαν ψηφοδέλτια του Σύριζα.
Ας έρθω στο σήμερα, ή μάλλον στο αύριο. Οι αναλυτές που υποστηρίζουν πως από τη στιγμή που ο Σύριζα έλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, κάνει το ένα μετά το άλλο λάθη και οδηγείται στη συρρίκνωση, κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Αυτοί υποστηρίζουν πως θέσεις όπως αυτές για την «αξιοποίηση» των καταθέσεων, η απαίτηση για δηλώσεις μετανοίας, η πρόταση για ακύρωση της δανειακής σύμβασης όσον αφορά τις υποχρεώσεις της χώρας, όχι όμως όσον αφορά και τις υποχρεώσεις των εταίρων, η οποία πρόταση οδηγεί μαθηματικά στην έξοδο από το ευρώ, η αλαζονική συμπεριφορά έναντι των κομμάτων της Βουλής, αφού συναντά πρώτα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα και τους κοινωνικούς εταίρους, όλα αυτά θεωρούνται πως είναι συνεχή αυτογκόλ. Το ίδιο πίστευα κι εγώ, για αντίστοιχα ολισθήματα στην προεκλογική περίοδο. Έκανα λάθος. Γιατί τον Τσίπρα δεν τον ενδιαφέρει η Αριστερά, αλλά μόνο το όνομά της. Τον ενδιαφέρουν όμως τα ορφανά της λαϊκής ψυχής του ΠΑΣΟΚ. Και εκεί θα συνεχίσει να παίζει.
Μέχρι εδώ με την «ικανότητα» του Τσίπρα. Γιατί εκτός από «ικανός», είναι και πάρα πολύ τυχερός. Είναι, θα έλεγα, πολύ περισσότερο τυχερός απ’ όσο «ικανός». Ο Κώστας Γιαννακίδης σε άρθρο του στο protagon τού συνιστούσε να αφήσει τα στρατούλικα εγχειρήματα και να κάνει «ένα κλικ προς την Σοσιαλδημοκρατία», γιατί τότε «στο ΠΑΣΟΚ θα έψαχναν να νοικιάσουν το κτίριο της Ιπποκράτους». Και βεβαίως όταν λέμε σοσιαλδημοκρατία, εννοούμε ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ του κόσμου της εργασίας, του αναγκαίου επιχειρηματικού κεφαλαίου και των δεινοπαθούντων μεσαίων στρωμάτων.
Όχι, δεν θα το κάνει αυτό το βήμα, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως η σοσιαλδημοκρατία τού είναι τόσο ξένη, όσο είναι ο Μάνος Χατζηδάκις στο βουλευτή Καιάδα και ο δεύτερος είναι πως δεν φοβάται ότι αυτό το βήμα θα το κάνουν ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης. Ο πρώτος, με τη φράση «δεν είναι ώρα για διχασμούς» και ο δεύτερος με την αποδοχή της «κυβερνητικής;» πρότασης Τσίπρα, έδειξαν πως φοβούνται, δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κάνουν αυτό το βήμα.
Ελπίζω να αντιληφθούν το λάθος τους σύντομα και να ξεκινήσουν αμέσως μια διαδικασία ανοίγματος προς νέα πρόσωπα, ιδιαίτερα στο ΠΑΣΟΚ, μαζί με τη διεύρυνση προς τις πολιτικές κινήσεις που κάνουν έκκληση για ανάλογα βήματα. Αν το κάνουν, θα νικήσουν τον κακό εαυτό τους, αν δεν το κάνουν, τότε ο κ. Τσίπρας θα τους ευγνωμονεί και η χώρα θα τους ξεχάσει. Κάτι ακόμη, θα το κάνουν κάποιοι άλλοι.
Αν δεν γίνουν αυτά τα βήματα και αν τη χώρα κυβερνήσει η «φιλοευρωπαϊκή» δύναμη που ακούει στο όνομα Σύριζα, όχι μόνο θα βγούμε από την ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά στη χώρα θα κυριαρχήσουν οι δυνάμεις τύπου «παραφυάδες και λιγότερο Έλληνες, μετανοείτε και εγέρθητος».
.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτορας Κοινωνικών Επιστημών.