Παράδεισος για ξέπλυμα μαύρου χρήματος η Γερμανία

Οντίν Λιναρδάτου 14 Ιουλ 2017

Θα περίμενε κανείς πως οι δραστηριότητες της μαφίας και το οργανωμένο έγκλημα θα απασχολούσαν κυρίως την Ιταλία ακόμα και στις μέρες μας.
Δεν είναι έτσι όμως γιατί περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ξεπλένονται κάθε χρόνο στη Γερμανία   μέσω μεγάλων κτηματομεσιτικών γραφείων  αλλά ακόμη και από απλές πιτσαρίες, που ανήκουν σε νονούς της μαφίας. Η Γερμανία, εξαιτίας της οικονομικής της σταθερότητας , αποτελεί παράδεισο  για όλους εκείνους που προσπαθούν να νομιμοποιήσουν έσοδα που έχουν αποκτηθεί από παράνομες δραστηριότητες.
Για τον γερμανό υπουργό  Εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ  το οργανωμένο έγκλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στόχος της ΕΕ πρέπει να είναι η  βελτίωση όλων  των  συστημάτων  ταυτοποίησης δακτυλικών αποτυπωμάτων και ονομάτων . Ο Ντε Μεζιέρ εκτιμά ότι για την καταπολέμηση του  οργανωμένου εγκλήματος  πρέπει  να χρησιμοποιηθούν και μέθοδοι  που χρησιμοποιούνται  κυρίως από τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες.
Εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών που εδώ και δεκαετίες είναι η βασική πηγή εσόδων των μαφιόζων που δρουν σε ευρωπαϊκό έδαφος , τώρα ήρθε να προστεθεί και το εξαιρετικά προσοδοφόρο εμπόριο ανθρώπων, είτε πρόκειται για διακίνηση προσφύγων και  μεταναστών είτε πρόκειται για παιδιά και γυναίκες που εκπορνεύουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των γερμανικών αρχών τα κέρδη από την εκμετάλλευση ανθρώπων , που για πολλούς λόγους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους , είναι τεράστια.
Αναλυτές εκτιμούν ότι το πιο σημαντικό δεν είναι να συλληφθούν οι νονοί του οργανωμένου εγκλήματος αλλά να παταχθεί το ξέπλυμα του βρώμικου , μαύρου χρήματος.

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως ακόμα και σε χώρες με το σύστημα της Γερμανίας δεν έχει βρεθεί αποτελεσματικός τρόπος γρήγορου εντοπισμού των χρημάτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες.  Ο  γερμανός υπουργός εσωτερικών πιστεύει πως είναι  σημαντική η σύγκριση και ταυτοποίηση τραπεζικών δεδομένων σε διασυνοριακό επίπεδο . Η Ιταλία προτείνει εδώ και καιρό  τη θεσμοθέτηση θέσης  Γενικού Εισαγγελέα της ΕΕ καθώς και τη σύσταση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής υπηρεσίας δίωξης του εγκλήματος  στα πρότυπα του αμερικανικού FBI. Στη δεύτερη πρόταση της αντιδρά η Γερμανία γιατί το απαγορεύει το σύνταγμα της.
Τα θέματα της οικονομίας απασχολούν πολύ τη γερμανική κυβέρνηση όπως είναι φυσικό ενόψει και των εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Το Βερολίνο εδώ και καιρό προβληματίζεται πολύ με την “επέλαση “ των Κινέζων που εξαγοράζουν γερμανικές εταιρίες .
Στόχος τους να περιορίσουν   την εξαγορά γερμανικών επιχειρήσεων που έχουν στρατηγικό χαρακτήρα για την οικονομία και την αγορά της χώρας. Η κυβέρνηση ψηφίζει νέο νόμο που θα  απαγορεύει την εξαγορά επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές  εάν αυτή συνεπάγεται ότι  σημαντικής τεχνογνωσίας επιχείρηση θα περάσει στα χέρια ανταγωνιστών.
Αν η επιχείρηση συνδέεται με κρίσιμες υποδομές της χώρας
όπως είναι οι διαχειριστές νοσοκομείων ή παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας και νερού αλλά και εταιρίες λογισμικού που κατασκευάζουν προγράμματα για τέτοιες επιχειρήσεις ή για αεροδρόμια, σιδηροδρομικούς σταθμούς, τηλεπικοινωνίες η εξαγορά θα απαγορεύεται .  Το ίδιο θα ισχύει και για αμυντικές βιομηχανίες που κατασκευάζουν ή αναπτύσσουν τεχνολογίες-κλειδιά στο πεδίο της άμυνας και ασφάλειας .
Αυτό φυσικά είναι μία μορφή προστατευτισμού την οποία έχουν εφαρμόσει εδώ και δεκαετίες βέβαια οι ΗΠΑ.
Πέρσι η γερμανική κυβέρνηση είχε αντιδράσει έντονα στην εξαγορά της ρομποτικής εταιρείας Kuka από την κινεζική εταιρεία οικιακών ηλεκτρικών συσκευών Midea. Δεν είχε όμως ακόμα τα νομικά εργαλεία για να την εμποδίσει.
Η Κίνα βέβαια  αντιδρά έντονα ,  αν και το Πεκίνο εφαρμόζει αντίστοιχους κανόνες με αποτέλεσμα οι γερμανικές και όχι μόνο   επιχειρήσεις να μην μπορούν με απόλυτη ελευθερία να εξαγοράζουν κινεζικές εταιρείες. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται  μάλιστα και κινεζική συμμετοχή.
Έντονες είναι οι αντιδράσεις και στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Οι γερμανοί βιομήχανοι εκφράζουν φόβους ότι το νέο αυτό νομικό πλαίσιο  θα διώξει νέους επενδυτές από τη Γερμανία και ζητούν η χώρα τους να προσδιορίζεται ως ένα κράτος ανοιχτό σε ξένες επενδύσεις χωρίς αστερίσκους .
Ακόμα και το συμβούλιο οικονομικών του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος εκφράζει το φόβο της γενίκευσης αυτών των τάσεων προστατευτισμού . Δεν μπορεί λένε να δίνουμε μάχη με τον Τράμπ για το ελεύθερο εμπόριο και μετά να νομοθετούμε με αυτό τον τρόπο.
Οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως αν οι κανόνες είναι συγκεκριμένοι το δικαίωμα βέτο της κυβέρνησης σε στρατηγικής σημασίας κλάδους είναι  θεμιτό αρκεί να μη αφήνουν  κανένα παραθυράκι ανοιχτό για  να γίνει κατάχρηση του βέτο.