Ένας γνωστός αλλά αποσυρμένος πολιτικός, πρώην βουλευτής και Υπουργός, συλλαμβάνεται να κυκλοφορεί με πλαστές πινακίδες (ένας παλαιός συνάδελφός του, από άλλο κόμμα, για άλλες οδικές παραβάσεις, αλλά εξίσου γνωστός κι εξίσου πρώην, είχε συλληφθεί, ή μάλλον πολεμήσει για να μη συλληφθεί, πριν από μερικά χρόνια). Τέσσερις, ίσως και περισσότεροι, εν ενεργεία βουλευτές του σφόδρα αντικαπιταλιστικού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναδεικνύονται, μέσα από τα πόθεν έσχες τους, ως πολύ καλοί παίκτες του καπιταλιστικού παιχνιδιού. Συνιστούν άραγε όλες αυτές οι συμπεριφορές εγκλήματα (πολιτικής) καθοσιώσεως;
Και όχι και ναι. Όχι, γιατί στον ουσιαστικό παλμογράφο της δημόσιας ζωής μας, ιδίως σε περίοδο κρίσης, οι πράξεις αυτές δεν δημιουργούν παρά έναν μικρό και πρόσκαιρο κυματισμό, προορισμένο να ξεχαστεί με το επόμενο (πραγματικό ή φανταστικό) «σκάνδαλο» και τα επόμενα (υστερικά κατά κανόνα) πρωτοσέλιδα της μεγαλύτερης μερίδας του Τύπου. Όχι επίσης, γιατί (και) οι πολιτικοί, πρώην και νυν, έχουν δικαίωμα στις προσωπικές επιλογές και στα λάθη, όπως βέβαια έχει υποχρέωση η Πολιτεία να αντιμετωπίζει τα τελευταία, ιδίως όταν συνιστούν παρανομίες, με την ίδια αυστηρότητα την οποία θα επιδείκνυε για τους «απλούς πολίτες». Όχι, τέλος, γιατί το να τα βάζουμε όλα στο ίδιο τσουβάλι, μόνο και μόνο γιατί προέρχονται από πολιτικούς, αποτελεί τον καλύτερο τρόπο να αδικήσουμε την ίδια την πολιτική (όσο κι αν πολλοί πολιτικοί είναι αυτοί που κάνουν πρώτοι τα πάντα για να καταστήσουν ανάξιο σεβασμού το επάγγελμά τους). Σε κάθε περίπτωση, άλλο μια αναντίρρητη παρανομία με «θύμα» το κράτος κι άλλο μια νόμιμη επιλογή οικονομικής διαχείρισης από πολιτικούς, έστω και σε οφθαλμοφανή αναντιστοιχία με τις εμφανιζόμενες ως «αρχές» του κόμματος το οποίο εκπροσωπούν (σε παλιότερες εποχές σχετικής «αθωότητας», το αντίστοιχο δίλημμα που θυμάμαι ήταν «δικαιούται ένας Αριστερός να στέλνει τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο;»)
Κι όμως υπάρχει κάτι που συνδέει όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και που επιτρέπει, ίσως και επιβάλλει, να απαντήσουμε επίσης «ναι» στο αν θα πρέπει να εξεγερθούμε -με διαφορετικό βαθμό ορμής, ανάλογα με την περίπτωση. Αυτό το κάτι είναι μια έννοια ξεχασμένη αλλά απαραίτητη στην πολιτική, που λέγεται «παράδειγμα», ή, με πιο επιστημονικό αλλά και πιο βαρύ τρόπο, «ενσάρκωση ευθύνης». Οι πολιτικοί είναι βέβαια και αυτοί «κανονικοί άνθρωποι», αλλά αποτελούν επίσης, είτε το θέλουν είτε όχι, «πρότυπα», καλά ή κακά, με τα οποία αναμετράται και ζυγίζεται η κοινωνία. Κι αυτή η συχνά σκληρή και άδικη αναμέτρηση είναι όχι μόνο αταβιστικό ένστικτο (κοίτα πως φέρονται αυτοί που «ξεχωρίζουν») αλλά και απαράγραπτο δικαίωμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας, που επιλέγει πρόσωπα για να μπορεί διαρκώς και να τα κρίνει. Ένας πρώην Υπουργός που οδηγεί ένα μεγάλο τζιπ με πλαστές πινακίδες δεν είναι μόνο παραβάτης, είναι και εικονογράφηση μιας πολιτικής τάξης η οποία θεωρεί ότι τα πάντα τής επιτρέπονται και ότι οι κανόνες, και ιδίως η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας, είναι «για τους άλλους». Και βουλευτές οι οποίοι, όταν ενδύονται τον πολιτικό μανδύα τους, ξιφουλκούν κατά του «χρηματιστικού καπιταλισμού» και των σκοτεινών και αιμοβόρων δυνάμεων του εύκολου χρήματος, υποσχόμενοι μάλιστα να τις καταπολεμήσουν ή έστω να τις κρατικοποιήσουν, ενώ παράλληλα χειρίζονται το προσωπικό ή οικογενειακό τους πορτοφόλι επωφελούμενοι από τις ίδιες ακριβώς δυνάμεις, δεν είναι μόνο ρεαλιστές (ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσουν να είναι και αν ανέλθουν στην εξουσία). Είναι, στα μάτια του κόσμου, και υποκριτές.
Για να δώσει ένα δημόσιο πρόσωπο παράδειγμα δεν είναι ανάγκη να είναι Μαντέλα. Αρκεί να είναι ο εαυτός του. Και ο εαυτός αυτός να υπηρετεί, με τον τρόπο και στο μέτρο του καθενός, και όχι να υπονομεύει, τη Δημοκρατία.