Η κρίση έφερε ήδη μια πρώτη ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού. Αυτό που βλέπουμε όμως στις δημοσκοπήσεις, είναι απλώς η άμεση βραχυπρόθεσμη επίπτωση, δηλαδή μια μεταβατική κατάσταση και όχι η τελική ανασύνθεσή του. Όλα δείχνουν ότι η οριστική διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος, θα πάρει χρόνο. Η επόμενη φάση της αλλαγής θα ξεκινήσει μετά τις εκλογές, κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά δεν μπορεί να είμαστε τόσο βέβαιοι ούτε για το πόσο χρόνο θα απαιτήσει η μετάβαση σε ένα νέο βιώσιμο σύστημα, μήτε ποιο θα είναι αυτό. Έτσι, εκ των πραγμάτων έχουμε μπει σε μια δυναμική μετασχηματισμού, όπου ο χρονισμός των πολιτικών αποφάσεών μας παίζει βαρύνουσα σημασία. Τι να το κάνεις το αναμενόμενο σε διαφορετικό χρόνο οριστικό φάρμακο, όταν ο ασθενής θα έχει πεθάνει; Το σωστότερο θα ήταν να του έχεις δώσει το καλλίτερο που έχεις ενόσω ζει, για να τον κρατήσεις ζωντανό μέχρι να έλθει το τελικά αποτελεσματικότερο. Με μια τέτοια χονδροειδή λογική σκέφτομαι να ψηφίσω στις προσεχείς εκλογές. Αυτή η λογική με οδηγεί να ψηφίσω –και να υποστηρίξω με κάθε τρόπο που μπορώ – ΠΑΣΟΚ. Πίσω όμως από τη χονδροειδή αυτή λογική, το νου μου έχουν βασανίσει μάλλον πολύπλοκες σκέψεις. Γιατί πάντα οι αποφάσεις της στιγμής γίνονται με αναγκαίες απλουστεύσεις, αλλά οι προσδοκίες για το αποτέλεσμά τους βασίζονται στο συνολικό σενάριο που πάει σε βάθος χρόνου. Αυτές τις σκέψεις αισθάνομαι χρήσιμο να μοιραστώ με κάποιους που έχω εμπιστοσύνη στις προθέσεις τους. Θα το επιχειρήσω παρακάτω.
Το 1989, στην αποκορύφωση της κρίσης που οδήγησε στην τερατογονική συμμαχία τού τότε ΚΚΕ με τη ΝΔ του Μητσοτάκη, είχα απευθύνει κάποιες επιστολές σε παλιούς συντρόφους που τότε κατείχαν ηγετικές θέσεις στο αριστερό σχήμα (δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του Λ. Παπαδόπουλου «Το Βρώμικο ’89»). Η βασική ιδέα των επιστολών αυτών ήταν η εξής: Η πολιτική κρίση δίνει την ευκαιρία μιας συνολικής εξυγίανσης ολόκληρου του φάσματος της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε μια ευρεία συμμαχία Κεντροαριστεράς και Αριστεράς θα μπορέσει να εκφράσει μιαν αντίστοιχη κοινωνική συμμαχία για χάρη του εκσυγχρονισμού της χώρας, με προοδευτική κατεύθυνση. Η αντιδικία για την ηγεμονία μέσα στο ευρύ αυτό σχήμα, θα μπορούσε να αναβληθεί για μια επόμενη φάση. Εκείνη τη στιγμή χρειάζονταν κινήσεις αλληλεγγύης με γνώμονα την προοπτική της οργανικής συνεργασίας. Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, έκανα έκκληση στους παλιούς συντρόφους να επιδιώξουν συμμαχία αλλά με όρους με το ΠΑΣΟΚ, αντί να υπηρετούν το τυχοδιωκτικό παιχνίδι εξουσίας του Μητσοτάκη. Αν το έκαναν αυτό, τους έλεγα, θα πετύχαιναν δύο σημαντικά πράγματα ταυτοχρόνως. Θα βοηθούσαν τις υγιείς δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ να υπερισχύσουν στο Κίνημα και ταυτοχρόνως, θα έθεταν τα θεμέλια για μια οργανική συμμαχία της Αριστεράς με την Κεντροαριστερά στο άμεσο μέλλον. Η πρότασή μου προφανώς δεν έγινε δεκτή μέσα στον φανατισμό την ημερών εκείνων και το αποτέλεσμα ήταν, το μεν ΚΚΕ να καταλήξει στο Σταλινισμό, το δε ΠΑΣΟΚ να παγιώσει το λαϊκισμό του και οι «λοιπές αριστερές δυνάμεις» να αναζητήσουν πολιτικές πλατφόρμες σε μείγματα λαϊκισμού και μικροαστικού αναρχισμού. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα που το σύστημα καλείται να αντιδράσει σε νέα μεγάλη κρίση, οικονομική τη φορά αυτή.
Όλα αυτά, τα υποστήριζα επειδή εκτιμούσα, όπως και συνεχίζω να εκτιμώ, ότι στην Ελλάδα το σύστημα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, είναι ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων που έχει δομηθεί στο φαντασιακό ιδεολογικοπολιτικό πεδίο ήδη από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Γι’ αυτό και κάθε εξέλιξη σε κάποιο από τα συγκοινωνούντα δοχεία, επηρεάζει σημαντικά τις εξελίξεις σε όλα τα άλλα. Φανταζόμουν, λοιπόν, (ως γνήσιος ρομαντικός του πολιτικού ορθολογισμού) ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια αίσθηση πολιτικής αλληλεγγύης μεταξύ των συνιστωσών του αριστερού τόξου, εφόσον βέβαια θα ήταν όλοι διατεθειμένοι να παραδεχτούν ότι η φιλοδοξία μιας μοναδικής ηγεμονίας μέσα στο τόξο αυτό, θα ήταν κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτικά ανέφικτη, αλλά και ανεπιθύμητη υπό συνθήκες δημοκρατίας.
Η σημερινή κρίση θυμίζει σε πολλά την κατάσταση στην οποία αναφέρονται οι αναμνήσεις μου, παραπάνω. Με αρκετές και σημαντικές διαφορές, είναι αλήθεια. Σήμερα, από το Αριστερό τόξο έχει αποχωρήσει το ΚΚΕ, προσχωρώντας σε ένα ανακατασκευασμένο Σταλινισμό που ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας του έχει δημιουργήσει ιδεοληπτικές συγγένειες με τα ακραία δεξιά σχήματα, όπως είναι ο Καμμένος και η Χρυσή Αυγή. Η ανανεωτική αριστερά έχει διασπαστεί σε ένα σχήμα (ΔΗΜΑΡ) που προσπαθεί να εκφράσει το παλιομοδίτικο ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτέμβρη και σε ένα άλλο σχήμα (ΣΥΡΙΖΑ) όπου συνωθούνται ιδεοληπτικές και αρχομανείς τάσεις, που αλληλοαναιρούνται μόλις τους τεθεί πρακτικό ερώτημα πραγματικής πολιτικής διακυβέρνησης. Η κεντροαριστερά εκπροσωπείται από το ΠΑΣΟΚ, που, όμως, παλεύει εσωτερικά για να μετασχηματιστεί σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Θεωρώ ότι η εσωτερική αυτή διαπάλη είναι αισιόδοξο προμήνυμα για τη δημιουργία του απαραίτητου δομικού στοιχείου που θα καταστήσει εφικτή την επικοινωνία με το διαμορφωμένο πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι σημαντικό για όσους πιστεύουν στη δυναμική του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, όχι απλώς για λόγους οικονομικής αναγκαιότητας, αλλά και για τη διασφάλιση της δημοκρατίας, με τη σύγχρονη διαπολιτισμική μορφή που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, θεωρώ πρώτιστο καθήκον την υποστήριξη και ενθάρρυνση του εγχειρήματος της σοσιαλδημοκρατικής μετεξέλιξης του ΠΑΣΟΚ. Εκτιμώ ως αδιέξοδη, ενδεχομένως και οπισθοδρομική, τη διαφαινόμενη αναβίωση του παλαιοπασοκισμού στα πλαίσια της ΔΗΜΑΡ, αφού ο επίσημος πολιτικός λόγος της μου θυμίζει έντονα την διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, αλλά και η στελέχωσή της με άτομα που αποχώρησαν από το ΠΑΣΟΚ με κορώνες λαϊκισμού. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, προβλέπω νέα πολυδιάσπασή του μόλις αντιμετωπίσει ρεαλιστική συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα. Γι’ αυτό, άλλωστε, πιστεύω ότι θα αποφύγει με κάθε θυσία να εκτεθεί σε τέτοιο «κίνδυνο», επιμένοντας σε θέσεις σοσιαλθολούρας, που απλώς θα του εξασφαλίζουν την αναγκαία για την επιβίωσή του εκλογική πελατεία.
Ο τρόπος που συμπεριφέρονται οι δύο σχηματισμοί της αποκαλούμενης ανανεωτικής αριστεράς απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, με κάνουν να πιστεύω ότι δεν έχουν καταλάβει την ύπαρξη του συστήματος των συγκοινωνούντων δοχείων της αριστεράς και γι’ αυτό ανοήτως παλεύουν για ηγεμονία σε ένα χώρο που μόνο πολυδυναμικές συνθέσεις χωράει. Με τη λαϊκίστικη πολεμική που ακολουθούν στην μάχη τους εναντίον του ΠΑΣΟΚ, κάνουν το ίδιο λάθος που έκαναν και το ’89. Δηλαδή, δυσκολεύουν τη μετεξέλιξή του και συσπειρώνουν το λαϊκίστικο κομμάτι του ενάντια στο εκσυγχρονιστικό σοσιαλδημοκρατικό εγχείρημα. Αν πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίσουν κάποια ηγεμονική θέση στο σύστημα, κάνουν μεγάλο λάθος. Αν επίσης αδυνατούν να ιδούν ότι με την πολιτική τους αυτή απομακρύνουν την προοπτική μιας Κεντροαριστερής διακυβέρνησης, τότε εθελοτυφλούν και γι’ αυτό είναι πολιτικά ανεπαρκείς. Χωρίς σοσιαλδημοκρατική συνισταμένη, το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι η κρίση θα οδηγήσει σε συντηρητικές κυβερνήσεις και μάλιστα σε μια εποχή που είναι πολύ πιθανό η ΕΕ να μεταβάλλει πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό προς τα αριστερά.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο σε μερικούς που εκτιμούν τα πράγματα με την περιορισμένη προοπτική των δογματικών παρωπίδων, το ΠΑΣΟΚ εκφράζει αυτή την ώρα τη μόνη ελπίδα εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματός μας και γι’ αυτό θα το ψηφίσω. Το πολιτικό πρόγραμμά του με πείθει τόσο για το ρεαλισμό, όσο και για την ιδεολογική επάρκεια της νέας ηγετικής ομάδας του και γι’ αυτό θέλω να συνδράμω τη δυναμική της, με την ελπίδα ότι δεν θα αποτύχει τη φορά αυτή ο εκσυγχρονισμός του στα πλαίσια της αναγκαίας σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής.
.
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.