Παρά φύσιν και κατά φύσιν

Μαρία Χούκλη 03 Ιουν 2016

«Παρά φύσιν» χαρακτήρισε ο υπουργός Παιδείας το γεγονός ότι οι μαθητές της Α’ Γυμνασίου διδάσκονται τρεις ώρες Αρχαία Ελληνικά και δύο ώρες Νέα Ελληνικά. Ποιο θα ήταν το «κατά φύσιν» δεν είπε. Περιμένει να προκύψει από τον διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα. Καλώς.

Μέχρι τότε να δούμε τι άλλο είναι παρά φύσιν για τα σχολεία;

Δεν εννοώ μόνον τις προβληματικές υποδομές, τις ελλείψεις σε αίθουσες, σε αθλητικούς χώρους, βιβλιοθήκες, εργαστήρια, σε σύγχρονο εποπτικό υλικό. Ή τον υπερπληθωρισμό σε ορισμένες ειδικότητες διδασκόντων και την σπάνιν άλλων. Ούτε την απομνημόνευση, τα δυσνόητα και αντιπαιδαγωγικά σχολικά εγχειρίδια, τα ακριβά φροντιστήρια. Στα παρά φύσιν προφανώς συγκαταλέγονται ο αναλφαβητισμός ως προς τις λειτουργικές δεξιότητες, τις ικανότητες προσαρμογής στις αλλαγές του περιβάλλοντος, η φειδωλή εκμάθηση πολλών ξένων γλωσσών, η μη μάθηση της συνεργασίας, η αποφυγή καλλιέργειας κριτικής σκέψης. Εν ολίγοις, είναι μη κανονική η αδυναμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να μαθαίνει τα παιδιά πώς να μαθαίνουν, να δημιουργούν, να ζουν με τους άλλους, να υπάρχουν.

Στα παρά φύσιν κορυφαία θέση κατέχει φυσικά η προγραφή της αριστείας είτε με πλήρη απόρριψή της είτε με μισόλογα που ουσιαστικά την ακυρώνουν. Τι ωραία που το έθεσε ο διαπρεπής καθηγητής πληροφορικής στο MIT, Κωνσταντίνος Δασκαλάκης σε πρόσφατη συνέντευξή στην εφημερίδα Καθημερινή. Η Ελλάδα -είπε- χρειάζεται αριστεία, όχι αποσπασματική αλλά συγκεντρωμένη. Μία κρίσιμη μάζα αρίστων που θα βοηθήσουν τη χώρα στην επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία και την εξωστρέφεια. Υπάρχει τεράστιο ταλέντο στην Ελλάδα. Αν μαζέψω τους ικανότερους φοιτητές από το Πολυτεχνείο και άλλα ιδρύματα της χώρας μας, τους εκπαιδεύσω και τους εντάξω σε ένα περιβάλλον θεσμών όπου θα μπορούν να δουλέψουν ανενόχλητοι και όπου θα υπάρχει ορθή καθοδήγηση και υποστήριξη -επιστημονική και επιχειρηματική- τότε θα γεννιόταν η σπίθα που χρειαζόμαστε.

Το αληθινά παρά φύσιν για τα σχολεία και τους μαθητές είναι ό, τι συμβαίνει έξω από την εκπαιδευτική κοινότητα: οι πολιτικοί που καθυβρίζονται σε κατ’ επίφασιν τηλε-διαλόγους, η διγλωσσία τους, η μη ανοχή της άλλης άποψης, η απουσία οραματικού λόγου, η έλλειψη συνεκτικού σχεδίου για την πορεία της χώρας και το μέλλον στο οποίο θα βρεθούν πλέον ως πολίτες τα παιδιά. Δεν έχει νόημα να εξαγγέλλεται μια ακόμη ιδεατή αναμόρφωση της εκπαίδευσης -θα δούμε τι θα γίνει στο τέλος- σαν να βρίσκεται το σχολείο στην γυάλα και γύρω-γύρω στο δημόσιο χώρο να επικρατούν συνθήκες αντιπνευματικές, αντιορθολογικές, αντιδημοκρατικές.

Σωστός ο προβληματισμός του υπουργού Παιδείας για το ανορθόδοξο του πράγματος της υπερ-διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών έναντι των Νέων. Σοβαροί φιλόλογοι θα έχουν προτάσεις πώς μπορεί να αναμορφωθεί το μάθημα της γλώσσας προκειμένου να μάθουν τα παιδιά να μιλούν καλά ελληνικά στην εποχή των greeklish, των emoticons και των emotisounds.

Άλλωστε πόσο ελκυστικό μπορεί να είναι για τους σημερινούς έφηβους να μάθουν την λέξη «αβάκημα»; Υποθέτω ελάχιστα, όσο είναι για μένα όλα αυτά τα περίεργα σύμβολα με σημεία στίξης, αριθμούς και σχήματα που συμπυκνώνουν τη διάθεση της στιγμής.

Θα πω μόνον ότι η ανάγνωση Θουκυδίδη στο δυσκολότερο πρωτότυπο δεν συγκρίνεται σε ευχαρίστηση με την ανάγνωση της -ευκολότερης- εξαίσιας απόδοσης του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Δεν χρειάζεται, όμως, να ξεσπάσει και γλωσσικό ζήτημα στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Ας γίνει νηφάλιος διάλογος και ας ληφθούν οι βέλτιστες αποφάσεις. Δεν είναι αυτό το μέγιστο των προβλημάτων μας.

Υπάρχει κάτι πιο βαθύ που μας «λερώνει».

Εκτός όλων των άλλων, λοιπόν, ας μη χωριστούμε σε αρχαιοαμύντορες και νεοελληνιστές.

Κάνει πολύ ζέστη.