Σήμερα θα γινόταν 82. Και πολύ λογικό είναι πολλοί να τον θυμηθούν. Και το ίδιο πολλοί να προσπαθήσουν –άμεσα ή έμμεσα- να τον οικειοποιηθούν. Άλλωστε η πολυεπίπεδη σκέψη του προσφέρεται σε διάφορους ιδιοτελείς να τον εντάξουν στις λογικές τους, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από τις απόψεις του. Γι αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να επαναλάβω αυτό που έγραφα στη μνήμη του συντρόφου και φίλου Μιχάλη Παπαγιαννάκη –μαζί με κάποιες συμπληρωματικές, επίκαιρες θεωρώ, σκέψεις:
«Ήταν ένας κοσμοπολίτης Ευρωπαίος αριστερός πολιτικός. Πίστευε στους θεσμούς, στις δημοκρατικές διαδικασίες και πάλευε με πάθος για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Με το προσωπικό του παράδειγμα, εισήγαγε έναν ιδιότυπο σύγχρονο τρόπο αριστερής πολιτικής, η οποία συνδύαζε στοιχεία μετριοπάθειας και εμμονής στον ευρωπαϊσμό, με τολμηρά ανοίγματα στα οικολογικά κινήματα και τα ριζοσπαστικά ρεύματα σκέψης, ενώ ποτέ δεν δίστασε να δηλώσει παρών στους αντιδημοφιλείς αγώνες μειοψηφιών εναντίον των χρόνιων ταμπού της ελληνικής κοινωνίας" έγραφε η σύντροφος του Lily Sfika Papagiannaki, και συμπλήρωνε: «Ένας πολιτικός που δεν θέλησε να βάλει ποτέ νερό στο κρασί του, χάριν των ισορροπιών και δεν δίστασε σε καμιά στιγμή της ζωής του να συγκρουστεί με πλειοψηφικά ιδεολογήματα και πλειοψηφικές πρακτικές. Δεν φοβήθηκε ούτε τα κυρίαρχα ρεύματα ούτε τους μεγάλους μύθους. Συγκρούστηκε όχι μόνο με τους «απέναντι», αλλά και με τους «εντός»... Άνθρωπος των δύσκολων επιλογών και ορκισμένος εχθρός του λαϊκισμού».
Προσθέτω, για να θυμηθούν όσοι θέλουν να λησμονήσουν, όσοι επιχειρούν να οικειοποιηθούν ή όσοι απλώς δεν έχουν ιδέα …:
Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης είχε εκλεγεί ευρωβουλευτής τρείς φορές, το 1989, το 1994 και το 1999. Το 2004 δε θέλησε να ξαναβάλει υποψήφιος για την Ευρωβουλή θέλοντας να συμμετάσχει στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Το αποτύπωμα που άφησε στην Ε. Ε. είναι ακόμη υπαρκτό στα στελέχη της Κομισιόν. Έβαλε υποψηφιότητα για την Προεδρία του Συνασπισμού. Έπεσαν να τον φάνε και τα τρία πλειοψηφικά ρεύματα που τότε συναποτελούσαν τον επονομαζόμενο "Συνασπισμό": Και τα υπολείμματα του ΚΚΕ Εσωτερικού (της κομμουνιστογενούς προέλευσης και προοπτικής) και σούμπιτοι οι νέο- κομμουνιστές της «Β’ Πανελλαδικής» και τα αποκόμματα του ΚΚΕ που παρέμειναν μετά την αποχώρηση των ακραιφνών σταλινικών. Το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο: Όταν συγκρούονται μηχανισμοί και όταν ιστορικές προσωπικότητες (όπως του Λεωνίδα Κύρκου, πχ,) δεν παίρνουν θέση από την αρχή (ή παίρνουν πολύ αργά), το αποτέλεσμα είναι δεδομένο: αντί του Μιχάλη Παπαγιαννάκη στην ηγεσία του Συνασπισμού βρέθηκε ο Αλέκος Αλαβάνος. Ο οποίος με τη σειρά του -και αφού διέλυσε όποια "αντιφρονούσα" άποψη-, «έχρισε» διάδοχο του τον Αλέξη Τσίπρα. Η συνέχεια είναι ορατή –σε όλα τα επίπεδα.
Μπορεί, λοιπόν, οποιοσδήποτε να «διεκδικήσει» τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη. (Ιδίως όταν αγωνιά για την "αριστερή" επιβεβαίωση των παρωχημένων και γι αυτό συντηρητικών επιλογών του). Αυτό που δε μπορεί να υποστηρίξει ανοιχτά είναι το πώς η άγνοια πήρε τη θέση της γνώσης, η "αυταπάτη" τη θέση της ρεαλιστικής ανάλυσης και ο φανατισμός τη θέση της συναίνεσης. Ή, για να το πούμε αλλιώς: το πώς η τρέχουσα νεοελληνική «αριστερά» συνάντησε την τρέχουσα νεοελληνική συντήρηση.
Πέρα ωστόσο από όλα αυτά που συνιστούν την πορεία του, η προσωπικότητα του Μιχάλη Παπαγιαννάκη είναι και προφανής απάντηση σε όσους αναρωτιούνται (καλόπιστα ή όχι) αν υπήρξε κάποια «άλλη Αριστερά». Με προφανή την απάντηση πως και η σκέψη του και το παράδειγμα του είναι απόδειξη πως ασφαλώς και υπήρξε αυτή η «άλλη Αριστερά». Αυτό το ρεύμα, για την ακρίβεια -περισσότερο ιδεών και λιγότερο πολιτικών πρακτικών- μέσα στο πλαίσιο της πολύμορφης, ιδιόμορφης, ελληνικής Αριστεράς, που σχετικά σύντομα (όσο και καθυστερημένα, εξαιτίας των ελληνικών ιδιομορφιών) διαφοροποιήθηκε από τη μοναδική αλήθεια της ελληνοπρεπούς κομμουνιστικής μήτρας, τις ολοκληρωτικές νοοτροπίες και πρακτικές της, που προσπάθησε να αυτονομηθεί και να διαμορφώσει ένα δικό της λόγο, που καλλιεργήθηκε σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, αλλά που, αποτελώντας μια τραγική μειοψηφία ακόμη και μέσα στο πλαίσιο του ΚΚΕ Εσωτερικού, του κόμματος της υποτιθέμενης «ανανεωτικής αριστεράς» δεν κατάφερε παρά ελάχιστες φορές να επικυριαρχήσει και να ηγεμονεύσει. Αντιθέτως γνώριζε τη μία ήττα μετά την άλλη από τις συντριπτικά πλειοψηφούσες κυρίαρχες κομμουνιστογενείς τάσεις. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως σ’ εκείνη την επίπονη, στρωμένη με ήττες, πορεία, δε διαμορφώθηκαν προσωπικότητες και νοοτροπίες που συχνά πυκνά κάνουν την εμφάνιση τους, ακόμη και σήμερα, έχοντας επηρεάσει ανθρώπους ή αντιλήψεις από τελείως διαφορετικούς χώρους, οι οποίοι εκφράζονται είτε με πολιτικές δράσεις είτε με τις όποιες παρεμβάσεις τους.
Πρόκειται για φαινόμενο που απαντάει σε όλους όσοι είτε συνεχίζουν να αναπολούν κάποια «Αριστερά των ανανεωτικών ιδεών» είτε, αντιθέτως, σ’ εκείνους που θεωρώντας πως η «Αριστερά» δεν ήταν παρά ένα, ενιαίο, «άχρονο» σώμα, μια μονοδιάστατη κατάσταση, μια χωρίς συγκρούσεις και αντιφάσεις «ουσία», υπεύθυνη, περίπου, για όλα τα στραβά του τόπου –συμπεριλαμβανομένου και του συριζαϊκού συνονθυλεύματος. Απόψεις, που, και οι δύο, στις μέρες μας πια, τους μόνους που εξυπηρετούν είναι εκείνους που επιχειρούν να συνεχίσουν να επενδύουν με απολύτως μανιχαϊστικό τρόπο στο δίπολο «Αριστερά / Δεξιά», -σε όποιο χώρο και αν εντάσσονται- αγνοώντας στην πραγματικότητα όσα έχουμε διδαχθεί και από τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Όπως, πχ, την επιμονή του στη σημασία των θεσμών και την υπέρβαση των διπόλων, υποστηρίζοντας πως: «Όσο και αν κάποιοι στην Αριστερά εξακολουθούν να μην αποδίδουν στους θεσμούς τη σημασία και τη δύναμη που πραγματικά έχουν, ωστόσο οι θεσμοί έχουν δύναμη, συνέχεια και, κυρίως, απαιτούν δράση και όχι λόγια. Και πάλι προβοκατόρικα θα έλεγα ας γίνουν αυτά ακόμη και με δεξιές κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, αλλά οι θεσμοί μένουν και διευρύνονται». Ενώ, παράλληλα: ««Πέρα από τα ζητήματα ελλειμματικής ιδεολογικής συγκρότησης και πολιτικής στράτευσης υπέρ των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμών, υπάρχει και το ζήτημα της κοσμοαντίληψης, ενός κληρονομημένου επαρχιωτισμού που ντύνει τις αδυναμίες και τις αποτυχίες με βολικά “πατριωτικά”, αντιιμπεριαλιστικά ή αντιπαγκοσμιοποιητικά ρούχα».
Οι διαφορές από τις φερόμενες ως «αριστερές» απόψεις σήμερα, αλλά και, αντιστρόφως, οι διαφορές από την εμμονή σε έναν πρωτόγονο αναθεωρητισμό (που έχει αρχίσει μάλιστα να επεκτείνεται και σε άλλα, πέραν της πολιτικής, πεδία), υποθέτω πως είναι φανερές. Και τελικά μάλλον η επισήμανση αυτών των διαφορών και η αντιμετώπιση τους είναι ο προτιμότερος τρόπος να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη.