«Θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανό αυτό η υφεση λόγω της πανδημίας στη χώρα μας να κυμανθεί μεταξύ των εκτιμήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος (-5%) και του ΔΝΤ (-10%)», σημειώνει ο Πάνος Τσακλόγλου είναι Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, απαντώντας στις ερωτήσεις της «Μ» και του Αντώνη Τριφύλλη.
Όπως αναφέρει «η μεγαλύτερη αβεβαιότητα που υπάρχει αυτή τη στιγμή έχει να κάνει με τη διάρκεια της ύφεσης»
Αναφορικά, με τη στάση των αγορών εκτιμά πως οι διεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης δεν υποβαθμίζουν την πιστοληπτική δυνατότητα της χώρας, επειδή λαμβάνουν υπόψη την δέσμευση της κυβέρνησης να μείνει στο δρόμο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που μακροχρονίως αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά και τη στήριξη που παρέχει στις οικονομίες της Ευρωζώνης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τέλος, αναφερόμενος στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, τονίζει πως το Ελληνικό σύστημα δημόσιας υγείας είναι κατ? εξοχήν «νοσοκομειοκεντρικό» και χρειαζεται ανασχεδιασμός του
Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Πάνου Τσακλόγλου στη «Μεταρρύθμιση»
κ. Καθηγητά, πρόσφατα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος προέβλεψε ότι η ύφεση στην χώρα μας υπό προϋποθέσεις θα είναι της τάξεως του -5%. Ποια είναι άποψή σας σχετικά με τις προοπτικές για τα έτη 2020-21.
Οι εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος όπως και όλων των εγχώριων και διεθνών οργανισμών βασίζονται σε επιδημιολογικά δεδομένα και υποθέσεις για το πώς θα εξελιχθεί η πανδημία στο μέλλον. Ως προς το τελευταίο, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα – π.χ. ως προς το χρόνο κατά τον οποίο θα είναι διαθέσιμο αποτελεσματικό φάρμακο ή εμβόλιο, ως προς το κατά πόσο ο COVID-19 θα είναι ανθεκτικός στις υψηλές θερινές θερμοκρασίες, ως προς το αν θα υπάρξει ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο, κοκ – και αυτός είναι ο λόγος που οι εκτιμήσεις καλύπτουν τόσο μεγάλο εύρος τιμών. Οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι το μέγεθος της ύφεσης στη χώρα μας φέτος θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο της ΕΕ. Αυτό βασίζεται σε δύο δεδομένα. Πρώτον στο ότι η συμμετοχή στο Ελληνικό ΑΕΠ κλάδων που αναμένεται να πληγούν με ιδιαίτερη δριμύτητα από την κρίση – όπως ο τουρισμός, η εστίαση, το λιανικό εμπόριο και οι διεθνείς μεταφορές – έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στην Ελλάδα από ότι σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Δεύτερον, στο ότι λόγω του πολύ υψηλού λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, ο δημοσιονομικός χώρος που είναι διαθέσιμος στη χώρα μας για την εφαρμογή πολιτικών μετριασμού της κρίσης είναι μάλλον περιορισμένος σε σύγκριση με αυτόν των περισσοτέρων εταίρων μας. Δεν θα ήθελα να κάνω κάποια πρόβλεψη για συγκεκριμένο ποσοστό ύφεσης, αν και θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανό αυτό να βρεθεί μεταξύ των εκτιμήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος (-5%) και του ΔΝΤ (-10%). Για το 2021, οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ταχεία ανάκαμψη, αν και σε απόλυτους όρους στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η ανάπτυξη αυτή θα είναι μικρότερη της ύφεσης του 2020. Πράγματι, η εμπειρία προηγουμένων «εξωγενών» κρίσεων δείχνει ότι πολύ συχνά μετά την κρίση η ανάκαμψη έχει σχήμα V. Όμως, αυτό προϋποθέτει ότι η κρίση δεν θα διαρκέσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να αποφευχθούν μαζικές χρεοκοπίες, εκτόξευση της ανεργίας και επιβάρυνση των τραπεζικών συστημάτων. Πολύ φοβάμαι ότι η μεγαλύτερη αβεβαιότητα που υπάρχει αυτή τη στιγμή έχει να κάνει με τη διάρκεια της ύφεσης.
Γιατί οι οίκοι αξιολόγησης δεν υποβαθμίζουν την πιστοληπτική δυνατότητα της χώρας, δεδομένου ότι οι προβλέψεις διεθνών οργανισμών δείχνουν βαθιά ύφεση.
Οι διεθνείς οίκοι λαμβάνουν υπόψη τους πληθώρα παραγόντων για να καταλήξουν σε εκτιμήσεις για το αξιόχρεο μίας χώρας. Φυσικά, σημαντικότατο ρόλο παίζουν και οι αναπτυξιακές προοπτικές. Όχι, όμως, οι προοπτικές μίας μόνο χρονιάς. Εκτιμώ ότι θετική επίδραση στις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων είχαν δύο παράγοντες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την δέσμευση της κυβέρνησης να μείνει στο δρόμο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που μακροχρονίως αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τη στήριξη που παρέχει στις οικονομίες της Ευρωζώνης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από αυτή την άποψη, η συμμετοχή της χώρας μας στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (τόσο στο μόνιμο όσο και στο έκτακτο λόγω πανδημίας) νομίζω ότι θα πρέπει να ήταν καθοριστικής σημασίας για τις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων.
Το κράτος πρόνοιας είναι αναβαθμισμένο στην συνείδηση του κοινού αυτή την περίοδο. Έχει τις αντοχές η Ελληνική οικονομία να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες της κοινωνίας.
Πράγματι, έρευνες της κοινής γνώμης καταγράφουν κατακόρυφη άνοδο του Εθνικού Συστήματος Υγείας - όχι αναγκαστικά του κράτους πρόνοιας συνολικά - στην εκτίμηση του πληθυσμού. Αυτό οφείλεται στον κεντρικό ρόλο του ΕΣΥ στην αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19. Ήδη έχει ξεκινήσει σχετική συζήτηση στο δημόσιο διάλογο. Όμως ο διάλογος επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ. Κατά την εκτίμησή μου, η χρηματοδότηση του ΕΣΥ είναι όντως ανεπαρκής αν θέλουμε να έχουμε δημόσια υγεία υψηλής ποιότητας, όμως τα μεγαλύτερα προβλήματα του συστήματος υγείας βρίσκονται αλλού. Το Ελληνικό σύστημα δημόσιας υγείας είναι κατ? εξοχήν «νοσοκομειοκεντρικό». Σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ, ως ποσοστό του ΑΕΠ η Ελλάδα δαπανά πολύ περισσότερα για νοσοκομειακή περίθαλψη και ιατρικά υλικά (κυρίως φάρμακα), ενώ υστερεί σημαντικά στις δαπάνες για πρωτοβάθμια περίθαλψη, προληπτική ιατρική και μακροχρόνια φροντίδα. Επομένως, κατά την άποψή μου, πρώτη προτεραιότητα θα έπρεπε να έχει ο ανασχεδιασμός του συστήματος δημόσιας υγείας. Όμως, κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι «μάχες» δόθηκαν στα νοσοκομεία και πολύ φοβάμαι ότι θα υπάρξει πίεση το σύστημα να γίνει ακόμα περισσότερο «νοσοκομειοκεντρικό». Ως προς το κράτος πρόνοιας εν γένει, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το ποσοστό κοινωνικών δαπανών στο ΑΕΠ στη χώρα μας δεν βρίσκεται μακριά από το μέσο όρο της ΕΕ. Όμως η Ελλάδα διαφέρει πολύ από την ΕΕ ως προς τη δομή των σχετικών δαπανών. Στην Ελλάδα είναι καθοριστική η βαρύτητα των συντάξεων, αφήνοντας περιορισμένο χώρο στην άσκηση άλλων πολιτικών. Παραδοσιακά, η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στη μείωση της φτώχειας στην Ελλάδα ήταν περιορισμένη. Όμως πολλές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν στα χρόνια των Μνημονίων έχουν οδηγήσει σε βελτίωση αυτής της αποτελεσματικότητας.